Τα άνθη του κακού: Λόγος περί του καλού και του κακού
Posted: by παντιγέρα in
0
Ένα από τα πιο επίμονα χαρακτηριστικά της θρησκευόμενης σκέψης (ακόμα και όταν το άτομο που το υποστηρίζει είναι άθεο!) είναι η αντίληψη του κόσμου (αλλά και του εαυτού και του άλλου) κάτω από το πρίσμα του «καλού και του κακού». Της ύπαρξης δηλαδή ενός απόλυτου καλού που αντιπαρατίθεται σ΄ ένα (εξίσου) απόλυτο κακό. Σύμφωνα με αυτή την άποψη οι άνθρωποι, ως άτομα, στη ζωή τους αντιμετωπίζουν μια ποικιλία επιλογών που άλλες είναι «καλές» ενώ άλλες είναι «κακές». Το «σωστό» άτομο επιλέγει με δική του ευθύνη το «καλό» και όχι το «κακό». Αυτή η λογική έχει εμπεδωθεί τόσο πολύ στα άτομα που το πιστεύουν ώστε έχει αποκτήσει τη δύναμη του αυτονόητου. Ακόμα περισσότερο (και αυτό προδίδει τη θρησκευτική βάση της πεποίθησης): ηθική σημαίνει ότι υπάρχει ένα καλό ή ένα κακό και οι άνθρωποι που δεν το πιστεύουν αυτό είναι ανήθικοι (αμοραλιστές).
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας αυτής της λογικής είναι πρόδηλος:
Εάν υφίσταται μια απόλυτη έννοια του καλού και του κακού που δεν προκύπτει από την ανθρώπινη ιστορική εμπειρία (η οποία , εκ των πραγμάτων, είναι ρευστή, διαρκώς μεταβαλλόμενη στο χρόνο), αλλά είναι με κάποιο τρόπο «εμφυτευμένη» άπαξ δια παντός στα πράγματα, τότε χρειάζεται ένας απόλυτος νομοθέτης που αυτός να ορίζει το καλό και το κακό. Στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση αυτός είναι ο ένας και μοναδικός και πανίσχυρος Θεός. Αυτός νομοθετεί το καλό και το κακό, ορίζοντας αυθαιρέτως το Δένδρο της Γνώσης και τους καρπούς του ως «Το Κακό», και τιμωρεί με βίαιο τρόπο τους παραβάτες. Ο απόλυτος νομοθέτης απαιτεί υπακοή (υποταγή) στους νόμους που αυτός και μόνον όρισε, όχι μια λογική επεξήγησή τους (η λογική άλλωστε θα οδηγούσε στην υπονόμευσή τους!). Οι Δέκα Εντολές αποτελούν ένα καλό παράδειγμα αυτής της (καθόλου αθώας) άκαμπτης λογικής της υποταγής σε απόλυτες έννοιες καλού και κακού όποιο και αν είναι το κοινωνικό πλαίσιο. Ου κλέψεις λέει η όγδοη εντολή. Αλλά, αλήθεια, ποιος έχει ανάγκη να κλέψει και γιατί; Ου φονεύσεις ορίζει η έκτη. Ωστόσο ο βιβλικός θεός δεν διστάζει να διατάζει (κατ’ εξακολούθηση μάλιστα…) τους εκλεκτούς του να προβαίνουν σε πράξεις γενοκτονίας απέναντι στις φυλές της «γης της επαγγελίας» που δεν τον λατρεύουν ως τον μόνο θεό (ξανά η υποταγή ως ύψιστο ζητούμενο). Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστί λέει η δέκατη. Αλλά γιατί αυτό είναι κακό, ιδιαίτερα όταν ο πλησίον σου είναι πλούσιος και άρχοντας ενώ εσύ πάμφτωχος και δούλος;
Πρόδηλες είναι επίσης οι συντηρητικές κοινωνικά συνέπειες που μια τέτοια οπτική συνεπάγεται όταν μεταφράζεται από το θρησκευτικό στο κοινωνικό επίπεδο. Υπάρχει ο νόμος που ορίζει τι είναι καλό και τι κακό. Τιμωρεί με αυστηρές ποινές όσους παραβαίνουν τον νόμο (διαπράττοντας έτσι το «κακό»). Για το νόμο δεν έχει καμιά σημασία ποιος παραβαίνει το νόμο και για ποιο λόγο (άρνηση να εξεταστεί ένα γεγονός στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο του): το κρίσιμο είναι ο νόμος και η απόλυτη ιδέα του καλού που αυτός φέρει. Στου Άθλιους του Ουγκώ ο ήρωας ρίχνεται στα κάτεργα γιατί έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί. Στις ΗΠΑ σήμερα εκτελούνται άνθρωποι που είναι διανοητικά καθυστερημένοι και διέπραξαν φόνο. Τα εκατομμύρια των αστέγων θεωρείται ότι δικαίως βρίσκονται στο δρόμο διότι “όπως έστρωσες θα κοιμηθείς”, αποκαλύπτοντας το νόημα μιας άκαμπτης ηθικής:
Στον τρομερό της μύλο όλα αλέθονται, ακόμα και οι άνθρωποι, και στο τέλος τους ξερνάει σαν ανθρώπινο εμετό…
Επειδή ακριβώς αυτή η οπτική περί της απόλυτης ισχύος του «καλού και κακού» είναι εξόφθαλμα συντηρητική (δηλαδή προς το συμφέρον των ισχυρών αυτού το κόσμου), αποτελούσε πάντοτε, από την αρχή της ιστορίας των ιδεών, ένα όριο, σχημάτιζε μια διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους ριζοσπάστες. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα ο Σωκράτης ρωτά τον σοφιστή Θρασύμαχο αν υπάρχει το απόλυτο (γενικό για όλους τους πολίτες) καλό και κακό για να εισπράξει την απάντηση που αντηχεί στους αιώνες: «Καλό και αγαθό είναι πάντοτε το δίκαιο του ισχυρότερου»!
Είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι ο Θρασύμαχος δεν επικροτεί ως «ηθικά ορθή» αυτή του τη διαπίστωση. Από μας επιζητεί με αυτή του τη διαπίστωση, να δούμε τον κόσμο που μας περιβάλει, και τις ιδέες που κυκλοφορούν σε αυτόν, με λογική ψυχρότητα, να τον κατανοήσουμε, αν επιθυμούμε να τον αλλάξουμε. Και πράγματι, αν κάποιος θέλει πραγματικά να απελευθερωθεί από τυράννους, από προκαταλήψεις που τον υποδουλώνουν, είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσει ότι οι κυρίαρχοι αυτού του κόσμου δεν άρχουν μόνο με το μαστίγιο, αλλά και με τις ιδέες. Βαφτίζουν «καλό και ηθικό» αυτό που τους βολεύει για να συνεχίσουν να είναι κυρίαρχοι (πχ οι Δέκα Εντολές που προαναφέρθηκαν). Τους βολεύει επίσης αυτές οι ιδέες του «καλού και του κακού» να περάσουν στα μυαλά των ανθρώπων, όχι ως εμφυτευμένες από τους κυρίαρχους, αλλά ως δικές τους επιλογές, γιατί με αυτόν τον τρόπο η υποταγή γίνεται πιο στέρεη, θα διαρκέσει περισσότερο στον χρόνο.
Κλασσικό παράδειγμα ριζοσπαστικού λόγου είναι ο Ηγεμόνας του Μακιαβέλι. Σε αυτό ο μεγάλος Φλωρεντιανός περιγράφει πως οι ηγεμόνες αυτού του κόσμου χρησιμοποιούν αδίστακτα τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις απολυτοποιημένες, αφηρημένες εικόνες περί καλού και κακού για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και μόνο. Επειδή ακριβώς το κείμενο είναι ριζοσπαστικό, οι άρχουσες τάξεις φρόντισαν να δυσφημίσουν τον Μακιαβέλι ταυτίζοντας το όνομά του με έναν προσβλητικό όρο, τον μακιαβελισμό. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που εκπλήσσονται όταν πληροφορούνται ότι ο Μακιαβέλι ήταν ριζοσπαστικός δημοκράτης και ο στόχος του ήταν η αφύπνιση του κόσμου (το τέλος των αυταπατών του).
Ο Σέξπιρ στο Ριχάρδος Β’ βάζει τον βασιλιά να λέει:
“Η ηθική είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν οι δειλοί για να μας φοβίσουν. Ας είναι τα μπράτσα μας η ηθική μας, τα ξίφη μας ο νόμος!”.
Αυτό που θέλει να μας πει ο Σέξπιρ είναι ότι σε αυτόν τον κόσμο, το τι είναι ηθικό ή ανήθικο είναι ζήτημα δύναμης, επιβολής μιας συγκεκριμένης άποψης έναντι κάποιας άλλης. Και ότι αυτό δεν είναι μια αφηρημένη διαπάλη ιδεών, αλλά μια πραγματική πάλη συμφερόντων ανάμεσα σε άτομα που αποτελούν μέλη κοινωνικών ομάδων, τάξεων.
Ασφαλώς, οι άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει αντικειμενικά καλό και κακό, ότι αυτό αποτελεί την ουσία της ηθικής, πιστεύουν ταυτόχρονα (τουλάχιστον η πλειοψηφία) ότι η εκκλησία, η εξουσία, οι πλούσιοι, είναι υποκριτές. Ότι δηλαδή, είτε δεν έχουν τις “πραγματικές” ηθικές αξίες είτε τις “πιστεύουν” πλασματικά. Ωστόσο μια τέτοια άποψη αποτυγχάνει να εξηγήσει πειστικά τι ακριβώς σημαίνει “πραγματικές ηθικές αξίες”, και επιπλέον, γιατί αυτές παραβιάζονται μονίμως στον πραγματικό κόσμο. Χειρότερα: αυτή η άποψη χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το “πραγματικά” ηθικό άτομο “πράττει το καλό” ανεξάρτητα αν η πράξη του μπορεί να στραφεί εναντίον του. Έτσι ωστόσο, χάνεται οποιαδήποτε αντικειμενική βάση της ηθικής και επομένως η πιθανότητα να αποτελέσει τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Επιπλέον το “κάνε το καλό και ρίχτω στο γιαλό” το ισχυρίζεται η χριστιανική ηθική (δηλαδή η ηθική των κυρίαρχων αυτού του κόσμου): θα ανταμειφτείς αλλά… στον άλλο κόσμο!
Υπάρχει μια άλλη αντίληψη της ηθικής, κοινωνικά ριζοσπαστικής, που την πλήρη της ανάπτυξη την βρίσκουμε στον Σπινόζα στο περίφημο βιβλίο του Ηθική και που την ανανέωσή της τη βρίσκουμε στη ριζοσπαστική σκέψη της δεκαετίας του 1960 και ιδιαίτερα στους Αλτουσέρ, Φουκό. Για τον Σπινόζα οι ιδέες, και επομένως και η ηθική, δεν αποτελούν αυτόνομα όντα, αυτόνομες “ουσίες” που υπάρχουν αιώνια πέραν της ιστορίας των ανθρώπων, των πράξεών τους, της κοινωνίας τους. Οι ιδέες, και η ηθική, εκφράζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων (και των τάξεων) που υπάρχουν σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή. Το ποιες ιδέες κυριαρχούν στα μυαλά των ανθρώπων κάθε ιστορική στιγμή, είναι ζήτημα συσχετισμού δύναμης ,ποιοι κατόρθωσαν (και γιατί) να επιβάλουν με τη δύναμή τους αυτές τις ιδέες σε βάρος κάποιων άλλων ιδεών.
Έτσι, για παράδειγμα, στη αρχαιότητα η δουλεία θεωρείτο φυσικό γεγονός, σε (κυριολεκτικά) ελάχιστους ελεύθερους πολίτες προκαλούσε απέχθεια το γεγονός. Το γεγονός εκφράζει τη κοινωνική κυριαρχία των δουλοκτητών (μεγάλων και μικρών) και των συμφερόντων τους στις αρχαίες κοινωνίες και όχι κάποια αφηρημένη ηθική καθυστέρηση. Σήμερα θεωρείται απολύτως ηθικό κάποιος να έχει αμύθητη περιουσία ενώ εκατομμύρια άλλοι να είναι άστεγοι ή φτωχοί που βρίσκονται στο όριο της επιβίωσης. Το ποια ηθικά πρότυπα προβάλλει μια κοινωνία είναι αποτέλεσμα του συσχετισμού δύναμης στην πραγματική κοινωνία, τι μερίδιο εξουσίας κατέχουν (ή δεν κατέχουν) σε κοινωνικό επίπεδο οι δούλοι ή οι εργαζόμενοι σε σχέση με τους δουλοκτήτες ή τους κεφαλαιοκράτες.
Αν ο Σπινόζα έμενε εκεί δεν θα είχε η σκέψη του κάτι ιδιαιτέρως πρωτότυπο (τα ίδια πάνω κάτω έλεγαν από τον Θρασύμαχο μέχρι τον Μακιαβέλι και τον Σέξπιρ). Ο Σπινόζα προχωρεί ένα βήμα παραπέρα σε αυτό που μια επιπόλαιη ματιά (από κάποιον που δεν γνωρίζει τη συνολική του σκέψη) θα θεωρούσε την πλήρη σχετικοποίηση της ηθικής, αυτής καθαυτής:
“Το καλό και το κακό δεν δηλώνουν τίποτα το θετικό στα πράγματα. Δεν είναι τίποτα άλλο… παρά τρόποι της σκέψης, έννοιες που σχηματίζουμε ενόσω συγκρίνουμε τα πράγματα μεταξύ τους. Διότι ένα και το αυτό πράγμα μπορεί να είναι ταυτόχρονα και καλό και κακό και, επίσης, αδιάφορο. Π.χ. Η μουσική είναι καλή για τον μελαγχολικό, κακή για τον πενθούντα, ενώ για τον κουφό δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή”.
Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τον Σπινόζα είναι η κατάρριψη της ιουδαιοχριστινικής ηθικής, μιας ηθικής της υποταγής στα θέσφατα της εξουσίας, που για αυτό το λόγο ο Σπινόζα την αποκαλεί, προκλητικά, ηθική της ανηθικότητας.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να επιβάλει την “αντικειμενικά σωστή ηθική” (ούτε ο θεός) απομένουν μόνο οι άνθρωποι, οι πράξεις τους, η κοινωνία τους, που δομούν κάθε φορά την ηθική της εποχής τους. Είναι λοιπόν καθήκον (και έργο) αυτών των ανθρώπων για τον Σπινόζα, η ηθική της κοινωνίας τους να αντανακλά τις ανάγκες “του πλήθους”, των πολλών, και όχι μιας μικρής μειοψηφίας.
Η προσπάθειά του είναι ακριβώς η μη σχετικοποίηση της ηθικής. Επιθυμεί να δομήσει μια αντικειμενική ηθική όχι στη βάση “αιώνιων αληθειών” ούτε μια κανονιστική ηθική (επί τη βάση δηλαδή άκαμπτων κανόνων -εντολών). Αλλά στη βάση του ανθρώπου ως “φυσικού όντος” και “του πλήθους”.
Σε αυτή την προσπάθεια εισάγει στην φιλοσοφία την έννοια της εμμένειας. Κάθε ζωντανός οργανισμός εμμένει στο Είναι του (εμμονή στο Είναι), προσπαθεί δηλαδή να πραγματοποιήσει στον πραγματικό, υλικό κόσμο, τις δυνατότητες της ίδιας του τη ύπαρξης. Να επιβιώσει, να τραφεί, να ζήσει, θα λέγαμε σχηματικά, αξιοπρεπώς το βίο που του αναλογεί ως ζωντανός οργανισμός που υφίσταται στον κόσμο, να χαρεί τη ζωή του, το σεξ, το ποτό, το δικαίωμα του στη γνώση, όλες τις απολαύσεις που δικαιούται ως υλικό, βιολογικό ον. Οποιοσδήποτε του στερεί αυτές τις δυνατότητες αποτελεί, γι’ αυτό το συγκεκριμένο ον, Το Κακό (χωρίς εισαγωγικά) γιατί του στερεί τα δικαιώματα του ως φυσικού όντος. Αντίθετα με την χριστιανική ηθική της υποταγής (και της άρνησης των υλικών-σαρκικών απολαύσεων) ο Σπινόζα θεωρεί ότι το ον που του αρνούνται την εμμονή στο Είναι έχει κάθε δικαίωμα στην εξέγερση, στην επανάσταση.
Η ηθική κατά τον Σπινόζα πρέπει να έχει σαν στόχο την προώθηση της εμμονής στο Είναι και όχι το αντίθετο. Επομένως στον Σπινόζα δεν τίθεται ζήτημα να πράττει κάποιος σε βάρος του εαυτού του είτε αποδεχόμενος αδιαμαρτύρητα την καταπίεση είτε παραχωρώντας (εκχωρώντας) δικαιώματά του σε άλλους (και στις δυο περιπτώσεις “παραιτείται” από το δικαίωμα του να είναι άνθρωπος κατά τον Σπινόζα). Στην ηθική του Σπινόζα δεν υπάρχει χώρος για το “σφάξε με αγά μου να αγιάσω”. Αυτό ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν δομεί μια ηθική εγωιστική, όπου αυτό που κάποιος θεωρεί δίκαιο το επιβάλλει ενάντια στην πλειοψηφία των συνανθρώπων του. Αντίθετα, η εμμονή στο Είναι αφορά το σύνολο των ανθρώπων , όχι μια μειοψηφία. Για τον Σπινόζα αποτελεί ευθύνη της κοινωνίας όλα τα άτομα που την αποτελούν να μπορούν να πραγματοποιήσουν τις δυνατότητές τους. Η μη πραγματοποίηση μιας επιθυμίας ενός ατόμου είναι αποδεκτή μόνο στη βάση ότι η πλειοψηφία διαφωνεί με αυτήν και το εκφράζει με απολύτως διαφανή, δημοκρατικό τρόπο. Επειδή ακριβώς ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο (“πολιτικό ζώο” κατά τον Αριστοτέλη) δεν μπορεί δηλαδή να πραγματοποιήσει τις δυνατότητές του παρά μόνο εντός της κοινωνίας, το άτομο που του απαγορεύεται μια επιθυμία από την πλειοψηφία, θα το αποδεχτεί αν η κοινωνία του επιτρέπει να πραγματοποιεί τις βασικές του ανάγκες και δυνατότητες.
Κάποιος θα μπορούσε να αντιτάξει ότι πρόκειται για ουτοπία ή για μια επίσης, έστω ιδιαίτερης μορφής, κανονιστική ηθική. Ο Σπινόζα είχε πλήρη επίγνωση ότι και η Ηθική του αποτελεί ενέργημα του νου, αποτέλεσμα στοχασμού, δεν αποτελεί “αντικειμενικό θέσφατο”. Ωστόσο οι ιδέες μπορούν να μετατραπούν σε υλική δύναμη, να αποτελέσουν μοχλό αλλαγής της κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να αντικειμενικοποιηθούν, δηλαδή από απλές ιδέες να μετατραπούν, μέσω της ανθρώπινης δράσης, σε πράξεις, σε κοινωνικές πρακτικές και θεσμούς. Γι’ αυτό το λόγο ο Σπινόζα συμμετείχε ενεργά στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του στηρίζοντας τις πιο ακραίες δημοκρατικές δυνάμεις της τότε Ολλανδίας.
Συνοπτικά λοιπόν: δεν υφίσταται κανενός είδους “αντικειμενικό” καλό ή κακό, όπως δεν υπάρχει κανενός είδους “αντικειμενική πραγματικότητα”. Όλα είναι ζήτημα οπτικής και ερμηνείας, πάνω απ’ όλα κοινωνικής οπτικής και ερμηνείας. Ωστόσο το τελευταίο δεν είναι αυθαίρετο, καπρίτσιο του καθενός και της καθεμιάς: αποτελεί παράγωγο του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης. Για τον κεφαλαιοκράτη ο καπιταλισμός αποτελεί το τέλειο σύστημα ή περίπου (και δικαίως για τον ίδιο και τους ομοίους του). Αυτήν του την άποψη μπορεί να την επιβάλει στην κοινωνία, έχει τη δύναμη να την μετατρέψει σε κοινωνικό καθεστώς. Με αυτόν τον τρόπο το “αντικειμενικό” γίνεται πράγματι αντικειμενικό, δηλαδή πραγματοποιείται στον υλικό κόσμο, γίνεται κοινοβούλιο, στρατός αστυνομία, θεσμός. Αν “το πλήθος” διαφωνεί (και καλά θα έκανε να διαφωνεί για τα συμφέροντά του) τότε…. ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα! Θα πρέπει να αποδείξει στον πραγματικό, υλικό κόσμο, ότι έχει τη δύναμη να αλλάξει τους συσχετισμούς. Η ελευθερία απαιτεί την απαλλαγή από ψευδαισθήσεις και ονειροπολήσεις, απαιτεί δράση!
Άγγελος Κ.
Πηγή: www.aformi.gr
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας αυτής της λογικής είναι πρόδηλος:
Εάν υφίσταται μια απόλυτη έννοια του καλού και του κακού που δεν προκύπτει από την ανθρώπινη ιστορική εμπειρία (η οποία , εκ των πραγμάτων, είναι ρευστή, διαρκώς μεταβαλλόμενη στο χρόνο), αλλά είναι με κάποιο τρόπο «εμφυτευμένη» άπαξ δια παντός στα πράγματα, τότε χρειάζεται ένας απόλυτος νομοθέτης που αυτός να ορίζει το καλό και το κακό. Στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση αυτός είναι ο ένας και μοναδικός και πανίσχυρος Θεός. Αυτός νομοθετεί το καλό και το κακό, ορίζοντας αυθαιρέτως το Δένδρο της Γνώσης και τους καρπούς του ως «Το Κακό», και τιμωρεί με βίαιο τρόπο τους παραβάτες. Ο απόλυτος νομοθέτης απαιτεί υπακοή (υποταγή) στους νόμους που αυτός και μόνον όρισε, όχι μια λογική επεξήγησή τους (η λογική άλλωστε θα οδηγούσε στην υπονόμευσή τους!). Οι Δέκα Εντολές αποτελούν ένα καλό παράδειγμα αυτής της (καθόλου αθώας) άκαμπτης λογικής της υποταγής σε απόλυτες έννοιες καλού και κακού όποιο και αν είναι το κοινωνικό πλαίσιο. Ου κλέψεις λέει η όγδοη εντολή. Αλλά, αλήθεια, ποιος έχει ανάγκη να κλέψει και γιατί; Ου φονεύσεις ορίζει η έκτη. Ωστόσο ο βιβλικός θεός δεν διστάζει να διατάζει (κατ’ εξακολούθηση μάλιστα…) τους εκλεκτούς του να προβαίνουν σε πράξεις γενοκτονίας απέναντι στις φυλές της «γης της επαγγελίας» που δεν τον λατρεύουν ως τον μόνο θεό (ξανά η υποταγή ως ύψιστο ζητούμενο). Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστί λέει η δέκατη. Αλλά γιατί αυτό είναι κακό, ιδιαίτερα όταν ο πλησίον σου είναι πλούσιος και άρχοντας ενώ εσύ πάμφτωχος και δούλος;
Πρόδηλες είναι επίσης οι συντηρητικές κοινωνικά συνέπειες που μια τέτοια οπτική συνεπάγεται όταν μεταφράζεται από το θρησκευτικό στο κοινωνικό επίπεδο. Υπάρχει ο νόμος που ορίζει τι είναι καλό και τι κακό. Τιμωρεί με αυστηρές ποινές όσους παραβαίνουν τον νόμο (διαπράττοντας έτσι το «κακό»). Για το νόμο δεν έχει καμιά σημασία ποιος παραβαίνει το νόμο και για ποιο λόγο (άρνηση να εξεταστεί ένα γεγονός στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο του): το κρίσιμο είναι ο νόμος και η απόλυτη ιδέα του καλού που αυτός φέρει. Στου Άθλιους του Ουγκώ ο ήρωας ρίχνεται στα κάτεργα γιατί έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί. Στις ΗΠΑ σήμερα εκτελούνται άνθρωποι που είναι διανοητικά καθυστερημένοι και διέπραξαν φόνο. Τα εκατομμύρια των αστέγων θεωρείται ότι δικαίως βρίσκονται στο δρόμο διότι “όπως έστρωσες θα κοιμηθείς”, αποκαλύπτοντας το νόημα μιας άκαμπτης ηθικής:
Στον τρομερό της μύλο όλα αλέθονται, ακόμα και οι άνθρωποι, και στο τέλος τους ξερνάει σαν ανθρώπινο εμετό…
Επειδή ακριβώς αυτή η οπτική περί της απόλυτης ισχύος του «καλού και κακού» είναι εξόφθαλμα συντηρητική (δηλαδή προς το συμφέρον των ισχυρών αυτού το κόσμου), αποτελούσε πάντοτε, από την αρχή της ιστορίας των ιδεών, ένα όριο, σχημάτιζε μια διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους ριζοσπάστες. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα ο Σωκράτης ρωτά τον σοφιστή Θρασύμαχο αν υπάρχει το απόλυτο (γενικό για όλους τους πολίτες) καλό και κακό για να εισπράξει την απάντηση που αντηχεί στους αιώνες: «Καλό και αγαθό είναι πάντοτε το δίκαιο του ισχυρότερου»!
Είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι ο Θρασύμαχος δεν επικροτεί ως «ηθικά ορθή» αυτή του τη διαπίστωση. Από μας επιζητεί με αυτή του τη διαπίστωση, να δούμε τον κόσμο που μας περιβάλει, και τις ιδέες που κυκλοφορούν σε αυτόν, με λογική ψυχρότητα, να τον κατανοήσουμε, αν επιθυμούμε να τον αλλάξουμε. Και πράγματι, αν κάποιος θέλει πραγματικά να απελευθερωθεί από τυράννους, από προκαταλήψεις που τον υποδουλώνουν, είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσει ότι οι κυρίαρχοι αυτού του κόσμου δεν άρχουν μόνο με το μαστίγιο, αλλά και με τις ιδέες. Βαφτίζουν «καλό και ηθικό» αυτό που τους βολεύει για να συνεχίσουν να είναι κυρίαρχοι (πχ οι Δέκα Εντολές που προαναφέρθηκαν). Τους βολεύει επίσης αυτές οι ιδέες του «καλού και του κακού» να περάσουν στα μυαλά των ανθρώπων, όχι ως εμφυτευμένες από τους κυρίαρχους, αλλά ως δικές τους επιλογές, γιατί με αυτόν τον τρόπο η υποταγή γίνεται πιο στέρεη, θα διαρκέσει περισσότερο στον χρόνο.
Κλασσικό παράδειγμα ριζοσπαστικού λόγου είναι ο Ηγεμόνας του Μακιαβέλι. Σε αυτό ο μεγάλος Φλωρεντιανός περιγράφει πως οι ηγεμόνες αυτού του κόσμου χρησιμοποιούν αδίστακτα τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις απολυτοποιημένες, αφηρημένες εικόνες περί καλού και κακού για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και μόνο. Επειδή ακριβώς το κείμενο είναι ριζοσπαστικό, οι άρχουσες τάξεις φρόντισαν να δυσφημίσουν τον Μακιαβέλι ταυτίζοντας το όνομά του με έναν προσβλητικό όρο, τον μακιαβελισμό. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που εκπλήσσονται όταν πληροφορούνται ότι ο Μακιαβέλι ήταν ριζοσπαστικός δημοκράτης και ο στόχος του ήταν η αφύπνιση του κόσμου (το τέλος των αυταπατών του).
Ο Σέξπιρ στο Ριχάρδος Β’ βάζει τον βασιλιά να λέει:
“Η ηθική είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν οι δειλοί για να μας φοβίσουν. Ας είναι τα μπράτσα μας η ηθική μας, τα ξίφη μας ο νόμος!”.
Αυτό που θέλει να μας πει ο Σέξπιρ είναι ότι σε αυτόν τον κόσμο, το τι είναι ηθικό ή ανήθικο είναι ζήτημα δύναμης, επιβολής μιας συγκεκριμένης άποψης έναντι κάποιας άλλης. Και ότι αυτό δεν είναι μια αφηρημένη διαπάλη ιδεών, αλλά μια πραγματική πάλη συμφερόντων ανάμεσα σε άτομα που αποτελούν μέλη κοινωνικών ομάδων, τάξεων.
Ασφαλώς, οι άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει αντικειμενικά καλό και κακό, ότι αυτό αποτελεί την ουσία της ηθικής, πιστεύουν ταυτόχρονα (τουλάχιστον η πλειοψηφία) ότι η εκκλησία, η εξουσία, οι πλούσιοι, είναι υποκριτές. Ότι δηλαδή, είτε δεν έχουν τις “πραγματικές” ηθικές αξίες είτε τις “πιστεύουν” πλασματικά. Ωστόσο μια τέτοια άποψη αποτυγχάνει να εξηγήσει πειστικά τι ακριβώς σημαίνει “πραγματικές ηθικές αξίες”, και επιπλέον, γιατί αυτές παραβιάζονται μονίμως στον πραγματικό κόσμο. Χειρότερα: αυτή η άποψη χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το “πραγματικά” ηθικό άτομο “πράττει το καλό” ανεξάρτητα αν η πράξη του μπορεί να στραφεί εναντίον του. Έτσι ωστόσο, χάνεται οποιαδήποτε αντικειμενική βάση της ηθικής και επομένως η πιθανότητα να αποτελέσει τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Επιπλέον το “κάνε το καλό και ρίχτω στο γιαλό” το ισχυρίζεται η χριστιανική ηθική (δηλαδή η ηθική των κυρίαρχων αυτού του κόσμου): θα ανταμειφτείς αλλά… στον άλλο κόσμο!
Υπάρχει μια άλλη αντίληψη της ηθικής, κοινωνικά ριζοσπαστικής, που την πλήρη της ανάπτυξη την βρίσκουμε στον Σπινόζα στο περίφημο βιβλίο του Ηθική και που την ανανέωσή της τη βρίσκουμε στη ριζοσπαστική σκέψη της δεκαετίας του 1960 και ιδιαίτερα στους Αλτουσέρ, Φουκό. Για τον Σπινόζα οι ιδέες, και επομένως και η ηθική, δεν αποτελούν αυτόνομα όντα, αυτόνομες “ουσίες” που υπάρχουν αιώνια πέραν της ιστορίας των ανθρώπων, των πράξεών τους, της κοινωνίας τους. Οι ιδέες, και η ηθική, εκφράζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων (και των τάξεων) που υπάρχουν σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή. Το ποιες ιδέες κυριαρχούν στα μυαλά των ανθρώπων κάθε ιστορική στιγμή, είναι ζήτημα συσχετισμού δύναμης ,ποιοι κατόρθωσαν (και γιατί) να επιβάλουν με τη δύναμή τους αυτές τις ιδέες σε βάρος κάποιων άλλων ιδεών.
Έτσι, για παράδειγμα, στη αρχαιότητα η δουλεία θεωρείτο φυσικό γεγονός, σε (κυριολεκτικά) ελάχιστους ελεύθερους πολίτες προκαλούσε απέχθεια το γεγονός. Το γεγονός εκφράζει τη κοινωνική κυριαρχία των δουλοκτητών (μεγάλων και μικρών) και των συμφερόντων τους στις αρχαίες κοινωνίες και όχι κάποια αφηρημένη ηθική καθυστέρηση. Σήμερα θεωρείται απολύτως ηθικό κάποιος να έχει αμύθητη περιουσία ενώ εκατομμύρια άλλοι να είναι άστεγοι ή φτωχοί που βρίσκονται στο όριο της επιβίωσης. Το ποια ηθικά πρότυπα προβάλλει μια κοινωνία είναι αποτέλεσμα του συσχετισμού δύναμης στην πραγματική κοινωνία, τι μερίδιο εξουσίας κατέχουν (ή δεν κατέχουν) σε κοινωνικό επίπεδο οι δούλοι ή οι εργαζόμενοι σε σχέση με τους δουλοκτήτες ή τους κεφαλαιοκράτες.
Αν ο Σπινόζα έμενε εκεί δεν θα είχε η σκέψη του κάτι ιδιαιτέρως πρωτότυπο (τα ίδια πάνω κάτω έλεγαν από τον Θρασύμαχο μέχρι τον Μακιαβέλι και τον Σέξπιρ). Ο Σπινόζα προχωρεί ένα βήμα παραπέρα σε αυτό που μια επιπόλαιη ματιά (από κάποιον που δεν γνωρίζει τη συνολική του σκέψη) θα θεωρούσε την πλήρη σχετικοποίηση της ηθικής, αυτής καθαυτής:
“Το καλό και το κακό δεν δηλώνουν τίποτα το θετικό στα πράγματα. Δεν είναι τίποτα άλλο… παρά τρόποι της σκέψης, έννοιες που σχηματίζουμε ενόσω συγκρίνουμε τα πράγματα μεταξύ τους. Διότι ένα και το αυτό πράγμα μπορεί να είναι ταυτόχρονα και καλό και κακό και, επίσης, αδιάφορο. Π.χ. Η μουσική είναι καλή για τον μελαγχολικό, κακή για τον πενθούντα, ενώ για τον κουφό δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή”.
Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τον Σπινόζα είναι η κατάρριψη της ιουδαιοχριστινικής ηθικής, μιας ηθικής της υποταγής στα θέσφατα της εξουσίας, που για αυτό το λόγο ο Σπινόζα την αποκαλεί, προκλητικά, ηθική της ανηθικότητας.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να επιβάλει την “αντικειμενικά σωστή ηθική” (ούτε ο θεός) απομένουν μόνο οι άνθρωποι, οι πράξεις τους, η κοινωνία τους, που δομούν κάθε φορά την ηθική της εποχής τους. Είναι λοιπόν καθήκον (και έργο) αυτών των ανθρώπων για τον Σπινόζα, η ηθική της κοινωνίας τους να αντανακλά τις ανάγκες “του πλήθους”, των πολλών, και όχι μιας μικρής μειοψηφίας.
Η προσπάθειά του είναι ακριβώς η μη σχετικοποίηση της ηθικής. Επιθυμεί να δομήσει μια αντικειμενική ηθική όχι στη βάση “αιώνιων αληθειών” ούτε μια κανονιστική ηθική (επί τη βάση δηλαδή άκαμπτων κανόνων -εντολών). Αλλά στη βάση του ανθρώπου ως “φυσικού όντος” και “του πλήθους”.
Σε αυτή την προσπάθεια εισάγει στην φιλοσοφία την έννοια της εμμένειας. Κάθε ζωντανός οργανισμός εμμένει στο Είναι του (εμμονή στο Είναι), προσπαθεί δηλαδή να πραγματοποιήσει στον πραγματικό, υλικό κόσμο, τις δυνατότητες της ίδιας του τη ύπαρξης. Να επιβιώσει, να τραφεί, να ζήσει, θα λέγαμε σχηματικά, αξιοπρεπώς το βίο που του αναλογεί ως ζωντανός οργανισμός που υφίσταται στον κόσμο, να χαρεί τη ζωή του, το σεξ, το ποτό, το δικαίωμα του στη γνώση, όλες τις απολαύσεις που δικαιούται ως υλικό, βιολογικό ον. Οποιοσδήποτε του στερεί αυτές τις δυνατότητες αποτελεί, γι’ αυτό το συγκεκριμένο ον, Το Κακό (χωρίς εισαγωγικά) γιατί του στερεί τα δικαιώματα του ως φυσικού όντος. Αντίθετα με την χριστιανική ηθική της υποταγής (και της άρνησης των υλικών-σαρκικών απολαύσεων) ο Σπινόζα θεωρεί ότι το ον που του αρνούνται την εμμονή στο Είναι έχει κάθε δικαίωμα στην εξέγερση, στην επανάσταση.
Η ηθική κατά τον Σπινόζα πρέπει να έχει σαν στόχο την προώθηση της εμμονής στο Είναι και όχι το αντίθετο. Επομένως στον Σπινόζα δεν τίθεται ζήτημα να πράττει κάποιος σε βάρος του εαυτού του είτε αποδεχόμενος αδιαμαρτύρητα την καταπίεση είτε παραχωρώντας (εκχωρώντας) δικαιώματά του σε άλλους (και στις δυο περιπτώσεις “παραιτείται” από το δικαίωμα του να είναι άνθρωπος κατά τον Σπινόζα). Στην ηθική του Σπινόζα δεν υπάρχει χώρος για το “σφάξε με αγά μου να αγιάσω”. Αυτό ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν δομεί μια ηθική εγωιστική, όπου αυτό που κάποιος θεωρεί δίκαιο το επιβάλλει ενάντια στην πλειοψηφία των συνανθρώπων του. Αντίθετα, η εμμονή στο Είναι αφορά το σύνολο των ανθρώπων , όχι μια μειοψηφία. Για τον Σπινόζα αποτελεί ευθύνη της κοινωνίας όλα τα άτομα που την αποτελούν να μπορούν να πραγματοποιήσουν τις δυνατότητές τους. Η μη πραγματοποίηση μιας επιθυμίας ενός ατόμου είναι αποδεκτή μόνο στη βάση ότι η πλειοψηφία διαφωνεί με αυτήν και το εκφράζει με απολύτως διαφανή, δημοκρατικό τρόπο. Επειδή ακριβώς ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο (“πολιτικό ζώο” κατά τον Αριστοτέλη) δεν μπορεί δηλαδή να πραγματοποιήσει τις δυνατότητές του παρά μόνο εντός της κοινωνίας, το άτομο που του απαγορεύεται μια επιθυμία από την πλειοψηφία, θα το αποδεχτεί αν η κοινωνία του επιτρέπει να πραγματοποιεί τις βασικές του ανάγκες και δυνατότητες.
Κάποιος θα μπορούσε να αντιτάξει ότι πρόκειται για ουτοπία ή για μια επίσης, έστω ιδιαίτερης μορφής, κανονιστική ηθική. Ο Σπινόζα είχε πλήρη επίγνωση ότι και η Ηθική του αποτελεί ενέργημα του νου, αποτέλεσμα στοχασμού, δεν αποτελεί “αντικειμενικό θέσφατο”. Ωστόσο οι ιδέες μπορούν να μετατραπούν σε υλική δύναμη, να αποτελέσουν μοχλό αλλαγής της κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να αντικειμενικοποιηθούν, δηλαδή από απλές ιδέες να μετατραπούν, μέσω της ανθρώπινης δράσης, σε πράξεις, σε κοινωνικές πρακτικές και θεσμούς. Γι’ αυτό το λόγο ο Σπινόζα συμμετείχε ενεργά στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του στηρίζοντας τις πιο ακραίες δημοκρατικές δυνάμεις της τότε Ολλανδίας.
Συνοπτικά λοιπόν: δεν υφίσταται κανενός είδους “αντικειμενικό” καλό ή κακό, όπως δεν υπάρχει κανενός είδους “αντικειμενική πραγματικότητα”. Όλα είναι ζήτημα οπτικής και ερμηνείας, πάνω απ’ όλα κοινωνικής οπτικής και ερμηνείας. Ωστόσο το τελευταίο δεν είναι αυθαίρετο, καπρίτσιο του καθενός και της καθεμιάς: αποτελεί παράγωγο του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης. Για τον κεφαλαιοκράτη ο καπιταλισμός αποτελεί το τέλειο σύστημα ή περίπου (και δικαίως για τον ίδιο και τους ομοίους του). Αυτήν του την άποψη μπορεί να την επιβάλει στην κοινωνία, έχει τη δύναμη να την μετατρέψει σε κοινωνικό καθεστώς. Με αυτόν τον τρόπο το “αντικειμενικό” γίνεται πράγματι αντικειμενικό, δηλαδή πραγματοποιείται στον υλικό κόσμο, γίνεται κοινοβούλιο, στρατός αστυνομία, θεσμός. Αν “το πλήθος” διαφωνεί (και καλά θα έκανε να διαφωνεί για τα συμφέροντά του) τότε…. ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα! Θα πρέπει να αποδείξει στον πραγματικό, υλικό κόσμο, ότι έχει τη δύναμη να αλλάξει τους συσχετισμούς. Η ελευθερία απαιτεί την απαλλαγή από ψευδαισθήσεις και ονειροπολήσεις, απαιτεί δράση!
Άγγελος Κ.
Πηγή: www.aformi.gr