Αναρχία και Μεταδομισμός

Posted: by παντιγέρα in
0
Μία συνέντευξη με τον Saul Newman στους Sureyyya Evren, Kursad Kiziltug, Erden Kosova
Μετάφραση – Επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

1.Πώς αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον σας σε σχέση με τον συνδυασμό μεταδομισμού και αναρχισμού; Και ποιες ήταν οι κύριες επιρροές σoυ από τον μεταμαρξισμό, τον Ernesto Laclau, τον Hakim Bey, τον Todd May ή άλλα έργα;

Ήμουν βασικά αναρχικός πριν ακόμα ξεκινήσω να ενδιαφέρομαι για τον μεταδομισμό. Προήλθα από τις μαρξιστικές και τροτσικστικές παραδόσεις και αφού απογοητεύτηκα με τον λανθάνων αυταρχισμό τους – την βασική τους ανικανότητα να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της κρατικής εξουσίας – άρχισα να ενδιαφέρομαι για τον αναρχισμό, κύρια ως κριτική του Μαρξισμού. Λίγο αργότερα ξεκίνησα να ενδιαφέρομαι για τη μεταδομιστική θεωρία – κυρίως τον Foucault και την κριτική του για την εξουσία. Η ανάλυση του Foucault για τα καθέκαστα της εξουσίας – οι πολλαπλές και κρυμμένες κυριαρχίες που πάνε πίσω από το οικοδόμημα της δημοκρατίας και του κυρίαρχου κράτους, μέσα σε θεσμούς όπως η φυλακή και τα άσυλα, και σε λόγους της γνώσης που συνήθως τους θεωρούμε πολιτικά ουδέτερους και αθώους – φαινόταν να είναι απίστευτα σχετική με τους σύγχρονους πολιτικούς κοινωνικούς αγώνες. Ήταν επίσης καθαρό ότι εδώ σιωπηρά υπήρχε μία δυνατή αντι-αυταρχική πολιτική ηθική, που επέκτεινε την κλασσική αναρχική κριτική της εξουσίας σε άλλους τόπους της κυριαρχίας, ενώ την ίδια στιγμή, έκανε την επιστημολογική βάση της κριτικής αυτής προβληματική, απορρίπτοντας τις υποθέσεις για την ανθρώπινη φύση και την ορθολογικότητα. Έτσι ενώ η πολιτική ηθική του Foucault έχει περιγραφεί ως “ελευθεριακή” ή “αναρχική”, είναι καθαρά ένας αναρχισμός διαφορετικού είδους, ένας που ξεγυμνώνει τα οντολογικά θεμέλια στον ανθρωπισμό και τον Διαφωτισμό.


‘Επειτα φαινόταν, ότι υπήρχε ένα είδος ανείπωτου διαλόγου, ή πιθανού διαλόγου – ανάμεσα στον αναρχισμό και τη μεταδομιστική θεωρία, και ότι το ένα είχε συνέπειες πάνω στο άλλο. Και έτσι φαινόταν λογικό να προσπαθήσω να τα διαβάσω μαζί – για να δω αν ήταν πιθανό να ξαναστοχαστώ τον αναρχισμό με ένα νέο φως, για να δω εάν μπορούσε να αναζωογονηθεί και να γίνει πιο σχετικός με τις σημερινές ριζοσπαστικές πολιτικές. Στην πραγματικότητα, όταν πρωτοξεκίνησα να ερευνώ το θέμα για το Διδακτορικό μου ένιωσα έκπληξη ότι υπήρχε στο πουθενά κάτι που να έχει γραφτεί εκτός από το σπερματικό βιβλίο του Todd May, το οποίο ήταν και μεγάλη επιρροή. Ο May έχει μία ελαφριά διαφορετική θεωρητική προσέγγιση από μένα, αλλά και οι δύο διαπιστώσαμε σημαντικά σημεία διασταύρωσης ανάμεσα στην κλασσική αναρχική σκέψη και τη σύγχρονη μεταδομιστική θεωρία – κύρια στην έμφαση τους στην αντι-αυταρχική και αντι-αντιπροσωπευτική πολιτική. Εκεί που απέκλινα από τον May είναι η στροφή μου από μία καθαρά μεταμοντέρνα “πολιτική της διαφοράς” σε μία περισσότερο Λακανική εστίαση στο Πραγματικό ως αυτό που εξαρθρώνεται και την ίδια στιγμή, θεσμίζει το υποκείμενο στην έλλειψη του/της. Κι εδώ το μεταμαρξιστικό πρόγραμμα των Laclau και Mouffe ήταν μία σημαντική αναφορά για εμένα. Φαινόταν ότι υπήρχε μία παραλληλότητα ανάμεσα στο μεταμαρξιστικό διάβασμα του Μαρξισμού από τον Laclau (μέσω των Lacan, Derrida, Wittgenstein, και φυσικά του Gramsci) και την μεταδομιστική επαναδιαμόρφωση του κλασσικού αναρχισμού. Και τα δύο σχέδια επιτέθηκαν στις ουσιοκρατικές έννοιες και τις διαλεκτικές αφηγήσεις που ήταν στην καρδιά αυτών των λόγων, και έδιναν έμφαση σε μία αντι-αυταρχική και αντιθεσμική και ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική. Υπήρχαν φυσικά και άλλες επιρροές όπως οι Zizek, Agamben, Badiou, σε κάποιο βαθμό, και ο Claude Lefort, ανάμεσα σε άλλους.

Την ίδια στιγμή, όμως οφείλουμε να αμφισβητήσουμς αυτή την ιδέα της “κοινωνίας” στην οποία έχει παραδοσιακά θεμελιωθεί ο κοινωνικός αναρχισμός. Η κοινωνία δεν μπορεί να ειδωθεί ως μία οργανική ολότητα που περιέχει μία έμφυτη ορθολογικότητα και κοινωνικότητα – όπως φανταζόταν οι Kropotkin και Bookchin. Μάλλον όπως ισχυρίζονται οι Laclau και Mouffe, η κοινωνία δεν είναι βάσιμο αντικείμενο λόγου. Με άλλα λόγια, πρέπει να θεωρείται ως ένα πεδίο ανταγωνιστικού λόγου που είναι ανοιχτό, δομικά ανολοκλήρωτο, και το οποίο δεν βασίζεται σε καμία ουσιοκρατική ορθολογική και ενοποιητική αρχή. Είναι ένα ανοιχτό πεδίο διαφορών που μπορεί να βοηθήσει στην άνοδο πολλαπλών και απρόβλεπτων πολιτικών διαμορφώσεων.

2.Ο Max Strirner είναι μία φιγούρα κλειδί στο έργο σου. Και βρίσκεις παράλληλες έννοιες ανάμεσα στον Στίρνερ και τους μεταδομιστές στοχαστές όπως οι Deleuze & Guattari, Foucault και Derrida. Βλέπεις επίσης μία γενεαλογική σχέση ανάμεσα τους;

Εάν με τον όρο γενεαλογική εννοείς ότι ο Stirner έχει άμεση επιρροή σε αυτούς τους στοχαστές, είναι απίθανο. Το σημείο της αναχώρησης τους είναι γενικά νιτσεϊκό, αν και ο Deleuze στο έργο του πάνω στον Nietzsche, κάνει μία εκτεταμένη αναφορά στον Stirner, που τον βλέπει ως μία σημαντική φιγούρα στη Μετα-Χεγκελιανή σκέψη και ως ένα είδος προδρόμου του Nietzsche. Σύμφωνα με τον Deleuze, το κεντρικό ερώτημα στον Stirner είναι “ποιος μιλάει” – με άλλα λόγια, τι συγκεκριμένα συμφέροντα και οπτικές έχει, και ποιοι μηχανισμοί κυριαρχίας, βρίσκονται πίσω από την καθολική ιδέα του Ανθρώπου. Με άλλα λόγια η αξία του Stirner ήταν η έκθεση αυτών των ιδεών ως ιδεολογικών – ως ιδέες που κάλυπταν μία συγκεκριμένη θέση εξουσίας. Έτσι με την έννοια της έκθεσης ενός συγκεκριμένου σημείου αναφοράς πίσω από το καθολικό, και την κυριαρχία που συνεπάγεται, ο Stirner μπορεί να ειδωθεί ότι εκτελεί μία παρόμοια γενεαλογική εγχειρηματοποίηση όπως και ο Nietzsche – διαλύοντας τις μεγάλες αφηγήσεις του Διαφωτισμού, και ξεμασκάρωντας τους βίαιους ανταγωνισμούς και ασυνέχειες που βρίσκονται από πίσω του. Παρά το γεγονός αυτό, ο Stirner έχει ξεχαστεί πολύ από τη σύγχρονη επιστημοσύνη – ή στην καλύτερη θεωρείται ως μία φτωχή σχέση του Nietzsche.

Έτσι βλέπω τον Stirner ως μία γονιμοποιό φιγούρα στη μεταδομική θεωρητική τροχιά, τόσο σημαντική όσο και του Nietzsche. Στην κριτική του στον Feuerbach και τον Hegel, ο Stirner εισαγάγει ένα είδος “επιστημολογικής ρήξης” στον Διαφωτισμό και τον ανθρωπισμό. Εκθέτει ότι η ιδέα του Ανθρώπου είναι απλά ο Θεός επανεπινοημένος – μόλις θεωρήσαμε ότι απαλαγήκαμε από την Χριστιανική ψευδαίσθηση, την επανεισαγάγαμε με την μορφή του ανθρωπισμού. Έτσι για τον Stirner, ο Άνθρωπος είναι μία ιδεολογική κατασκευή ή “φάντασμα”, κάτι το οποίο δεν έχει πραγματική ύπαρξη και το οποίο ακόμα συνεχίζει να στοιχειώνει το άτομο, επιβάλλοντας του ένα κανονιστικό ιδεώδες σύμφωνα με το οποίο δεν μπορεί να ζήσει. Η απόρριψη της ιδέας της ουσίας από τον Stirner – ως μία σταθερής ταυτότητας ή ουσίας που καραδοκεί κάτω από την επιφάνεια του υποκειμένου – ήταν ριζοσπαστική και έχει μία καθαρή αντήχηση με τις ύστερες μεταδομιστικές προσεγγίσεις. Η έμφαση του στη ροή και την επαναεπινόηση κάποιου, παρά στη συμμόρφωση σε μία σταθερή ταυτότητα, καθώς επίσης και η έννοια της “μοναδικότητας” ως ριζικής μορφής της αυτονομίας, έγιναν αργότερα κεντρικά μεταδομιστικά και μεταμοντέρνα μοτίβα. Έτσι αν και μεταδομιστές στοχαστές έχουν σιωπήσει σε μεγάλο βαθμό για τον Stirner, εγώ τον βλέπω ως ένα είδος χαμένου δεσμού ή “χαμένου μεσολαβητή” – για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Zizek. Διευκολύνει μία μετάβαση από το νεωτερικό στο μετανεωτερικό, από τον ανθρωπισμό στον μεταανθρωπισμό, και παρόλα αυτά – όπως ένα από φαντάσματα του – εξαφανίζεται μετά τη δουλειά που έκανε.

3.Στο φως της μεταδομιστικής σκέψης, η διχοτόμηση ανάμεσα σε άτομο και κοινωνία μπορεί να ειδωθεί ως ένα είδος δυαδικής αντίθεσης που ανήκει στην νεωτερική σκέψη. Εάν είναι έτσι, έχει ακόμα νόημα η διαίρεση (διάσπαση) του ατομικού αναρχισμού και του κοινωνικού αναρχισμού; Σε αυτό το πλαίσιο, τι θα ήθελες να πεις για την ταμπέλα που στιγμάτισε τον Stirner ως τον “ιδρυτή του ατομικού αναρχισμού”;

Ναι συμφωνώ ότι αυτή η ουσιαστική διχοτόμηση ανάμεσα σε άτομο και κοινωνία δεν μπορεί να διατηρηθεί με το φως του μεταδομισμού. Για παράδειγμα, ο Foucaut δείχνει τον τρόπο που η εμπειρία της ατομικότητας κατασκευάζεται εξωτερικά μέσω των σχέσεων Λόγου και Εξουσίας· οι Deleuze & Guattari είδαν το υποκείμενο να εμπλέκεται στα κοινωνικά δίκτυα της επιθυμίας, και πραγματικά μέρος της “μηχανής” του κοινωνικού, κλπ. Παρά το γεγονός αυτό, ωστόσο, θέλω ακόμα να επιμείνω σε ένα είδος ιδεολογικής διάκρισης ανάμεσα στον ατομικό και τον κοινωνικό αναρχισμό. Ο λόγος για αυτό είναι ότι ενώ, για τους κοινωνικούς αναρχικούς, η έννοια της ατομικής ελευθερίας είναι τόσο σημαντική όσο και η διάσταση της συλλογικότητας και της ισότητας, για τους ατομικούς αναρχικούς, η έννοια της ευρύτερης κοινωνικής ή συλλογικής ταυτότητας είναι ολοκληρωτικά απούσα. Και για αυτό ο ατομικός αναρχισμός έχει υιοθετηθεί από τους ελευθεριακούς και τους αναρχο-καπιταλιστές (“το άτομο είναι τα πάντα, η κοινωνία το τίποτα”) Αυτό δεν σημαίνει φυσικά, ότι δεν μπορούμε να ωφεληθούμε από την οξυδέρκεια ορισμένων ατομικών αναρχικών και ελευθεριακών παραδόσεων – όπως ξέρετε βλέπω τη σκέψη του Stirner ότι είναι τεράστιο όφελος για τον Αριστερό αναρχισμό. Επιπλέον, ενώ σίγουρα τοποθετώ τον Stirner στην ατομοαναρχική κατηγορία, δεν έχει τίποτα κοινό με τις σύγχρονες αναρχοκαπιταλιστικές προσεγγίσεις. Έβλεπε το χρήμα ως φετίχ που σκλαβώνει το άτομο, και τις σχέσεις ιδιοκτησίας παράγοντα φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης ολόκληρων τομέων της κοινωνίας. Δεν υπήρχε τίποτα απελευθερωτικό σχετικά με την ατομική ιδιοκτησία για τον Stirner. Για αυτό πρέπει να είμαστε λίγο προσεχτικοί εδώ. Αλλά το πρόβλημα ακόμα και στον ριζοσπαστικό ατομικισμό του Stirner είναι ότι δεν επιτρέπει κανένα είδος συλλογικής πολιτικής διάστασης – πέρα από την αόριστη ιδέα της “ένωσης των εγωϊστών”. Αυτή η συλλογική καθολική διάσταση είναι κρίσιμη για τις ριζοσπαστικές πολιτικές της Αριστεράς. Στην πραγματικότητα, δουλεύω πάνω σε ένα νέο βιβλίο που πιθανά να εκδοθεί την επόμενη χρονιά που αφορά την πιθανότητα μίας ριζοσπαστικής καθολικής πολιτικής διάστασης μέσα στη μεταδομιστική θεωρία. Χωρίς αυτή τη διάσταση δεν υπάρχει καμία απελευθέρωση, πέρα από ένα είδος μηδενιστικού ατομικισμού. Έτσι για αυτό ο κοινωνικός αναρχισμός – που βλέπει την ατομική ελευθερία και αυτονομία να πραγματώνεται σε μία κοινωνία ελευθερίας – είναι περισσότερο σχετικός και παραγωγικός.

4.Θεωρείς ότι είναι πιθανό να συνδυαστεί η σκέψη του Stirner με τη ριζοσπαστική πολιτική; Αυτό μπορεί να είναι ικανό να δημιουργήσει μερικούς δεσμούς με τον σημερινό ελευθεριακό ακτιβισμό;

Παρά τους περιορισμούς που συζητήθηκαν ποιο επάνω, βλέπω τον Stirner να μπορεί να συνεισφέρει πολλά στη ριζοσπαστική πολιτική γενικά. Αν και ο Στίρνερ έγραψε στον 19ο αιώνα, η ανάλυση του για τον τρόπο με τον οποίο η εξουσία και η ιδεολογία λειτουργεί είναι καταπληκτικά σχετική στις μέρες μας. Με παρόμοιο τρόπο με τον Foucault, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο το άτομο υπόκειται [πρώτη διάσταση της έννοιας του υποκειμένου, σχόλιο δικό μου] σε μία σειρά νόρμες – ορθολογικής συμπεριφοράς, ηθικής υγιεινής, κλπ – που αυτός/ή εξαναγκάζεται να συμμορφωθεί, και οι οποίες, επιπλέον τον δένουν στο κράτος και τους πολιτικούς θεσμούς. Επιπλεόν η αντίσταση σε αυτή την υποκειμενοποίηση [δεύτερη διάσταση της έννοιας του υποκειμένου], δεν μπορεί να πάρει την παραδοσιακή μορφή της επανάστασης, γιατί αυτή επινοεί ξανά την κυριαρχία με διαφορετική μορφή. Μάλλον ο Stirner καλεί για μία “εξέγερση” που περιλαμβάνει την ατομική απόρριψη τις κανονικοποιημένης ταυτότητας του, επομένως το ξεμπέρδεμα του με την τάξη του Κράτους. Βλέπουμε ότι αυτή η εμμονή με τη νόρμα ακόμα περισσότερο στις μέρες μας, ειδικά στη Δύση, όπου όλοι σαγηνευόμαστε με ερωτήσεις για τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε (καθώς καθοδηγούμαστε από “επιτροπές ηθών”), πώς να φαινόμαστε, πώς οφείλουμε να διασκεδάζουμε, πώς να αισθανόμαστε. Ζούμε σε αυτό που μπορεί να αποκληθεί “βιοκουλτούρα”, όπου οι παραβιάσεις της νόρμας θεωρούνται ότι έχουν βιολογικά αίτια και μεταχειρίζονται ιατρικά – φάρμακα για την κατάθλιψη, το άγχος, την υπερδραστηριότηα, την υποαπόδοση. Αυτό είναι ένα πολιτισμικό υπερεγώ που δεν μας απαγορεύει πια την απόλαυση, ούτε λέει πλέον “όχι” (όπως η φροϋδική έννοια της οιδιπόδειας απαγόρευσης) αλλά λέει “ναι” (“μπορείς και πρέπει”): υπάρχει εντολή για απόλαυση, για ευτυχία, για κατανάλωση, για αγώνα για “καλή ζωή”,για εύρεση της ικανοποίησης, για την εμπειρία απόλυτης σεξουαλικής jouissance [1] Αυτή είναι μία κανονικοποίηση ενός άλλου είδους – αλλά είναι ακόμα κυρίαρχη, κανονιστική και φαύλη όπως και οι ηθικοί κώδικες των περασμένων αιώνων. Ο Foucault είπε πως η αύξηση της εξουσίας συμβαίνει μάλλον μέσω της νόρμας παρά του νόμου, και αυτό ήταν ακριβώς ένα φαινόμενο την εμφάνιση του οποίου διαπίστωσε ο Stirner στον 19ο αιώνα. Έτσι η αξία της ανάλυσης του Stirner στις μέρες μας είναι να μας δείχνει συνεχώς το πλήθος των τρόπων με τους οποίους συμμετέχουμε στην δική μας κυριαρχία, μέσα από το αδιάκοπο αγώνα να ζήσουμε με τους κοινωνικά ρυθμιστικούς κανόνες.

5.Σε μερικά από τα πιο πολεμικά γραπτά τους έχουμε μία αίσθηση ότι τόσο ο Bookchin όσο και ο Zerzan φαίνεται να αποφεύγουν την ενσωμάτωση των μεταδομιστικών σκέψεων στον αναρχισμό. Τι θα ήθελες να πεις για την προσέγγιση τους σε σχέση με τις μεταδομιστικές σκέψεις;

Οι Bookchin και Zerzan επιτίθενται στον μεταδομισμό από διαφορετικές γωνίες και διαφορετικούς σκοπούς, αλλά ο κεντρικός τους ισχυρισμός είναι ότι ο μεταδομισμός – λόγω του γεγονότος ότι αμφισβητεί την αυτονομία του υποκειμένου, και το απελευθερωτικό δυναμικό της ορθολογικότητας του Διαφωτισμού – συνεπάγεται ένα είδος μηδενιστικού ανορθολογισμού ο οποίος, ισχυρίζονται, κάνει αδύνατο την πολιτική και ηθική εμπλοκή μας και έχει τελικά συντηρητικές συνέπειες. Αντί για αυτό θέλουν να εμμένουν στην κληρονομιά του Διαφωτισμού, και σε μία κανονιστική ουσία η οποία θεμελιώνεται είτε στη φύση (ο πρωτογονισμός του Zerzan) είτε στην έμφυτη κοινωνική ορθολογικότητα που αποκαλύπτεται διαλεκτικά (ο κοινωνικός αναρχισμός του Bookchin). Αυτό που λένε για τον μεταδομισμό δεν είναι κάτι καινούριο – αυτή η κριτική έχει γίνει ξανά και ξανά από όλους, μαρξιστές, τους θεωρητικούς της κριτικής θεωρίας, και τους κανονιστικούς πολιτικούς φιλόσοφους.

Η αντίδραση μου σε αυτό που λένε ότι θα ήταν μερικά σύμφωνη με την κριτική τους στο μεταμοντερνισμό – που μπορεί να ειδωθεί ως πολιτισμικός κατάλογος του παγκόσμιου καπιταλισμού. Ωστόσο, θα επέμενα εδώ στη διάκριση ανάμεσα στον μεταμοντερνισμό και τον μεταδομισμό. Ο πρώτος είναι η γενική πολιτισμική συνθήκη που έχει τις συνέπειες της σε όλα, από την ποπ-αρτ μέχρι τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των εμπορικών κέντρων, και ως τέτοια δεν είναι ανατρεπτική – στην πραγματικότητα, τα μοτίβα της διαφοράς, της ροής, της επιφανειακότητας, της δυνητικής πραγματικότητας, της κυβερνητικής κλπ, φαίνεται να αντανακλούν τις δυναμικές του καπιταλισμού σήμερα που η δομή του έχει γίνει μεταμοντέρνα. Ο μεταδομισμός από την άλλη πλευρά ενώ αντλεί από ορισμένες πλευρές της μεταμοντέρνας κατάστασης, είναι την ίδια στιγμή πολύ περισσότερο θεωρητικά άκαμπτος, και πολιτικά και ηθικά εμπλεκόμενος. Η ανάλυση των δικτύων της εξουσίας/λόγου/ γνώσης που μας περιβάλλουν έχουν καθαρά πολιτικές και ηθικές συνέπειες, και το γεγονός ότι δεν υπάρχει αυτόνομο, ουσιοκρατικό υποκείμενο που είναι με κάποιον τρόπο μαγικά έξω από αυτά τα δίκτυα δεν σημαίνει ότι πρέπει να παρατήσουμε την αντίσταση, αλλά μάλλον ότι οφείλουμε να βρούμε διαφορετικούς δρόμους να αντισταθούμε. Δεύτερον, οι Bookchin και Zerzan τείνουν μάλλον, να έχουν μία απλή ανάγνωση της μεταδομιστικής κριτικής του Διαφωτισμού, που είναι περισσότερο τονισμένη και περίπλοκη από ότι της επιτρέπουν. Για παράδειγμα ο Foucault στα ύστερα κείμενα του πάνω στον Κάντ, πολύ μακριά από το να απορρίπτει τον Διαφωτισμό, στην πραγματικότητα τον βλέπει να περιέχει ένα κριτικό και απελευθερωτικό δυναμικό που είναι σχετικό και στις μέρες μας. Ο Derrida έχει στην πραγματικότητα καλέσει για μία υπεράσπιση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ισχυριζόμενος ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συνεχίζει να πληροφορεί τους ριζοσπαστικούς πολιτικούς αγώνες. Ο μεταδομισμός δεν απορρίπτει τον Διαφωτισμό με τη μία. Μάλλον αναζητά να τον τονώσει διαβάζοντας τον εναντίον του. Για παράδειγμα, ο Foucault, πίστευε ότι η λογική μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενάντια στον λόγο της ορθολογικότητας προκειμένου να ξεμασκαρέψει τα παράδοξα της, τα όρια και οι αντιφάσεις της. Τρίτον, θα ισχυριζόμουν ότι δεν μπορούμε απλά να “γυρίσουμε πίσω το ρολόι”, όπως προσπαθούν να κάνουν οι Bookchin και Zerzan, και να αγνοήσουμε τις συνέπειες της μεταδομικής θεωρίας. Ούτε οφείλουμε απλά να αγκαλιάσουμε τον μεταμοντέρνο μηδενισμό. Οφείλουμε να βρούμε ένα είδος ενδιάμεσου εδάφους, και να γίνουμε ικανοί να σκεφτούμε για σχετικά και να ασκήσουμε ριζοσπαστικές πολιτικές χωρίς να βασιζόμαστε σε ουσιοκρατικές έννοιες. Για παράδειγμα, η ιδέα της ύπαρξης ενός είδους ορθολογικής ουσίας στη βάση κάθε κοινωνίας, ή ότι το υποκείμενο είναι αυτόνομο από τις γλωσσολογικές δομές που σχηματίζουν τον κόσμο του/της, δεν είναι πλέον βιώσιμες – και οφείλουμε να δουλέψουμε μέσα σε αυτά τα επιστημολογικά όρια.

6.O Todd May λέει ότι τείνει να αντισταθεί στον λακανικό προσανατολισμό σου. Και εγείρει αμφιβολίες σχετικά με την πιθανότητα να μετακινηθείς από το Λακανικό ατομικό υποκείμενο στη συλλογική δράση. Τι σκέφτεσαι σχετικά με αυτή την κριτική;

Εδώ διαφωνώ με την κριτική του May για την Λακανική ψυχαναλυτική θεωρία. Ακόμα και για τον Freud, η ψυχανάλυση είναι πολύ περισσότερο από μία ατομική ψυχολογία. Γιατί έχει να κάνει με το πώς κάποιος σχετίζεται με τους γύρω του, πρώτα με τα μέλη της οικογένειας του και αργότερα με άλλους μέσα στην κοινωνία, είναι μία “κοινωνική ψυχολογία” Έτσι για τον Freud, η ψυχανάλυση τοποθετήθηκε έμφυτα μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει πολύπλοκες κοινωνικές αλληλοδράσεις, δυναμικές και φαινόμενα. Δέκα χρόνια πριν την άνοδο του Χίτλερ και των Ναζί, στο έργο του “Ομαδική Ψυχολογία και η Ανάλυση του Εγώ”, προέβλεψε την ανάδυση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού που βασίζεται στην λιμπίντεια προσκόλληση της ομάδας στη φιγούρα του Αρχηγού. Ο Lacan επέκτεινε τις συνέπειες του Φροϋδικού υποσυνείδητου, βλέποντας το ως ολοκληρωτικά εξωτερικό και κοινωνικό παρά ως εσωτερικό και ατομικό. Σύμφωνα με τον Lacan το ασυνείδητο ήταν “δομημένο ως μία γλώσσα”, και οι δομές της γλώσσας – οι σχέσεις ανάμεσα στο σημαίνοντα – είναι εξωτερικές στο υποκείμενο. Έτσι αυτό που λέω είναι ότι η κατάλληλη περιοχή της Λακανικής ψυχανάλυσης είναι η διυποκειμενική διάσταση της γλώσσας, παρά η αυστηρή ατομική ψυχή. Η υποκειμενικότητα πρέπει να κατανοηθεί, τότε, ως το σημείο της διασταύρωσης ανάμεσα στο άτομο και αυτές τις εξωτερικές κοινωνικές δομές. Εάν κατανοήσουμε το σημαντικό αυτό σημείο μπορούμε να δούμε ότι η λακανική ψυχαναλυτική θεωρία όχι μόνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατανοήσει, για παράδειγμα, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και επιδράσεις που έχουν πάνω στο υποκείμενο, αλλά επίσης στο να παρέμβει στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο εξηγώντας τις δομικές δυναμικές των ριζοσπαστικών πολιτικών αγώνων. Έτσι υπάρχει η συλλογική, ή τουλάχιστον η διυποκειμενική, διάσταση μέσα στην ψυχανάλυση, και αυτό την κάνει σημαντική για τη ριζοσπαστική θεωρία.

7.Μία άλλη κριτική του βιβλίου σας ισχυρίζεται ότι μειώνεται αρκετά τις συνέπειες του γενικού σώματος του αναρχισμού. Μαζί με αυτό, θέλουμε να σας ρωτήσουμε, ποια θα ήταν η μετααναρχική επαν-ανάγνωση των αναρχικών πρακτικών όπως η Ισπανική Επανάσταση;

Είναι αλήθεια ότι θεώρηση μου για τον αναρχισμό δεν είναι καθόλου περιεκτική, και εστιάζοντας σε μεγάλο βαθμό σε στοχαστές όπως ο Bakunin, o Kropotkin και ο Stirner, παραμέλησα πολλές πλευρές της πλούσιας και διαφορετικής παράδοσης. Αλλά το βιβλίο μου δεν είναι υποτίθεται μία εγκυκλοπαίδεια της αναρχικής σκέψης, ή μία ιστορική θεώρηση των αναρχικών κινημάτων. Προσπάθησα να εξερευνήσω μία βέβαιη πολιτική λογική στην καρδιά της κλασσικής αναρχικής θεωρίας και να δείξω πώς αυτό έτρεχε σε κάποιους εννοιολογικούς περιορισμούς, τους οποίους προσπάθησα να αντιμετωπίσω μέσω του μεταδομισμού. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είμαι πραγματικά ειδικός στην ιστορία των αναρχικών πολιτοφυλακών και των συλλογικοτήτων κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου πολέμου. Κατά τα λεγόμενα όλων μία πολύ σημαντική και βαθιά κοινωνική επανάσταση έλαβε χώρα – μία επανάσταση που πραγματοποιήθηκε στις ελεύθερες συλλογικές κοινωνικές διευθετήσεις, που ξεκίνησαν να αναδύονται σε πλατιά κλίμακα σε πολλά μέρη της Ισπανίας. Αντίθετα από την τρομερή βίαιη κολλεκτιβοποίηση της βιομηχανίας και της γεωργίας που συνέβηκε στην ίδια χρονική περίοδο στη Σοβιετική Ένωση, οι ισπανικές αναρχικές κολλεκτίβες ήταν ελεύθερες, αποκεντρωμένες, ημι-αυτόνομες και λειτουργούσαν δημοκρατικά. Αυτές οι κοινότητες είχαν λειτουργήσει συλλογικά εργοστάσια, εργαστήρια, φάρμες, αρτοποιία, νοσοκομεία, σχολεία, δημόσιες μεταφορές – όλες διαχειριζόταν άμεσα από τους εργαζόμενους, μέσω αποκεντρωμένων επιτροπών όπου οι αποφάσεις της παραγωγής, της κατανομής και των εργασιακών συνθηκών λαμβάνονταν δημοκρατικά. Επιπλέον αυτές οι συλλογικές διευθετήσεις ήταν προφανώς πολύ αποδοτικές και βελτίωσαν σημαντικά τις ζωές των φτωχών και της εργατικής τάξης, που ωφελήθηκαν όχι μόνο από μία περισσότερη ισότιμη κατανομή των πόρων και βελτίωση των εργατικών συνθηκών, αλλά επίσης από κοινωνικές υπηρεσίες όπως της δωρεάν ιατρικής φροντίδας, της εκπαίδευσης, της φροντίδας των ηλικιωμένων κλπ. Έτσι είναι καθαρό ότι κάτι πιο βαθύ συνέβαινε στην Ισπανία αυτή την περίοδο – ένα ριζοσπαστικό Γεγονός που περιείχε ένα πραγματικά απελευθερωτικό δυναμικό. Βλέπω αυτό το κίνημα ως μία στιγμή του ριζοσπαστικού δημοκρατικού φαντασιακού που ξεκίνησε με την γαλλική επανάσταση, και αργότερα με την Παρισινή κομμούνα, των οποίων τα όνειρα τους συνθλίφτηκαν χωρίς έλεος. Η ριζοσπαστική δημοκρατία περιλαμβάνει μία επέκταση της δημοκρατικής αρχής πέρα από τα όρια της πολιτικής περιοχής, σε κοινωνικούς και οικονομικούς τομείς. Αυτό μπορεί να πάρει έναν αριθμό μορφών, και οι αναρχοσυνδικαλιστικές κολλεκτίβες στην Ισπανία παρέχουν ένα μοντέλο για να ακολουθήσουμε πιθανά. Αλλά το σημαντικό σημείο είναι οι αποκεντρωμένες, δημοκρατικές και μη-ιεραρχικές φόρμες για τη λήψη των αποφάσεων που περιλαμβάνει – ο τρόπος που επιτράπηκε ένας μεγαλύτερος βαθμός αμοιβαιότητας στις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στους ανθρώπους (σ’ αυτό που ο Foucault συνηγορούσε) και πήγε πέρα από τη λογική της αντιπροσώπευσης. Με αυτή την έννοια είδα στη ριζοσπαστική δημοκρατία -της οποία η ισπανική αναρχική εμπειρία ήταν ένα παράδειγμα κίνησης – να είναι στον πυρήνα τους μετααναρχικού πολιτικού σχεδίου.


8.Μπορούμε να ιχνηλατήσουμε παράλληλα μοτίβα στον μεταδομισμό και τον αναρχισμό μέσα στο βιβλίο σου και άλλα έργα. Αλλά τι γίνεται με τις προνεωτερικές όμοιες με αναρχικές “ριζωματικές” παραδόσεις του κόσμου; ειδικά τις ετεροδοξίες σε πολλές κουλτούρες…[2]

Σίγουρα ο μεταναρχισμός μπορεί να πλησιάσει μερικές από αυτές τις παραδόσεις, αλλά σκέφτομαι ότι την ίδια στιγμή πρέπει να είμαστε λίγο ανήσυχοι με τη μυστικοποίηση του προνεωτερικού – μαζί με τις συναρπαστικές ετεροδοξίες του μπορεί επίσης να υπάρχουν φρικαλεότητς, ανισότητα, ιεραρχία, καταπίεση των γυναικών κλπ Βλέπω τον μεταναρχισμό όπως και την νεωτερικότητα (και όντως τη μετανεωτερικότητα) με τις απελευθερωτικές και δημοκρατικές πιθανότητες ως το σημείο έναρξης. Η σαγήνη με το προνεωτερικό μπορεί να έχει συχνά συντηρητικές συνέπειες. Δεν είμαι φανατικός του πρωτογονισμού του Zerzan για παράδειγμα. Η ιδέα ότι μπορούμε να γυρίσουμε σε ένα είδος προνεωτερικού “βιόκοσμου” αδιάφθορου από τη νεωτερικότητα και τον πολιτισμό είναι γελοία.

9.Βλέπεις παράλληλα μοτίβα στο μεταναρχισμό και τα μετά το Σηάτλ κινήματα της αντιπαγκοσμιοποίησης;

Ναι, βέβαια. Ο μεταναρχισμός είναι η πολιτική λογική που αναζητά να συνδυάσει τις πλευρές της ισότητας και της απελευθέρωσης του κλασσικού αναρχισμού, με την επιβεβαίωση ότι οι ριζοσπαστικοί πολιτικοί αγώνες σήμερα είναι αβέβαιοι, πλουραλιστικοί ανοιχτοί σε διαφορετικές ταυτότητες και προοπτικές, και διαφορετικά θέματα – όχι μόνο οικονομικά. Ο ευρύτερος όρος κίνημα της “αντιπαγκοσμιοποίησης”, παρά το αβέβαιο μέλλον του, είναι μία από τις πιο σημαντικές αναπτύξεις στις ριζοσπαστικές πολιτικές τα πρόσφατα χρόνια. Υπερβαίνει τη λογική των νέων κοινωνικών κινημάτων – δεν είναι απλά μία άλλη ταυτότητα που απαιτεί αναγνώριση και αυτονομία. Μάλλον επανεπενδύει την καθολική πολιτική με έναν τρόπο που προκαλεί τον καπιταλισμό ως το γενικό παρασκήνιο στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση. Αλλά την ίδια στιγμή, δεν είναι όπως οι παλιοί μαρξιστικοί αγώνες της εργατικής τάξης για οικονομικά θέματα. Δεν υπάρχει πρωτοπόρο κόμμα να καθοδηγεί το δρόμο. Δεν υπάρχει προνομιούχα τάξη ή ταυτότητα πάνω σε άλλες· ούτε βλέπει κάποιος ένα συγκεκριμένο θέμα ως κεντρικό και υπερισχύον πάνω στα άλλα. Μάλλον συνδυάζει μία πολλαπλότητα διαφορετικών θεμάτων και ανησυχιών – περιβαλλοντολογικών ανησυχιών, εργατικών δικαιωμάτων, δικαιωμάτων των μεταναστών, των καταναλωτών, των ιθαγενών κλπ . Εδώ σκέφτομαι ότι μπορεί να ειδωθεί ως παράδειγμα της λογικής των ηγεμονικών πολιτικών του Laclau: λαμβάνει χώρα ενάντια στο καθολικό παρασκήνιο του παγκόσμιου καπιταλισμού και της κρατικής κυριαρχίας, αλλά αντί η πάλη αυτή να ενσαρκώνεται σε μία κεντρική ταυτότητα – όπως στο προλεταριάτο, για τον Μαρξ- συμπεριλαμβάνει πληθυντικές ταυτότητες που μεταλλάσσουν και διαμορφώνουν απροσδόκητες συμμαχίες με άλλες κατά τη διάρκεια της πορείας του αγώνα. Έτσι περιλαμβάνει αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως μόλυνση του καθολικού και του ιδιόμορφου – συγκεκριμένου: υπάρχει ένας “καθολικός” εχθρός – παγκόσμιος καπιταλισμός – αλλά αυτό είναι ένα είδος μίας “άδειας καθολικότητας” που έχει διαφορετικές συνέπειες για διαφορετικές ομάδες. Η διαφορά ανάμεσα στο κίνημα αυτό και τον Μαρξισμό είναι πως, ενώ ο μαρξισμός δημιούργησε μία φαντασιακή καθολικότητα στη βάση μίας ιδιομορφίας – το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης δημιουργεί μία πραγματική καθολικότητα στη βάση των πληθυντικών ιδιομορφιών, ιδιομορφίες που οι ταυτότητες τους κατασκευάζονται αβέβαια μέσω τη πάλης, αντί να είναι προκαθορισμένες.

10.Και μπορείς να μας πεις αν υπάρχουν μερικά μετααναρχικά στοιχεία στο κίνημα των Ζαπατίστας και τα γραπτά του Υποδιοικητή Μάρκος;

Ναι νομίζω. Το κίνημα των Ζαπατίστας, στο βαθμό που μπορεί να ειδωθεί ως μία παγκόσμια πάλη ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και τον παγκόσμιο καπιταλισμό, είναι πολύ περισσότερο ένας αγώνας για την αναγνώριση, αν και αυτό είναι βέβαια μία σημαντική πλευρά του. Την ίδια στιγμή αν και αντλεί από μαρξιστικά και αλτουσεριανά στοιχεία, δεν είναι ούτε ακριβώς μία μαρξιστική πάλη. Συγκινεί ευρύτερους τομείς της μεξικανικής κοινωνίας – τους φτωχούς, τους πολιτικά διωκόμενους, τους ακτήμονες αγρότες, τους ιθαγενείς ανθρώπους. Επιπλέον αναπτύσσει τακτικές που είναι περισσότερο κοντά σε αυτά τα μεταμαρξιστικά νέα κοινωνικά κινήματα – ένας συνδυασμός από οπλισμένες και άοπλες καμπάνιες, οι οποίες είναι συνήθως πολύ συμβολικές στη φύση τους· καθώς χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να παρακινήσουν ανθρώπους και να δημοσιοποιήσουν το σκοπό τους στον έξω κόσμο. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι δεν παίζουν το ρόλο της πρωτοπορίας και ότι ο σκοπός τους δεν είναι η κατάκτηση της εξουσίας αλλά η δημιουργία ενός είδους απελευθερωμένου κοινωνικού χώρου. Είναι ένα είδος γκραμσιανής έννοιας δημιουργίας ενός ηγεμονικού μπλοκ που ανταγωνίζεται αυτό του μεξικανικού κράτους.

11.Τι νομίζεις για τον “τρίτο κόσμο” σήμερα και τη σημασία των μεταποικιακών σπουδών; Και μπορεί να υπάρξει ένας καθολικός μεταναρχισμός;

Θα έλεγα ότι ο Τρίτος Κόσμος, που τώρα αισθάνεται ότι βρίσκεται πάνω στην αιχμηρή κόψη των νεοφιλελεύθερων οικονομικών “μεταρρυθμίσεων” και των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου που έχουν κάνει τις ζωές των απλών ανθρώπων χειρότερες, όχι καλύτερες, περιέχει μία εν δυνάμει εκρηκτική κατάσταση. Σκέφτομαι επίσης ότι η επισήμανση που κάνει ο Zizek είναι σωστή: η λογική του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι ότι δεν έχει πραγματικό κέντρο – είναι ένας αποκεντρωμένος ιμπεριαλισμός που στρέφεται παντού σε ένα ακόμα κολαστήριο εργασίας, αγοράς ή φθηνής πηγής εργασίας, και αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει δυνατή αντίδραση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση από την εθνικιστική άκρα Δεξιά. Έτσι έχουμε μία μεγάλη εξαθλίωση και εξάρθρωση μαζικών τομέων της ανθρωπότητας – η αυξανόμενη κατώτερη κοινωνική τάξη των μακροχρόνιων ανέργων για παράδειγμα, που ζει στα γκέτο του Πρώτου Κόσμου που μοιάζουν όλο και περισσότερο με τα γκέτο του Τρίτου Κόσμου. Επίσης έχουμε μία τάση ανάμεσα στην ώθηση αποεδαφικοποίησης του καπιταλισμού, και την επιθυμία επαναεδαφικοποίησης του εθνικού Κράτους. Έτσι ενώ υπάρχει, από τη μία πλευρά, μία ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου και της εργασίας σε ολόκληρο τον κόσμο, από την άλλη υπάρχουν, περισσότερο αστυνομοκρατούμενα εθνικά σύνορα, πιο περίπλοκοι έλεγχοι και επιτήρηση των πληθυσμών, και πιο αυταρχικές και περιοριστικές αντι-μεταναστευτικές πολιτικές. Νομίζω ότι αυτό μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για μία καθολική εξέγερση, που θα πάρει διάφορες μορφές σε διάφορα μέρη του κόσμου – αλλά ο στόχος θα είναι ο ίδιος: ο καπιταλισμός των πολυεθνικών που καλύπτονται από την Κρατική εξουσία, και όλη την κυριαρχία και την μιζέρια που αυτοί επιβάλλουν στους ανθρώπους παντού.

12.Τι νομίζεις για τα αντι-ευρωκεντρικά μοτίβα στο μεταδομισμό και τον αναρχισμό; Μπορεί να υπάρξει κάποια ένδειξη για παγκόσμιες πολιτικές μετά την 9/11;

Παραδόξως, η επίθεση στον ευρωκεντρισμό στον μεταδομισμό (για να είμαι πιο ακριβής, ο μεταδομισμός ενέπνευσε την πολιτισμική και κοινωνική θεωρία) είναι καθεαυτή ευρωκεντρική. Οι κριτικές στο Foucault συνήθιζαν να λένε ότι η ανάλυση του ήταν ευρωκεντρική γιατί βασιζόταν κύρια στο ευρωπαϊκό ιστορικό πλαίσιο – όταν ο Foucault έγραψε για τις φυλακές και τα άσυλα, αυτές ήταν ευρωπαϊκές φυλακές και άσυλα. Είναι κάπως ειρωνικό, τότε, ότι η κριτική των μεταποικιακών/πολιτισμικών σπουδών του ευρωκεντρισμού έχει διανοητική προέλευση που είναι καθαρά ευρωπαϊκή. Επιπλέον, θα έλεγα ότι ενώ αυτή η αντι-ευρωπαϊκή στιγμή ήταν βαθιά και αναγκαία, δεν είναι πλέον σχετική με το σήμερα. Ο καπιταλισμός δεν είναι πια ευρωκεντρικός αλλά παγκόσμιος και καθολικός. Έτσι σήμερα οι επιθέσεις στον Ευρωκεντρισμό φαίνεται να χάνουν το νόημα τους, και με έναν παράξενο τρόπο, εκείνοι που κάνουν αυτές τις επιθέσεις επιβεβαιώνουν όλο και περισσότερο τη δική τους “ευρωκεντρική” θέση.
Η 9/11 είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που έγιναν για μεγάλο διάστημα- αυτό που ο Baudrillard το αποκάλεσε αληθινό Γεγονός, που άλλαξε αναδρομικά τις ίδιες τις συνθήκες του και μετασχημάτισε πραγματικά, τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για την πολιτική. Κάθετι από εκείνη τη στιγμή πέφτει μέσα στη σκιά της 11ης Σεπτεμβρίου και πρέπει να θεωρηθεί από τη νέα αυτή σκοπιά. Έχει προκαλέσει μία στροφή ολόκληρου του ιδεολογικού εδάφους δραματικά δεξιά. Έχει παράσχει την πρόφαση για ένα είδος οργουελιανού κράτους μόνιμου πολέμου – αποκαλούμενου “πόλεμος στον τρόμο”. Ένα κλίμα φόβου και παράνοιας διαπότισε την πολιτική και κοινωνική ζωή, και αυτό το χειρίζεται προσεκτικά το Κράτος, όχι μόνο για να δικαιολογήσει εντελώς τις απονομιμοποιημένες στρατιωτικές δράσεις (την εισβολή στο Ιράκ) αλλά πιο εκλεπτυσμένα, για να εκτοξεύσει έναν εσωτερικό πόλεμο ενάντια στον πληθυσμό της στο αμφίβολο όνομα της “ασφάλειας” Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες στη Δύση μοιάζουν ολοένα και περισσότερο στα ολοκληρωτικά αστυνομικά κράτη, με την μαζική επέκταση της εξουσίας των μηχανισμών ασφάλειας, την ολοένα μεγαλύτερη διάχυτη χρήση της τεχνολογίας επιτήρησης – που περιλαμβάνει τη βιοπολιτική επιτήρηση, όπως το DNA και το ψηφιακό αποτύπωμα – καθώς και τον καταπιεστικό καθημερινό περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών και των δικαστικών εγγυήσεων. Το έδαφος έχει αλλάξει σε τέτοιο βαθμό που το να είσαι ριζοσπαστικός στις μέρες μας είναι να επιμένεις σε τυπικά φιλελεύθερα αιτήματα όπως τον κανόνα του νόμου και την προστασία των πολιτικών ελευθεριών. Ο στόχος του “πολέμου πάνω στον τρόμο” δεν είναι οι σκιώδεις τρομοκρατικές ομάδες που ακούμε συχνά. Μάλλον η αληθινή τους πρόθεση είναι η αύξηση της ρύθμισης, του ελέγχου και της επιτήρησης των πληθυσμών. Έτσι η πιο σημαντική ερώτηση που θέτεται από τον “πόλεμο στον τρόμο” και την επιθετική επαναδήλωση της κρατικής κυριαρχίας, είναι αυτή του περιγράμματος των ριζοσπαστικών πολιτικών σήμερα. Δηλαδή, η αυξανόμενη επέκταση της κρατικής εξουσίας είναι κάτι που αφορά την ανθρωπότητα ως όλον. Οι κοινοί άνθρωποι – όχι μόνο οι μειονοτικές ομάδες – υπόκεινται τώρα σε αυτές τις νέες τεχνικές της κρατικής επιτήρησης και του ελέγχου. Αυτό είναι ίσως το πιο κρίσιμο χαρακτηριστικό της βιοπολιτικής – που έχει ως στόχο την ανθρώπινη ύπαρξη καθεαυτή. Με άλλα λόγια, οι συνέπειες του πολέμου στον τρόμο είναι καθολικές – αλλά όχι με την έννοια που οι συνήγοροι της προτείνουν: είναι μάλλον που καθένας πιάνεται σε ένα παράξενο δίκτυο εξουσίας, και εγγράφεται σε ένα νέο ιδεολογικό έδαφος όπου η μοναδική επιλογή που φαίνεται διαθέσιμη είναι αυτή ανάμεσα σε ένα αυταρχικό κράτος και ένα φονταμενταλιστικό δόγμα, και ανάμεσα στη βία και την τρομοκρατία που επιβάλλεται και από τα δύο. Η ανθρωπότητα κόβεται από αυτές τις δύο δυνάμεις. Οι ριζοσπαστικές αριστερές πολιτικές πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσουν αυτή την πόλωση του πολιτικού και του κοινωνικού πεδίου. Με άλλα λόγια, οι ριζοσπαστικές πολιτικές πρέπει να επινοήσουν μία καθολικότερη και συλλογική προσέγγιση του προβλήματος. Εάν αποτύχουν, τότε ρισκάρουν να παραγκωνιστούν ολοκληρωτικά από ένα νέο ιδεολογικό συντηρητισμό που διαποτίζει τις δυτικές κοινωνίες, όπου κάθε μορφή πολιτικής διαφωνίας είναι τώρα σε κίνδυνο να στιγματιστεί με τον κατάλληλο όρο της “τρομοκρατίας”. Έτσι σκέφτομαι ότι η 11η Σεπτεμβρίου παρέχει τις συνθήκες για τον επαναστοχασμό των πολιτικών γενικά, και των ριζοσπαστικών πολιτικών πιο συγκεκριμένα – πραγματικά, αυτό απαιτείται να το κάνουμε.

13.Μπορείς να συγκρίνεις την θέση των σύγχρονων μαρξιστών στοχαστών όπως του Antonio Negri και John Holloway με την μεταναρχική πολιτική θεωρία;

Ναι νομίζω ότι υπάρχουν παράλληλες και σημεία ομοιότητας ανάμεσα στον μεταναρχισμό και τους νεομαρξιστές όπως ο Negri, ιδιαίτερα στον τρόπο που τα δύο σχέδια αφορούν το ξεμασκάρεμα των νέων μορφών της εξουσίας, την κυριαρχία και την ιδεολογία που θα βρούμε γύρω μας σήμερα – όχι μόνο την κυριαρχία του κράτους, αλλά όλη τη διάχυση, τα πολλαπλά δίκτυα της εξουσίας, που ενσταλάζεται σε ολόκληρο το κοινωνικό. Επιπλέον, και οι δύο προοπτικές είναι απελευθερωτικές, και πάνε πέρα από τις πολιτικές ταυτότητες. Εκεί που βλέπω τον νεομαρξισμό να αποκλίνει από τον μεταναρχισμό είναι ο τρόπος που ο πρώτος εμμένει στη μαρξιστική κληρονομιά της τάξης και του οικονομικού προσδιορισμού, αν και με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, για τους Negri και Hardt το χαρακτηριστικό των πολιτικών της απελευθέρωσης είναι το “πλήθος”, που φαίνεται να είναι ενυπάρχων μέσα στον καπιταλισμό. Εδώ είναι που αυτοί παρουσιάζουν ένα μαρξιστικό ισχυρισμό για τον τρόπο που η δυναμική του καπιταλισμού παράγει μία ταξική υποκειμενικότητα που θα φέρει την καταστροφή μέσω του μετασχηματισμού των μέσω της παραγωγής. Επίσης σκέφτομαι ότι χρειαζόμαστε να θεωρήσουμε κάπως την έννοια του “πλήθους”, αλλά εδώ θα συμφωνήσω με τον Laclau – ότι οι ταυτότητες της αντίστασης είναι πολιτικές αρθρώσεις, που σημαίνει ότι πρέπει να κατασκευάζονται μάλλον ενδεχομενικά παρά να θεωρούνται με κάποιο τρόπο προσδιορισμένες από τους οικονομικούς μετασχηματισμούς στη βάση. Βέβαια οι οικονομικοί μετασχηματισμοί μπορεί να δημιουργήσουν βέβαιες πολιτικές ευκαιρίες, αλλά παραμένει στη δουλειά των ακτιβιστών και αυτών που συμμετέχουν στην άμεση πάλη να ορίσουν το περίγραμμα του πλήθους.

14.Ο Zizek είναι μία άλλη πολιτική φιγούρα σήμερα που επίσης αναφέρει τη σκέψη του Lacan. Τι θα έλεγες για αυτή την προσέγγιση;

Με τα χρόνια τρέφω έναν μεγάλο θαυμασμό για τον Zizek. Αλλά οφείλω να πω ότι επίσης έχω ανησυχίες για τα συμπεράσματα που φαίνεται να βγάζει από τις πολύ εκλεπτυσμένες λακανικές του αναλύσεις. Έχει υπάρξει μία αλλαγή στη σκέψη του από τον νωρίτερο προσανατολισμό προς ένα λόγο αναλυτικής προσέγγισης και ριζοσπαστικής δημοκρατικής πολιτικής· στην ύστερη δουλειά του, όπου ασπάστηκε ένα υψηλά αυταρχικό λενινιστικό στυλ επαναστατικής πολιτικής της πρωτοπορίας – καθώς και ένα είδος μηδενιστικής και τρομοκρατικής “προπαγάνδας μέσω πράξεων”. Το τελευταίο του βιβλίο πάνω στον Deleuze καταλήγει με μία μεγάλη ωδή αμφιβολίας στην πολιτιστική επανάσταση του Μάο. Έτσι δεν ξέρω τι τρέχει με τον Zizek αυτή τη στιγμή, και εάν κάποιος πρέπει να τον πάρει σοβαρά – σκέφτομαι από τη μία πλευρά, ότι είναι προσεκτικά προβοκατόρικος (προσπαθώντας να ταράξει τους φιλελεύθερους) και από την άλλη, ότι υπάρχει μία πολύ σοβαρή προσπάθεια να χρησιμοποιήσει τη λακανική θεωρία για να δραπετεύσει από τον ιδεολογικό ζουρλομανδύα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που τη βλέπει απλά ως τη θεσμική μορφή του παγκόσμιου καπιταλισμού. Τώρα συμφωνώ ότι χρειαζόμαστε να πάμε πέρα από τα τωρινά όρια της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά αυτό μπορεί να πάρει μορφές άλλες από αυτές των αυταρχικών επαναστατικών πολιτικών της πρωτοπορίας που φαίνεται να ασπάζεται. Θέλουμε πραγματικά να πάμε πίσω στον Λενινισμό; Για παράδειγμα, μπορούμε ακόμα και να επεκτείνουμε το φιλελεύθερο δημοκρατικό πλαίσιο και να σπάσουμε τον κρίκο του (που είναι πάντα απρόοπτο) με τον καπιταλισμό, επεκτείνοντας το στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο – με τον τρόπο που πρότειναν οι Laclau και Mοuffe και επίσης ο Claude Lefort. Έτσι θα βγάλω διαφορετικά πολιτικά συμπεράσματα από τη Λακανική θεωρία, πιθανά κατά μήκος των γραμμών του έργου του Γιάννη Σταυρακάκη ο “Λακάν και το πολιτικό” Οι κεντρικές έννοιες του Λακάν για το Πραγματικό και τη θεσμική απουσία της κοινωνικής ταυτότητας φαίνονται σας να έχουν μία δοσμένη έκφραση στους ριζοσπαστικούς δημοκρατικούς αγώνες πώς είναι συμβολικά άδειοι, και ανοιχτοί στην πληθυντικότητα των διαφορετικών αγώνων. Επειδή βλέπω την εστίαση του Λακανικού καθώς όντος στο δομικό ανολοκλήρωτο της ταυτότητας και την ανέφικτη φύση του αντικειμένου της επιθυμίας, αυτό δανείζεται σε μία πολιτική της ανοιχτότητας και της ενδεχομενικότητας. Ο Zizek έχει ένα ελαφρώς διαφορετικό διάβασμα του Lacan, και βγάζει διαφορετικά πολιτικά και ηθικά συμπεράσματα από αυτό.

15. Το πρόγραμμα σου γενικά και το πρόγραμμα μας εδώ, ανήκει σε μία τεράστια ποικιλία λαχτάρας που σκοπεύει στην πυροδότηση της πρόσφατης ανάδυσης των νέων υποκειμενικοτήτων μετά τη μεταδομιστική σκέψη με κάποιο είδος αποφασιστικής ενεργητικότητας πάνω στο πολιτικό έδαφος – που εμφανίζεται να είναι κάπως απών στα κείμενα των μεταδομιστών. Η επαναδιαμόρφωση των Καταστασιακών από τη σύγχρονη ριζοσπαστική θεωρία, για παράδειγμα, υπαινίσσεται αυτό το είδος της έρευνας. Στα κείμενα σου στον Stirner προτείνεις πως αυτός προσφέρει δρόμους έξω για τα αδιέξοδα ανάμεσα στη συγκεχυμένη διαμόρφωση του “φορέα της δράσης”(agency) του υποκειμένου μέσα στην ανθρωπιστική – Χεγκελιανή – Μαρξιστική παράδοση και τη συντριπτική κλειστότητα της “δομής” μέσα στη μεταδομιστική σκέψη. Αντί για πιο πρόσφατες σύγχρονες προσπάθειες να διακόψεις αυτή την παράλυση, φέρνεις εμπρός τον Stirner ως λύση. Ποιος είναι ο λόγος και η ανάγκη για αυτή την αναδρομική κίνηση. Τι θα έλεγες για το παράδειγμα των ισχυρισμών της θεωρίας της εκπλήρωσης (performativity theory) που επιτρέπει την καζούρα και στιγμές διακοπής που επιτρέπουν ευκαιρίες για επανανοηματοδότηση μέσα στη δομή;

Όπως είπα και πιο πάνω, σκέφτομαι ότι η λύση του Stirner έχει τα όρια της, ειδικά γιατί, είναι τόσο πολύ ατομικιστική. Έχοντας πει αυτό, ενδιαφέρομαι για τους νέους τρόπους στους οποίους ο Stirner μας επιτρέπει να σκεφτούμε για την ατομική ενεργό δράση (agency) και την υποκειμενικότητα – βλέποντας την ως μία ανοιχτή και ενδεχομενική δομή που δεν είναι πλέον ολοκληρωτικά προσδιορισμένη από έννοιες όπως η ανθρωπότητα και η ορθολογικότητα. Με άλλα λόγια, σκέφτομαι ότι η αξία του Stirner είναι ότι μας επιτρέπει να ελευθερώσουμε το υποκείμενο από τις ουσιοκρατικές ταυτότητες, και σε αυτό είναι που τοποθετεί το θεμέλιο για τον μεταδομισμό και τον μετανθρωπισμό. Έτσι εδώ είναι που ο Stirner πάει πέρα και από τον ανθρωπισμό και τον δομισμό – ενώ το άτομο δεν είναι αυτόνομο, στο γεγονός ότι αυτός/ή προσδιορίζεται μέσω των ιδεολογικών αφαιρέσεων και των “στέρεων ταυτοτήτων”, και την ίδια στιγμή υπάρχουν τρόποι αντίστασης σε αυτή την υποκειμενοποίηση, και επαναπροσδιορισμού κάποιου με τον δικό του τρόπο, επομένως επινοώντας ένα είδος ριζοσπαστικής αυτονομίας. Αλλά αυτό περιλαμβάνει μία απόρριψη της ουσίας – ένα είδος παράβασης του εαυτού. Αυτό είναι παρόμοιο με την τελευταίες προσπάθειες του Foucault να ερευνήσει την πιθανότητα διαφορετικών τρόπων υποκειμενικότητας, μέσω των ηθικών στρατηγικών όπως αυτή της “φροντίδας του εαυτού” Έτσι θα δεν θα έλεγα ότι ο Stirner προσφέρει μία συνολική λύση με οποιοδήποτε τόπο – στην πραγματικότητα, η έννοια της agency του είναι αρκετά προβληματική. Πρέπει να ειδωθεί ως μέρος ενός σχεδίου για τον επαναστοχασμό του υποκειμένου, πέρα από τις ουσιοκρατικές ταυτότητες, ενώ την ίδια στιγμή να επιτρέψει για ένα βαθμό αυτονομίας και ελευθερίας της δράσης. Υπάρχουν σίγουρα παράλληλες ανάμεσα στο κάλεσμα του Stirner για επαναεπινόηση του εαυτού με απροσδιόριστους τρόπους, και τη θεωρία της εκπλήρωσης της Judith Butler, που αναζητά να ανατρέψει τις σταθερές ταυτότητες μέσω της παρωδίας. Και οι δύο δίνουν έμφαση στον τρόπο με τον οποίο η ταυτότητα εκτελείται (εκπληρώνεται), και επομένως είναι ενδεχομενική, παρά μάλλον ουσιοκρατική και στέρεη. Ξανά, αυτές είναι ανολοκλήρωτες πολιτικές λύσεις, αλλά όταν εφαρμόζονται σε ερωτήματα συλλογικής δράσης και ηγεμονικών πολιτικών διαμορφώσεων, μπορούν να είναι πολύ αξιόλογες για την κατανόηση των διαφορετικών δρόμων στους οποίους η πολιτική ταυτότητα μπορεί να συσταθεί.

16.Τόσο η αναρχική παράδοση όσο και η μεταδομιστική σκέψη φέρουν την νιτσεϊκή κληρονομιά της έμφασης στο στυλ. Αλλά η μέθοδος της γραφή σου φαίνεται να είναι κοντύτερα στην αναλυτική σκέψη των αγγλοαμερικάνικης ακαδημίας. Τι θα έλεγες για αυτό;

Λοιπόν είναι αλήθεια ότι σε κάποια έκταση είμαι μέρος της αγγλοαναλυτικής παράδοσης, παρά τη συγγένεια μου με την ευρωπαϊκή φιλοσοφία. Δουλεύω μέσα στον ακαδημαϊκό κλάδο της πολιτικής θεωρίας – έναν κλάδο που δυστυχώς παραμένει απρόθυμος ακόμα προς την μεταδομιστική θεωρία. Και εκεί φαίνεται να υπάρχει μία δυσαρμονία ανάμεσα στις δύο παραδόσεις, ακόμα και σε όρους στυλ γραφής – αν και πάντα έβρισκα τους ανθρώπους όπως ο Foucault πιο καθαρούς, και σίγουρα πιο υποβλητικούς, από μερικούς της πολύ στεγνής αγγλοαμερικανικής θεωρίας. Αλλά επίσης σκέφτομαι ότι μία παράδοση ωφελείται σε μεγάλο βαθμό από την εμπλοκή της με μία άλλη, και αυτό είναι που έχω προσπαθήσει να κάνω πάντα – να καταλάβω και να αναπτύξω τις πολιτικές συνέπειες της μεταδομιστικής θεωρίας και της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, πώς επιτρέπει να στοχαστεί για έννοιες όπως η εξουσία, η κυριαρχία, η δημοκρατία και η πολιτική αντιπροσώπευση, με νέους τρόπους. Έτσι το στυλ γραφής μου ίσως αντανακλά την προσπάθεια μου αυτή. Επιπλέον, υποθέτω ότι έχω μία “μη-μεταδομιστική” αντίληψη για τη σημασία του να είμαι ικανός να επικοινωνώ τις ιδέες μου καθαρά ώστε να τις καταλαβαίνουν οι υπόλοιποι.

17.Για χρόνια έχουμε παλέψει για να βγάλουμε τους εαυτούς μας έξω από τους περιορισμούς των ορθοδοξιών της ιστορικής αριστεράς και του κλασσικού αναρχισμού. Αλλά πότε θα κάνουμε τελικά το βήμα στις πρακτικές δυνατότητες του κέρδους, που ανακτήσαμε στις συζητήσεις μας; Πότε θα αφήσουμε τον αυτοανακλαστικό τρόπο της θεωρίας, το επιστημολογικό έδαφος, το εγκυκλοπαιδισμό του μετααναρχισμού; Πότε αυτή η νέα μανούβρα του λόγου θα αρχίσει να λειτουργεί;

Δεν μπορούμε ποτέ να βρεθούμε απλά έξω από τη θεωρία. Τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα μπορούν να κατανοηθούν μόνο λογικά – χωρίς θεωρία θα ήταν ακατανόητα. Στην πραγματικότητα η ερώτηση σου μου θυμίζει τις εξεγέρσεις στο Παρίσι το Μάη του 68, όπου οι φοιτητές ακτιβιστές που παρακολουθούσαν τα σεμινάρια του Lacan τον ρωτούσαν γιατί επέμενε στη θεωρητικοποίηση της πολιτικής όταν υπήρχε μία πραγματική επανάσταση στους δρόμους έξω. Απάντησε ιχνηλατώντας στον πίνακα τέσσερις αφηρημένες φόρμουλες, και αυτή έγινε η βάση για τον σεμινάριο XVII στους Τέσσερις Λόγους. Αλλά η επισήμανση του ήταν ότι αυτοί οι Λόγοι ή οι θεωρητικές δομές στην πραγματικότητα υποστήριζαν όλα τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα, επιτρέποντας τον επαναστατικό μετασχηματισμό να ερμηνεύεται με δομικούς όρους, και ότι, με αυτή την έννοια, οι δομές έκαναν όντως “πορεία στους δρόμους”. Έτσι πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι τα θεωρητικά παραδείγματα και οι λόγοι θα είναι πάντα παρόντες σε κάθε πολιτική δραστηριότητα, και επομένως σημαντικοί για την κατανόηση του γιατί οι άνθρωποι αντιστέκονται, πώς αντιστέκονται, και σε τι αντιστέκονται πραγματικά. Έτσι ο πολιτικός ακτιβισμός θα ενημερώνεται πάντα από τη θεωρία – στην πραγματικότητα, οι Foucault και Deleuze πίστευαν ότι ήταν μέρος της ίδιας δράσης: το να κάνεις πολιτική ήταν την ίδια στιγμή να κάνεις θεωρία, και το αντίθετο. Έτσι υπάρχει ένα είδος συμβιωτικής σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική. Για παράδειγμα, βλέπω τον μεταναρχισμό ως μία θεωρία που αδιάκοπα ενημερώνεται και επεκτείνεται από τους συγκεκριμένους πολιτικούς αγώνες όπως είναι το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη πλευρά, η μεταναρχική θεωρία παρέχει ένα εννοιολογικό παράδειγμα που επιτρέπει τέτοια κινήματα να ερμηνεύονται – πώς και γιατί συμβαίνουν, και τις κοινωνικές και επιστημολογικές συνθήκες που τους δίνουν ώθηση για την ανάδυση τους. Έτσι για να απαντήσω στην ερώτηση σου, βλέπουμε ήδη τον μεταναρχισμό – ή τουλάχιστον στοιχεία της θεωρίας του – να λειτουργεί ακριβώς μέσα σε αυτά τα είδη των αγώνων.

Σημειώσεις

[1] σημείωση Θοδωρή Σάρα: σύμφωνα με τον Lacan το άτομο προσπαθεί αδιάκοπα να παραβιάσει τις απαγορεύσεις της κοινωνίας που επιβάλλονται πάνω στην απόλαυση του, και οι οποίες περιορίζονται. Η παραβίαση αυτή των απαγορεύσεων είναι περισσότερο πλέον πόνος παρά ευχαρίστηση, αφού το υποκείμενο δεν μπορεί πλέον να φτάσει σε αυτή. Τον πόνο αυτό ο Lacan αποκαλεί jouissance)

[2] σημείωση Θοδωρή Σάρα: η έννοια του ριζώματος αποτελεί έναν θεωρητικό νεολογισμό των Deleuze & Guattari. Στο έργο τους A thousand plateaus (σελ 23) περιγράφουν τις αρχές του ριζώματος: “το ρίζωμα συνδέει κάθε σημείο σε κάθε σημείο, και τα γνωρίσματα του δεν συνδέονται αναγκαστικά με γνωρίσματα του ίδιου είδους: φέρνει στο παιχνίδι πολύ διαφορετικά καθεστώτα σημείων, ακόμα και με καταστάσεις μη-σημείων. Το ρίζωμα δεν ανάγεται ούτε στο Ένα ούτε στο πολλαπλό. Δεν είναι το Ένα που γίνεται Δύο ή ακόμα και απευθείας τρία, τέσσερα, πέντε κλπ) Δεν είναι το πολλαπλό που απορρέει από το ένα, ή το οποίο προσθέτεται (ν+1). Δεν συνθέτεται από μονάδες αλλά από διαστάσεις, ή μάλλον από κατευθύνσεις στην κίνηση. Δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά πάντα ένα μέσω (περιβάλλον) από το οποίο μεγαλώνει και το οποίο γίνεται υπερπληθυσμός. Δομεί γραμμικές πολλαπλότητες με ν διαστάσεις χωρίς να έχει ούτε αντικείμενο ούτε υποκείμενο, που μπορεί να σχεδιαστεί σε ένα επίπεδο συνοχής, και από το οποίο το Ένα πάντα αφαιρείται (ν-1). Όταν η πολλαπλότητα τέτοιου είδους αλλάζει τη διάσταση, αλλάζει αναγκαστικά και σε φύση επίσης, παθαίνοντας μία μεταμόρφωση. Αντίθετα από τη δομή, που προσδιορίζεται από μία ομάδα σημείων και θέσεων, το ρίζωμα γίνεται μόνο από γραμμές· γραμμές τμηματοποίησης και διαστρωμάτωσης ως οι διαστάσεις του, και μία γραμμή πτήσης ή απεδαφικοποίησης ως μία μάξιμουμ διάσταση μετά την οποία η πολλαπλότητα υφίσταται μεταμόρφωση, αλλαγές στη φύση. Αυτές οι γραμμές, ή σύνδεσμοι, δεν πρέπει να συγχέονται με την καταγωγή γεναολογικού δέντρου, που είναι απλά τοπικοποιήσιμοι δεσμοί ανάμεσα σε σημεία και θέσεις.. Αντίθετα με τις γραφικές τέχνες, σχέδιο ή φωτογραφία, αντίθετα με τις χαράξεις, το ρίζωμα ανήκει σε έναν χάρτη που πρέπει να παραχθεί, να κατασκευαστεί, έναν χάρτη που είναι πάντα κινητός, συνδέσιμος, κατασκευάσιμος, τροποποιήσιμος, και έχει πολλαπλές εισόδους και εξόδους και τις δικές του γραμμές πτήσης.

Βιβλιογραφία – αρθρογραφία του Saul Newman
στο http://homepages.gold.ac.uk/saulnewman/publications.html
Αναδημοσίευση άρθρου: http://wp.me/pPn6Y-2jw

Συνέχεια...

Η επαναστατική δύναμη της Οικολογίας [1]

Posted: by παντιγέρα in
0
Μια συνέντευξη με τον Κορνήλιο Καστοριάδη (1993)

Η συνέντευξη αυτή δόθηκε το 1993 στο γαλλικό περιοδικό «Πράσινος Πλανήτης» και από μας βρέθηκε στον τόμο «The Rising Tide of Insignificancy» του Κορνήλιου Καστοριάδη που
δημοσιεύεται στη σελίδα www.notbored.org . Μεταφράστηκε από τα αγγλικά από το «Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία» στα τέλη Μαρτίου του 2006 (www.terminal119.gr ). Όλες οι υποσημειώσεις ανήκουν στον ανώνυμο μεταφραστή που απέδωσε το κείμενο στα αγγλικά και μεταφράζονται αυτούσιες. Η πρώτη εμφάνισή της συνέντευξης στα ελληνικά, με τίτλο «Η παγκόσμια ανισορροπία και η επαναστατική δύναμη της οικολογίας», έγινε το 1993 από τον Κ. Σπαντιδάκη για το «Κοινωνία και Φύση» (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος)


Pascale Egre: Τι είναι για σας η Οικολογία;
Κορνήλιος Καστοριάδης: Η οικολογία αποτελεί την κατανόηση του βασικού γεγονότος
ότι η κοινωνική ζωή δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη με ένα κεντρικό τρόπο το
περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται αυτή η κοινωνική ζωή. Όλως περιέργως, αυτή
η κατανόηση μοιάζει να έχει υπάρξει σε μεγαλύτερο βαθμό προηγουμένως, σε άγριες ή
παραδοσιακές κοινωνίες. Ακόμη και μια γενιά πριν, στην Ελλάδα, υπήρχαν αγρότες που
ανακύκλωναν σχεδόν τα πάντα. Στη Γαλλία, η διατήρηση των ρέοντων υδάτων, των
δασών και πάει λέγοντας έχει αποτελέσει ένα ανανεούμενο ενδιαφέρον για αιώνες. Χωρίς
καμιά «επιστημονική γνώση», οι άνθρωποι είχαν μια απλοϊκή αλλά σαφή επίγνωση της
ζωτικής τους εξάρτησης από το περιβάλλον [δες επίσης και την ταινία (του Akira
Kurosawa) Dersu Uzala]. Αυτό άλλαξε ριζικά με τον καπιταλισμό και τη σύγχρονη
τεχνοκρατία[2], που είναι βασισμένα στην αέναη και ραγδαία αύξηση της παραγωγής και
της κατανάλωσης και τα οποία συνεπάγονται ήδη κάποια προφανή σήμερα
καταστροφικά αποτελέσματα για την οικόσφαιρα της Γης. Αν σας φαίνονται βαρετές οι
επιστημονικές συζητήσεις, απλώς ρίξτε μια ματιά στις παραλίες ή στον αέρα των
μεγαλουπόλεων. Οπότε, δεν μπορούμε πλέον να πιστεύουμε σε μια πολιτική, που να
αξίζει το όνομά της, από την οποία θα έλλειπε ένα σοβαρό ενδιαφέρον για την οικολογία

P.E.: Μπορεί η οικολογία να γίνει επιστημονική;
Κ.Κ.: Η οικολογία είναι βασικά πολιτική. Δεν είναι «επιστημονική». Η επιστήμη είναι
ανίκανη, ως επιστήμη, να θέσει τα όρια ή τους σκοπούς της [finalités]. Αν η επιστήμη
ερωτηθεί για το πιο ικανό ή το πιο οικονομικό μέσο εξολόθρευσης του πληθυσμού της
Γης, είναι ικανή (θα έπρεπε να είναι ικανή!) να σας παράσχει μια επιστημονική απάντηση.
Ως επιστήμη, δεν έχει απολύτως τίποτα να πει σε σχέση με το αν αυτό το σχέδιο είναι
«καλό» ή «κακό». Κάποιος μπορεί, κάποιος πρέπει, σίγουρα, να θέσει σε κίνηση τις
πηγές της επιστημονικής έρευνας για να εξερευνήσει τον αντίκτυπο που μια τέτοια και μια
τέτοια ενέργεια, εντός της σφαίρας της παραγωγής, μπορούν να έχουν πάνω στο
περιβάλλον ή, κάποιες φορές, το μέσο αποφυγής κάποιου ανεπιθύμητου παράπλευρου
αποτελέσματος. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, η απάντηση μπορεί να είναι μόνο πολιτική.
Το να πούμε, όπως λέχθηκε απ’ όσους υπέγραψαν την «Έκκληση της
Χαϊλδεβέργης» (την οποία, από την πλευρά μου, μάλλον θα ονόμαζα Έκκληση της
Νυρεμβέργης), ότι η επιστήμη και μόνο η επιστήμη μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα,
είναι αποκαρδιωτικό. Ερχόμενη από τόσο πολλούς κατόχους του βραβείου Νόμπελ,
εκφράζει μια βασική αγραμματοσύνη, μια αποτυχία να στοχαστούν πάνω στην ίδια τους
τη δραστηριότητα, και την πλήρη ιστορική αμνησία[3]. Δηλώσεις σαν κι αυτήν γίνονται
όταν, όπως και λίγα χρόνια πριν, οι βασικοί εφευρέτες και κατασκευαστές των πυρηνικών
βομβών διακήρυσσαν δημοσίως μια βαθειά μεταμέλεια, χτυπώντας τα στήθη τους,
φωνάζοντας για την ενοχή τους κοκ. Μπορώ να αναφέρω τους Οπενχάϊμερ και Ζαχάροφ,
για να μην πούμε άλλους. Είναι ακριβώς η ανάπτυξη της τεχνοεπιστήμης και το γεγονός
ότι οι επιστήμονες δεν είχαν ποτέ, και δε θα έχουν ποτέ, οτιδήποτε να πούνε σε σχέση με
τη χρήση της ή ακόμη και τον καπιταλιστικό της προσανατολισμό που δημιούργησε το
περιβαλλοντικό πρόβλημα και την παρούσα βαρύτητα του προβλήματος. Και αυτό που
παρατηρούμε σήμερα είναι το τεράστιο περιθώριο της αβεβαιότητας που περιέχεται στα
στοιχεία και τις εξελικτικές προοπτικές για το περιβάλλον της Γης. Αυτό το περιθώριο,
προφανώς, έχει δύο πλευρές. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι οι πιο σκοτεινές
προοπτικές είναι και οι πιο πιθανές.
Το αληθινό ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι αυτό αλλά η πλήρης εξαφάνιση της
σωφροσύνης, της φ ρ ο ν ή σ ε ω ς. Δεδομένου ότι κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά
ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα οδηγήσει ή όχι σε μια άνοδο της στάθμης της
θάλασσας, ούτε και πόσα χρόνια θα πάρει μέχρι η τρύπα του όζοντος να καλύψει όλη την
ατμόσφαιρα, η μόνη συμπεριφορά που μπορούμε να υιοθετήσουμε είναι αυτή του
diligens pater familias, του ευσυνείδητου ή συνεπούς πατέρα της οικογένειας που λέει
στον εαυτό του «Αφού το ρίσκο είναι τεράστιο και ακόμη και οι πιθανότητες είναι
αβέβαιες, θα προχωρήσω με τη μεγαλύτερη επιφύλαξη [σωφροσύνη] και όχι σα να ήταν
όλο το ζήτημα επουσιώδες».
Τώρα, αυτού που γινόμαστε μάρτυρες προς το παρόν, για παράδειγμα κατά τη
διάρκεια του Καρναβαλιού του Ρίο (που του έχει δοθεί η ταμπέλα της «Διάσκεψης»), είναι
η πλήρης ανευθυνότητα. Αυτή η πλήρης ανευθυνότητα μπορεί να ιδωθεί στην
αποφασιστικότητα του Προέδρου George Herbert Walker Bush και των φιλελεύθερων {με
την ευρωκεντρική έννοια των συντηρητικών οπαδών της «ελεύθερης αγοράς»}, οι οποίοι
επικαλούνται ακριβώς την αντίθετη πλευρά του επιχειρήματος της αβεβαιότητας (καθώς
τίποτα δεν έχει «αποδειχθεί», ας συνεχίσουμε όπως και πριν . . . ). Μπορεί να ιδωθεί
στην τερατώδη συμμαχία μεταξύ των δεξιών Αμερικάνων Προτεσταντών και της
Καθολικής Εκκλησίας να εναντιωθούν σε οποιαδήποτε βοήθεια ελέγχου των γεννήσεων
στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όταν η σύνδεση ανάμεσα στη δημογραφική έκρηξη και τα
περιβαλλοντικά προβλήματα είναι έκδηλη. Την ίδια στιγμή — το μέγεθος της υποκρισίας
— κάποιοι ισχυρίζονται ότι ενδιαφέρονται για το βιοτικό επίπεδο αυτών των πληθυσμών.
Για να βελτιώσει όμως κάποιος το βιοτικό επίπεδο εκεί θα έπρεπε να επιταχύνει την
καταστροφική παραγωγή και κατανάλωση των μη ανανεώσιμων πηγών.

P.E.: Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του Ρίο, δύο συμβάσεις, με κάποια ιστορική
σημασία το καθένα υιοθετήθηκαν: η σύμβαση για την κλιματική αλλαγή και η άλλη για τη
βιο-ποικιλότητα. Αποτελούν κι αυτές κομμάτι του «Καρναβαλιού»;
Κ.Κ.: Ναι, καθώς δεν προτείνουν συγκεκριμένα μέτρα και δε συνοδεύονται από
συγκεκριμένες κυρώσεις. Είναι οι τιμές που αποδίδει το Κακό στην Αρετή. Και μια λέξη
για τη βιο-ποικιλότητα. Κάποιος/-α θα έπρεπε να θυμάται ότι από όσους υπέγραψαν την
Έκκληση της Νυρεμβέργης κανείς δεν ξέρει πόσα ζωντανά είδη μπορούν να βρεθούν
σήμερα στη Γη. Οι υπολογισμοί γίνονται μέσα στην κλίμακα των 10 και των 30
εκατομμυρίων ειδών, αλλά ακόμη και η κλίμακα των 100 εκατομμυρίων έχει τεθεί στο
τραπέζι. Τώρα, από αυτά τα είδη, γνωρίζουμε μόνο ένα μέσο ποσοστό. Αυτό που
γνωρίζουμε, ωστόσο, με σχετική βεβαιότητα είναι ο αριθμός των ζωντανών ειδών που
εξαφανίζονται κάθε χρόνο, συγκεκριμένα μέσω της καταστροφής των τροπικών δασών.
Σήμερα, ο E. O. Wilson υπολογίζει ότι, τα επόμενα τριάντα χρόνια, θα έχουμε
εξολοθρεύσει περίπου το 20% των υπαρχόντων ειδών — ή, για να χρησιμοποιήσουμε το
χαμηλότερο συνολικό υπολογισμό, γύρω στα 70,000 είδη το χρόνο, διακόσια είδη την
ημέρα! Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη σκέψη, η καταστροφή ενός μόνο είδους
μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση της ισορροπίας, συνεπώς την καταστροφή, ενός
ολόκληρου οικό-τοπου[4].

P.E.: Διαβάζοντας κάποια από τα άρθρα σας, κάποιος θα μπορούσε να έχει την
εντύπωση ότι η οικολογία αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου που καλύπτει μια
επανα-διαπραγμάτευση όχι μόνο της επιστήμης αλλά και του οικονομικού-πολιτικού
συστήματος. Είστε ένας επαναστάτης;
Κ.Κ.: Η επανάσταση δε σημαίνει χείμαρρους αίματος, την κατάληψη των Χειμερινών
Ανακτόρων κοκ. Η επανάσταση σημαίνει τον ριζικό μετασχηματισμό των θεσμών της
κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, φυσικά είμαι επαναστάτης. Αλλά για να υπάρξει μια
επανάσταση με αυτή την έννοια, προφανείς αλλαγές πρέπει να λάβουν χώρα στην ψυχο-
κοινωνική οργάνωση του δυτικού ανθρώπου, στη στάση που έχει για τη ζωή, εν
συντομία, στο φαντασιακό του. Η ιδέα ότι ο μόνος σκοπός στη ζωή μας είναι να
παράγουμε και να καταναλώνουμε περισσότερο — μια ιδέα που είναι και παράλογη και
εξευτελιστική — πρέπει να εγκαταλειφθεί. Το καπιταλιστικό φαντασιακό της ψευτο-
ορθολογικής ψευδο-κυριαρχίας, της άνευ ορίων επέκτασης, πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνει μόνο από όλους τους άνδρες και τις γυναίκες. Ένα
άτομο, ή μια οργάνωση μόνο, μπορούν – στην καλύτερη περίπτωση – να
προετοιμάσουν, να ασκήσουν κριτική, να διεγείρουν, να σκιαγραφήσουν πιθανές
κατευθύνσεις.

P.E.: Ποιο παραλληλισμό θα μπορούσαμε να κάνουμε ανάμεσα στην υποχώρηση του
μαρξισμού και στη ραγδαία ανάπτυξη της πολιτικής οικολογίας;
Κ.Κ.: Η σχέση τους είναι προφανώς περίπλοκη. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει κανείς να
παρατηρήσει ότι ο Μαρξ μετέχει πλήρως του καπιταλιστικού φαντασιακού: σύμφωνα με
αυτόν, όπως και με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής του, τα πάντα εξαρτώνται από
την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων. Όταν η παραγωγή φθάνει σε ένα αρκετά
υψηλό επίπεδο είναι κανείς σε θέση να μιλήσει για μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία, για
μια κοινωνία ισότητας και πάει λέγοντας. Δεν βρίσκει κανείς στον Μαρξ καμία κριτική της
καπιταλιστικής τεχνικής, είτε όσον αφορά την μέθοδο παραγωγής είτε όσον αφορά τον
τύπο και τη φύση των προϊόντων που παράγονται. Για αυτόν, η καπιταλιστική τεχνική και
τα προϊόντα της αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας της ανθρώπινης
προόδου. Ούτε ασκεί κριτική στην εργασιακή διαδικασία του εργοστασίου. Επικρίνει,
βεβαίως, μερικά «υπερβολικά» στοιχεία αλλά, υπό αυτήν τη μορφή, αυτή η οργάνωση
φαίνεται για αυτόν να αποτελεί μια πραγμάτωση της ορθολογικότητας, χωρίς την
προσθήκη εισαγωγικών. Το βασικό κομμάτι της κριτικής του έχει να κάνει με την χρήση
αυτής της τεχνικής και αυτής της οργάνωσης: πως, δηλαδή, από αυτές επωφελείται μόνο
το κεφάλαιο και όχι η ανθρωπότητα ως σύνολο. Δεν εντοπίζει την ανάγκη να γίνει μια
εσωτερική κριτική στην τεχνική και την οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής.
Το ότι ο Μαρξ «ξεχνάει» αυτά τα πράγματα είναι περίεργο, λόγω του ότι στην
εποχή του αυτή η σκέψη απασχολεί πολλούς συγγραφείς. Ας θυμηθούμε, για να
αναφερθούμε σε ένα γνωστό παράδειγμα, τους Άθλιους του Βικτόρ Ουγκό. Όταν, με
σκοπό να σώσει τον Μάριο, ο Γιάννης Αγιάννης τον κουβαλάει μέσα από τους
υπονόμους του Παρισιού, ο Ουγκό παραδίδεται σε μία από τις πολυαγαπημένες
παρεκβάσεις του. Βασισμένος, χωρίς αμφιβολία, στους υπολογισμούς των μεγάλων
χημικών της εποχής, πιθανόν του Justus Liebig, λέει πως από το Παρίσι καταλήγει στην
θάλασσα κάθε χρόνο, μέσω των υπονόμων του, χρηματικό ποσό ίσο με 500 εκατομμύρια
χρυσά φράγκα. Αυτό το αντιπαραβάλλει στη συμπεριφορά των κινέζων αγροτών, οι
οποίοι λιπαίνουν το χώμα με τα δικά τους περιττώματα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο
μας λέει ουσιαστικά ότι το έδαφος της Κίνας είναι τόσο εύφορο όσο ήταν και την πρώτη
μέρα της Δημιουργίας. Γνωρίζει πως οι παραδοσιακές οικονομίες ήταν οικονομίες
ανακύκλωσης, ενώ η σημερινή είναι μια οικονομία σπατάλης.
Ο Μαρξ όλα αυτά τα παραβλέπει ή τα περιθωριοποιεί. Και αυτό επρόκειτο να
παραμείνει, μέχρι το τέλος, η τοποθέτηση του μαρξιστικού κινήματος. Αρχίζοντας από το
τέλος της δεκαετίας του 50’, αρκετοί παράγοντες θα ενώνονταν προκειμένου να αλλάξει
αυτή η κατάσταση. Καταρχάς, μετά το εικοστό συνέδριο του ρωσικού Κομμουνιστικού
Κόμματος, την ουγγρική επανάσταση το ίδιο έτος (1956), την Πολωνία, την Πράγα και
πάει λέγοντας, η μαρξιστική ιδεολογία χάνει την γοητεία της. Κατόπιν άρχισε η κριτική της
καπιταλιστικής τεχνικής. Σε αυτό αναφέρομαι σε ένα από τα κείμενά μου του 1957, «Το
περιεχόμενο του Σοσιαλισμού»[5], όπου ανέπτυξα μια εκ βάθρων κριτική στον Μαρξ, για
το ότι παραμελεί εντελώς την κριτική στην καπιταλιστική τεχνολογία, ειδικότερα σε ότι
αφορά το στάδιο της παραγωγής, ότι συμμερίζεται εντελώς, εν προκειμένω, την κυρίαρχη
αντίληψη της εποχής του. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, οι άνθρωποι άρχιζαν να
ανακαλύπτουν τον όλεθρο που ο καπιταλισμός επέφερε στο περιβάλλον. Ένα από τα
πρώτα βιβλία που άσκησαν μεγάλη επιρροή ήταν το «Silent Spring»[6] (Η σιωπηλή
Άνοιξη) της Rachel Carson, το οποίο περιέγραψε τις καταστροφές που τα εντομοκτόνα
επέφεραν στο περιβάλλον: τα εντομοκτόνα καταστρέφουν τα παράσιτα των φυτών αλλά
και, συγχρόνως, έντομα - επομένως και τα πουλιά που τρέφονται από αυτά. Αυτό είναι
ένα σαφές παράδειγμα μιας κυκλικής οικολογικής ισορροπίας και της ολοσχερούς
καταστροφής της μέσω της καταστροφής ενός μόνο από τα συστατικά της στοιχεία.
Μια οικολογική συνείδηση άρχισε κατόπιν να διαμορφώνεται. Αναπτύχθηκε
ακόμα γρηγορότερα, καθώς νέοι άνθρωποι, δυσαρεστημένοι με το καθεστώς των
πλούσιων χωρών, δεν μπορούσαν πια να εντάξουν τις κριτικές τους μέσα στα
παραδοσιακά μαρξιστικά κανάλια που καταντούσαν σχεδόν γελοία. Κριτικές που
στηρίζονταν επάνω στη συνεχή μεγέθυνση της φτώχειας δεν ανταποκρίνονταν πια στην
πραγματικότητα· δεν θα μπορούσε κανείς πλέον να κατηγορήσει τον καπιταλισμό πως
οδηγεί τους εργάτες στη λιμοκτονία από τη στιγμή που η κάθε οικογένεια της εργατικής
τάξης είχε από ένα - και μερικές φορές δύο - αυτοκίνητα. Συγχρόνως, υπήρξε μια
συγχώνευση των καθιερωμένων οικολογικών ζητημάτων με τα αντιπυρηνικά ζητήματα.

P.E.: Αποτελεί, τότε, η οικολογία τη νέα «τελευταία μεγάλη ιδεολογία»;
Κ.Κ.: Όχι, δεν θα έλεγα αυτό. Και εν πάσει περιπτώσει, η οικολογία δεν πρόκειται να γίνει
ιδεολογία υπό την παραδοσιακή έννοια του όρου. Αλλά η αναγκαιότητα να ληφθεί το
περιβάλλον καθώς και η ισορροπία μεταξύ της ανθρωπότητας και των πόρων του
πλανήτη σοβαρά υπόψη, είναι προφανής για οποιαδήποτε αληθινή και σοβαρή πολιτική.
Η φρενήρης πορεία της αυτονομημένης τεχνο-επιστήμης και η τεράστια δημογραφική
έκρηξη που θα συνεχίσει να γίνεται αισθητή για τουλάχιστον μισό αιώνα μας το
επιβάλλουν. Η προσπάθεια να ληφθούν αυτά υπόψη πρέπει να διαμορφωθεί μέσα σε
ένα τέτοιο πολιτικό πρόταγμα, που δε θα εξαντλείται αποκλειστικά στην οικολογία αλλά
θα την υπερβαίνει. Και εάν δεν υπάρξει ένα νέο κίνημα, καμία επανα-αφύπνιση του
δημοκρατικού προτάγματος, η οικολογία θα μπορούσε εύκολα να ενσωματωθεί σε μια
νέο-φασιστική ιδεολογία. Ενόψει μιας παγκόσμιας οικολογικής καταστροφής,
παραδείγματος χάριν, κάποιος/κάποια μπορεί πολύ εύκολα να δει αυταρχικά καθεστώτα
να επιβάλλουν δρακόντειους περιορισμούς σε έναν πανικόβλητο και απαθή πληθυσμό.
Η παρεμβολή της οικολογικής συνιστώσας σε ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό
πρόταγμα είναι απολύτως αναγκαία. Και είναι τόσο επιτακτική, ώστε η επαναξιολόγηση
της παρούσας κοινωνίας, οι αξίες και οι προσανατολισμοί, που υπονοείται από ένα τέτοιο
πρόταγμα, είναι αδιαχώριστη από την κριτική του φανταστικού «της ανάπτυξης» με το
οποίο ζούμε[7].

P.E.: Είναι τα γαλλικά οικολογικά κινήματα φορείς ενός τέτοιου προτάγματος;
K.K.: Πιστεύω πως μεταξύ των Πρασίνων (les Verts) όπως επίσης και μεταξύ των μελών
της Génération Écologie, η πολιτική συνιστώσα είναι ανεπαρκής[8]. Δεν ασχολούνται
καθόλου με τις ανθρωπολογικές δομές της σύγχρονης κοινωνίας, με τις πολιτικές και
θεσμικές δομές, με το τι σημαίνει πραγματική δημοκρατία, με τα ερωτήματα που θα
προέκυπταν από την παλινόρθωση και τη λειτουργία της και πάει λέγοντας. Τα κινήματα
ασχολούνται, ως επί το πλείστο, με ζητήματα που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον και
σχεδόν αδιαφορούν για τα καυτά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Είναι κατανοητό το
γιατί δεν επιθυμούν να χαρακτηρίζονται «ούτε δεξιοί ούτε αριστεροί». Αλλά αυτό το
«ζήτημα τιμής», το να μην παίρνεις θέση για τα καυτά πολιτικά ερωτήματα της εποχής,
είναι μια στάση αρκετά εκτεθειμένη σε κριτική. Τα κινήματα αυτά τείνουν έτσι να
μετατραπούν σε λόμπυ.
Ακόμα και όταν εκφράζουν ένα ενδιαφέρον για την πολιτική διάσταση, αυτό μου
φαίνεται και πάλι ανεπαρκές. Αυτό έγινε στη Γερμανία, όπου οι Πράσινοι εφάρμοσαν
έναν νόμο ανακλητότητας των εκπροσώπων τους. Η εναλλαγή και η ανακλητότητα
αποτελούν κεντρικές ιδέες των πολιτικών μου συλλογισμών. Διαχωρισμένοι, όμως, από
τα υπόλοιπα, δεν διατηρούν πια κανένα νόημα. Έτσι συνέβη και στη Γερμανία, όπου,
αφού εισήχθησαν στο κοινοβουλευτικό σύστημα έχασαν κάθε νόημα. Ο λόγος ήταν πως
ο χαρακτήρας του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι να εκλέγει «εκπροσώπους» για
πέντε χρόνια με στόχο να ξεφορτωθεί τα πολιτικά ερωτήματα, να αφήνει αυτά τα
ερωτήματα στους «εκπροσώπους», έτσι ώστε να μην ασχολούμαστε με αυτά. Αυτό,
όμως, είναι το αντίθετο του δημοκρατικού προτάγματος.

P.Ε.: Αυτή η καθαρά πολιτική συνιστώσα ενός προτάγματος ριζικής αλλαγής
περιλαμβάνει επίσης τις σχέσεις Βορά-Νότου;
Κ.Κ.: Φυσικά, είναι ένας εφιάλτης το να βλέπεις καλοταϊσμένους ανθρώπους να
κοιτάζουν τους Σομαλούς ετοιμοθάνατους απ’ την πείνα και έπειτα να γυρίζουν ξανά
στον ποδοσφαιρικό τους αγώνα. Αλλά είναι επίσης, από τη ρεαλιστικότερη σκοπιά, μια
τρομερά βραχυπρόθεσμη στάση. Οι άνθρωποι κλείνουν τα μάτια τους και αφήνουν
αυτούς τους ανθρώπους να συνεχίζουν να λιμοκτονούν. Αλλά μακροπρόθεσμα, αυτοί
δεν θα αφήσουν τους εαυτούς τους να συνεχίσουν να πεθαίνουν της πείνας. Η λαθραία
μετανάστευση αυξάνεται καθώς οι δημογραφικές πιέσεις μεγαλώνουν, και αυτό που είναι
σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε δει τίποτα ακόμη. Οι Τσικάνος περνάνε τα σύνορα Μεξικού-
Αμερικής ουσιαστικά χωρίς κανένα εμπόδιο, και σύντομα δεν θα είναι μόνο οι Μεξικάνοι.
Σήμερα, στην περίπτωση της Ευρώπης, διέρχονται, μεταξύ άλλων περιοχών από τα
στενά του Γιβραλτάρ. Και αυτοί δεν είναι Μαροκινοί: είναι άνθρωποι που έρχονται από
όλες τις γωνίες της Αφρικής, ακόμη και από την Αιθιοπία ή την ακτή του Ελεφαντοστού,
οι οποίοι υπομένουν αφάνταστες ταλαιπωρίες ούτως ώστε να φτάσουν στη Ταγγέρη και
να καταφέρουν να πληρώσουν τους λαθρέμπορους. Όμως αύριο, δεν θα υπάρχει πλέον
Γιβραλτάρ. Υπάρχουν ίσως 40,000 χιλιόμετρα Μεσογειακής ακτής, αυτό που ο
Γουίνστον Τσόρτσιλ αποκάλεσε «η αχίλλειος πτέρνα της Ευρώπης». Ήδη, φυγάδες από
το Ιράκ περνάνε μέσα από τη Τουρκία και λαθραία εισέρχονται στην Ελλάδα. Ύστερα,
υπάρχει όλο το Ανατολικό σύνορο των Δώδεκα. Θα υψώσουν πάλι ένα νέο Τείχος του
Βερολίνου 3.000 ή 4.000 χιλιόμετρα μακρύ με σκοπό να εμποδίσει τους πεινασμένους
Ανατολικούς από το να εισέλθουν στο πλούσιο ήμισυ της Ευρώπης; Γνωρίζουμε ότι μια
τεράστια οικονομική και κοινωνική ανισορροπία υπάρχει μεταξύ της πλούσιας Δύσης και
του υπόλοιπου κόσμου. Αυτή η ανισορροπία δεν ελαττώνεται: αυξάνεται. Το μόνο
πράγμα που η «πολιτισμένη» Δύση εξάγει σε αυτές τις χώρες, αντί για πολιτισμό, είναι
πραξικοπηματικές τεχνικές, όπλα και τηλεοράσεις που επιδεικνύουν καταναλωτικά
πρότυπα τα οποία είναι ανέφικτα γι’ αυτούς τους φτωχούς πληθυσμούς. Αυτή η
ανισορροπία δεν θα κατορθώσει να συνεχιστεί, εκτός αν η Ευρώπη γίνει ένα
αστυνομοκρατούμενο φρούριο.

P.Ε.: Τι γνώμη έχετε για το βιβλίο του Luc Ferry[9], το οποίο εξηγεί ότι οι Πράσινοι (les
Verts) είναι οι φορείς μιας συνολικής θέασης του κόσμου η οποία αμφισβητεί τη σχέση του
ανθρώπου με τη φύση;
Κ.Κ.: Το βιβλίο του Luc Ferry διαλέγει τον λάθος εχθρό και εν τέλει γίνεται μια πράξη
αντιπερισπασμού. Τη στιγμή που το σπίτι έχει πιάσει φωτιά, όταν ο πλανήτης κινδυνεύει,
ο Ferry τα βάζει με τον εύκολο στόχο: κάποιους περιθωριακούς ιδεολόγους οι οποίοι δεν
είναι ούτε αντιπροσωπευτικοί αλλά ούτε και αληθινή απειλή και δε λέει ούτε μία λέξη, ή
μετά βίας μία, γύρω από τα αληθινά προβλήματα. Την ίδια στιγμή, αντιπαρατίθεται σε μια
«νατουραλιστική» ιδεολογία, μια εντελώς επιφανειακά «ουμανιστική» ή
«ανθρωποκεντρική» ιδεολογία. Ο άνθρωπος είναι ριζωμένος σε κάτι άλλο έξω από τον
εαυτό του, το γεγονός ότι δεν είναι ένα «φυσικό» ον δε σημαίνει ότι αιωρείται στο κενό.
Είναι ανώφελο το να επανερχόμαστε, συνέχεια, στο πεπερασμένο του ανθρωπίνου όντος
όταν μιλάμε για τη φιλοσοφία της γνώσης και να ξεχνάμε αυτό το περιορισμένο όταν
μιλάμε για την πρακτική φιλοσοφία.

P.Ε.: Υπάρχει φιλόσοφος, θεμελιωτής της οικολογίας;
Κ.Κ.: Δεν βλέπω κανένα φιλόσοφο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο θεμελιωτής
της οικολογίας. Σίγουρα υπάρχει, μεταξύ των Άγγλων, Γερμανών και Γάλλων
Ρομαντικών, μία «Αγάπη της φύσης». Αλλά η οικολογία δεν είναι «η αγάπη της φύσης».
Είναι η αναγκαιότητα του αυτό-περιορισμού (δηλαδή, η αληθινή ελευθερία ) του
ανθρωπίνου είδους σε σχέση με τον πλανήτη πάνω στον οποίο, από τύχη, υπάρχει και
τον οποίο έχει βαλθεί να καταστρέψει. Από την άλλη πλευρά, σίγουρα κάποιος μπορεί να
βρει σε διάφορες φιλοσοφίες αυτή την υπεροψία, αυτή την ύβρη, όπως έλεγαν οι αρχαίοι
Έλληνες, την υπερβολική οίηση ή την προπετή υπερβολή, οι οποίες ενθρονίζουν τον
άνθρωπο στη θέση του «άρχοντα και κυρίου της φύσης» — ένας ισχυρισμός που είναι
στην πραγματικότητα εντελώς γελοίος. Δεν είμαστε καν άρχοντες αυτού που εμείς θα
κάνουμε, ξεχωριστά, αύριο ή σε μερικές βδομάδες. Όμως, η Ύβρις πάντα προκαλεί τη
Νέμεση, την τιμωρία, και αυτό είναι που διακινδυνεύουμε να συμβεί σε εμάς.

P.E.: Θα ήταν ωφέλιμη μια επανεμφάνιση της αίσθησης του μέτρου και της αρμονίας της
αρχαίας φιλοσοφίας;
Κ.Κ.: Μια επανεμφάνιση της φιλοσοφίας στο σύνολό της θα ήταν ωφέλιμη, λόγω του ότι
διανύουμε μια από τις λιγότερο φιλοσοφικές περιόδους, για να μη πούμε αντιφιλοσοφικές
περιόδους, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η αρχαία Ελληνική συμπεριφορά, εν
τούτοις, δεν ήταν μια συμπεριφορά βασισμένη στο μέτρο και την αρμονία. Ξεκινάει από
την αναγνώριση των αόρατων ορίων της δράσης μας, από την ουσιαστική θνητότητά μας
και από την ανάγκη για αυτό-περιορισμό.

P.E.: Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει την ανύψωση του ενδιαφέροντος για το
περιβάλλον σαν ένα χαρακτηριστικό της επιστροφής του «θρησκευτικού», κάτω από τη
μορφή μίας πίστης στη φύση;
Κ.Κ.: Πρώτα απ’ όλα, δε νομίζω ότι, παρά τα όσα λέει ο κόσμος, ότι θα υπάρξει μια
επιστροφή του θρησκευτικού στις Δυτικές χώρες. Ακολούθως, η οικολογία, ορθώς
θεωρούμενη (και απ’ αυτή την άποψη, αυτό είναι η γενική περίπτωση), δεν κάνει τη φύση
θεότητα και ούτε και τον άνθρωπο βέβαια. Η μόνη σχέση που μπορώ να δω είναι πολύ
έμμεση. Έχει να κάνει με το τι διέπραξε η θρησκεία για να κρατάει στο χέρι σχεδόν όλες
τις κοινωνίες. Ζούμε στην πρώτη κοινωνία, από καταβολής της ιστορίας της
ανθρωπότητας, όπου η θρησκεία δεν καταλαμβάνει το κέντρο της κοινωνικής ζωής. Γιατί
αυτή η τεράστια θέση της θρησκείας μέχρι πρότινος; Επειδή υπενθύμιζε στον άνθρωπο
ότι δεν είναι ο άρχοντας του κόσμου, ότι υπήρχε κάτι άλλο εκτός από αυτόν, το οποίο το
«προσωποποιούσε» με τον έναν ή τον άλλον τρόπο: το ονόμαζε ταμπού, τοτέμ, θεούς
του Ολύμπου — ή Μ ο ί ρ α — Ιεχωβά κτλ. Η θρησκεία παρουσίαζε την Άβυσσο και την
ίδια στιγμή την κάλυπτε δίνοντας της ένα πρόσωπο: είναι ο Θεός, ο Θεός είναι αγάπη
κτλ. Και αυτή με αυτό τον τρόπο ακόμη έδινε νόημα στη ζωή και στο θάνατο του
ανθρώπου. Βέβαια, πρόβαλε πάνω στις θεϊκές δυνάμεις ή πάνω στο μονοθεϊστικό Θεό
κάποιες ουσιαστικές ανθρωπομορφικές και ανθρωποκεντρικές ιδιότητες και έτσι ακριβώς
έδινε νόημα στο υπάρχον. Η Άβυσσος έγινε, κατά κάποιο τρόπο, οικεία και ομοιογενής
με εμάς. Συγχρόνως, όμως, υπενθύμιζε στον άνθρωπο τον περιορισμό του: του
υπενθύμιζε ότι το Ον είναι ανεξερεύνητο και αδάμαστο. Τώρα, μια οικολογία
ενσωματωμένη σε ένα πολιτικό πρόταγμα της αυτονομίας πρέπει να υποδεικνύει αυτόν
τον περιορισμό του ανθρώπου όπως επίσης και να του υπενθυμίζει ότι το Ον δεν έχει
νόημα, ότι είμαστε εμείς αυτοί οι οποίοι δημιουργούμε το νόημα ιδίω κινδύνω (και με τη
μορφή των διάφορων θρησκειών…)[10]. Υπάρχει συνεπώς, υπό μία έννοια, εγγύτητα,
αλλά υπό μια άλλη έννοια, αμείωτη αντίθεση.

P.E.: Συνεπώς, περισσότερο από την άμυνα της φύσης επιθυμείτε την υπεράσπιση του
ανθρώπου;
Κ.Κ.: Η υπεράσπιση του ανθρώπου εναντίον του εαυτού του, αυτό είναι το ζήτημα. Ο
κυριότερος κίνδυνος για τον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Καμιά φυσική
καταστροφή δεν είναι ισάξια με τις καταστροφές, τις σφαγές, τα ολοκαυτώματα που
δημιουργήθηκαν από τον άνθρωπο ενάντια στον άνθρωπο. Σήμερα, ο άνθρωπος είναι
ακόμη ή περισσότερο από ποτέ εχθρός του ανθρώπου, όχι μόνο επειδή συνεχίζει πιο
πολύ από ποτέ να παραδίδεται σε μια σφαγή των ομοίων του, αλλά ακόμη επειδή
πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται: το περιβάλλον. Την επίγνωση αυτού του
γεγονότος θα έπρεπε κάποιος πρέπει να προσπαθήσει να αφυπνίσει ξανά σε μια εποχή
όπου η θρησκεία, για πολύ καλούς λόγους, δεν μπορεί να παίξει πλέον αυτό το ρόλο.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε στους ανθρώπους τα όρια τους, όχι μόνο τα ατομικά αλλά και
τα κοινωνικά. Δεν είναι μόνο ότι ο καθένας μας υπόκειται στο φυσικό νόμο και ότι μια
μέρα θα πεθάνει. Είναι ότι όλοι εμείς μαζί δεν μπορούμε να κάνουμε ακριβώς τίποτα:
οφείλουμε να αυτό-περιοριζόμαστε. Η Αυτονομία — η αληθινή ελευθερία — είναι ο αυτό-
περιορισμός που είναι αναγκαίος όχι μόνο στους κανόνες της ενδοκοινωνικής
συμπεριφοράς αλλά επίσης και στους κανόνες που υιοθετούμε στη συμπεριφορά μας
προς το περιβάλλον.

P.E.: Αισιοδοξείτε γύρω από αυτή την αφύπνιση της επίγνωσης των ανθρώπινων ορίων;
Κ.Κ.: Υπάρχει, στους ανθρώπους, μια δημιουργική δύναμη, μια δυνατότητα να
μεταβάλλουν αυτό που είναι, η οποία εκ φύσεως και εξ’ ορισμού είναι απροσδιόριστη και
απρόβλεπτη. Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι καθαυτό θετικό ή αρνητικό και το να μιλάμε για
αισιοδοξία ή απαισιοδοξία σε αυτό το επίπεδο είναι απλώς επιπόλαιο. Ο άνθρωπος, ως
δημιουργός δύναμη, είναι «άνθρωπος» όταν χτίζει τον Παρθενώνα ή τον καθεδρικό ναό
της Παναγίας των Παρισίων, όπως επίσης και όταν στήνει το Άουσβιτς ή το Γκούλαγκ. Η
συζήτηση γύρω από την αξία αυτών που δημιουργεί ξεκινάει ύστερα (και είναι προφανώς
η πιο σημαντική). Σήμερα, υπάρχει αυτό το αγωνιώδες ερώτημα σχετικά με το ότι η
σημερινή κοινωνία ολισθαίνει σε ένα όλο και πιο κενό είδος επανάληψης. Κατόπιν, αν
υποθέσουμε ότι αυτή η επανάληψη μπορεί να δώσει μια κατεύθυνση αναγέννησης της
ιστορικής δημιουργίας, η διερώτηση θα αναφέρεται στη φύση και την αξία αυτής της
δημιουργίας. Δε μπορούμε ούτε να αγνοήσουμε και να αποσιωπήσουμε αυτά τα
ερωτήματα ούτε και να απαντήσουμε εκ των προτέρων σε αυτά. Αυτό είναι η ιστορία.


[1] Εκδόθηκε για πρώτη φορά στο La Planète Verte (Paris: Bureau des élèves des sciences
politiques, 1993), σελ 21-25. Η συνέντευξη δόθηκε στον Pascale Egré. [Μια πρώτη μετάφραση,
αμφιβόλου ποιότητας, εμφανίστηκε με τον τίτλο «World Imbalance and the Revolutionary Force of Ecology» στο περιοδικό Society and Nature, 5 (Ιανουάριος 1994): 81-90. Μεταφράζοντας ξανά αυτό το άρθρο, χρησιμοποιήσαμε ένα φωτοαντίγραφο του Καστοριάδη όπου ο ίδιος είχε διορθώσει με το χέρι το κείμενο της συνέντευξης. —T/E]
[2] Είναι περίεργο το να βρίσκεις τον όρο «τεχνοκρατία» να χρησιμοποιείται εδώ, δεδομένης της πολλαπλής άρνησης του Καστοριάδη – που ξεκινά τουλάχιστον από το 1957 – στο ότι μπορεί να είναι δυνατή μια τεχνοκρατία (πχ η εξουσίαση από τους τεχνικούς). Έλεγε συγκεκριμένα στο δεύτερο μέρος από το «Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού»: «Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι γραφειοκρατικός καπιταλισμός. Δεν είναι — και δεν μπορεί να γίνει — ένας τεχνοκρατικός καπιταλισμός. Η ιδέα της τεχνοκρατίας αποτελεί μια κενή γενίκευση των επιφανειακών κοινωνιολόγων, ή ένα όνειρο ζωής των ίδιων των τεχνικών που έρχονται αντιμέτωποι με τη δική τους ανικανότητα και με τον παραλογισμό του παρόντος συστήματος». (PSW 2, σελ. 111-12; CR, σελ. 67 ή «Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού», σελ. 50). Είναι ασαφές, ωστόσο, το αν η χρήση της λέξης αποτελεί μια παραδρομή της γλώσσας από την πλευρά του ομιλητή ή μια λάθος μεταβίβαση της συνέντευξης σε χαρτί [πχ τεχνοεπιστήμης (βλέπε παρακάτω), τεχνοκρατία] από την πλευρά του εκδότη. Η λέξη «τεχνοκρατία» γίνεται ακόμη πιο προβληματική όταν διαβάζουμε, παρακάτω, «ότι οι επιστήμονες ποτέ δεν είχαν και ποτέ δε θα έχουν τίποτα να πουν σε σχέση με τη χρήση της [τεχνο-επιστήμης] ή ακόμη και τον καπιταλιστικό της προσανατολισμό» —T/E. Να σημειώσουμε κι εμείς συμπληρωματικά ότι στη μετάφραση του κειμένου στο Κοινωνία και Φύση στο συγκεκριμένο σημείο υπάρχει η λέξη «τεχνολογία» και όχι «τεχνοκρατία».
[3] Προτάσσοντας μια «επιστημονική οικολογία», που θα αντιτίθεται στις «παράλογες
προκαταλήψεις», η Έκκληση της Χαϊλδεβέργης «δημοσιεύτηκε το 1992 στη Διάσκεψη για τη Γη στο Ρίο ντε Τζανέϊρο. Με το τέλος της διάσκεψης του 1992, 425 επιστήμονες και άλλοι πνευματικοί ηγέτες υπέγραψαν την Έκκληση. . . Σήμερα, περισσότεροι από 4,000 από 106 χώρες έχουν υπογράψει, συμπεριλαμβανόμενων των 72 κατόχων του βραβείου Νόμπελ» σύμφωνα με το Scientific and Environmental Policy Project http://www.sepp.org/heidelberg_appeal.html. —T/E
[4] Ο Καστοριάδης παραθέτει τον E. O. Wilson σε μεγάλη συχνότητα στο κείμενό του «Dead End?» (1988), στη σελίδα 254 του PPA. —T/E
[5] Βλέπε στο "On the Content of Socialism II" στο PSW 2, την αποσπασματική του μορφή στο
CR. T/E
[6] Rachel Carson, «Silent Spring» (Βοστόνη: Houghton Mifflin, 1962). —T/E
[7] Βλέπε το «Σκέψεις πάνω στην Ανάπτυξη και την Ορθολογικότητα» (1977), στα αγγλικά στο PPA. —T/E. Στα ελληνικά το κείμενο βρίσκεται στους «Χώρους του Ανθρώπου».
[8] Οι Les Verts (Οι Πράσινοι) ιδρύθηκαν το 1984 από τον Antoine Waechter ως οι διάδοχοι
διάφορων πολιτικών-οικολογικών σχηματισμών που υπήρχαν πριν τη γαλλική υποψηφιότητα του René Dumont το 1974 για την προεδρεία. Η Génération Écologie αποτελεί το πολιτικό σκέλος, που ιδρύθηκε το 1990, του Brice Lalonde, έναν από τους ηγέτες των φοιτητών στη Σορβόνη κατά το Μάη του 68’, δημιουργού το 1971 των Les Amis de la Terre (Φίλων της Γης). Αυτός ήταν και ο υπεύθυνος της προεδρικής καμπάνιας του Dumont το 1974, ο οποίος επίσης έθεσε υποψηφιότητα για τη γαλλική προεδρεία του 1981 με ένα οικολογικό ψηφοδέλτιο και έπειτα διετέλεσε και Υπουργός Περιβάλλοντος του 1988 υπό την προεδρεία του Γάλλου Σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν.
Το 1992, ένα χρόνο προτού διεξαχθεί η παρούσα συνέντευξη, η Génération Écologie
εξέλεξε 108 υποψηφίους στις δημοτικές εκλογές ενώ και οι αντίπαλοι Verts πέτυχαν τις δικές τους νίκες. Οι συζητήσεις για μια συγχώνευση των δύο ομάδων βούλιαξαν και τελικά η ομάδα τουLalonde υποστήριξε το νέο-γκωλιστή υποψήφιο για προεδρία, και εν τέλει πρόεδρο, Ζακ Σιράκτόσο στις εκλογές του 1995 όσο και του 2002. Καθώς απομακρύνθηκαν από τη στάση του Waechter περί του «Ούτε με τη Δεξιά, Ούτε με την Αριστερά» (δες την επόμενη παράγραφο της παρούσας συνέντευξης), οι Πράσινοι (les Verts) συμμετείχαν στην «πλουραλιστική Αριστερή» κυβέρνηση του σοσιαλιστή πρωθυπουργού Λιονέλ Ζοσπέν μετά την απόφαση του Σιράκ το 97’ να προκηρύξει βιαστικά εκλογές που είχαν ως αποτέλεσμα το να χάσει τη νομοθετική του πλειοψηφία. Ο Waechter πλέον ηγείται ενός πολιτικού-οικολογικού κόμματος, του Mouvement écologiste indépendant, αυτό-χαρακτηριζόμενο ως «100% οικολογικό». Οι πιο πρόσφατες αναφορές δείχνουν σημάδια μιας πιθανής επαναπροσέγγισης με τους Πράσινους (Les Verts). Ας σημειωθεί ότι αυτά δεν ήταν τα μοναδικά οικολογικά-πολιτικά κόμματα που ζητούσαν ψήφο στις γαλλικές εκλογές. Οκτώ πολιτικές-οικολογικές ομάδες και πολλοί άλλοι σχηματισμοί βρίσκονταν μέσα στο μεγάλο αριθμό των πολιτικών οργανώσεων που, όλες μαζί, ηγήθηκαν οι 8,000 υποψήφιοι στις εκλογές του 2002 για 555 θέσεις στην Εθνική Συνέλευση. Σε μια συνεχιζόμενη εκλογική συμμαχία με τους ηττημένους Σοσιαλιστές, οι Πράσινοι ήταν ικανοί να διατηρήσουν μόνο τρεις θέσεις εκείνη τη χρονιά. —T/E
[9] Luc Ferry, The New Ecological Order (1992), μτφ. Carol Volk (Σικάγο: University of Chicago
Press, 1995). —T/E
[10] Πάνω σε αυτά τα θέματα, βλέπε "Η θέσμιση της Κοινωνίας και της θρησκείας" (1982), τώρα στο Θρυμματισμένο Κόσμο (World in Fragments). —T/E

Σχόλια: Μεταφράζουμε και δημοσιεύουμε στα τέλη Μάρτη του 2006 ένα δεύτερο κείμενο-
συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη (μετά τη συνέντευξή του το 96’ περί του γαλλικού
νοέμβρη, «Μια Άνοδος Σημαντικότητας;») με τον τίτλο «Η επαναστατική δύναμη της
Οικολογίας». Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ίσως ο σημαντικότερος πολιτικός στοχαστής και
φιλόσοφος του 20ου αιώνα, από το τη δεκαετία του 70’ αρχίζει να ενσωματώνει στο
σύστημα της κριτικής του και το οικολογικό ζήτημα. Φαίνεται, δε, σχεδόν από όλα τα
τελευταία κείμενά του ότι το οικολογικό ήταν το ζήτημα που τον απασχολούσε
περισσότερο ή τουλάχιστον εξίσου πολύ με άλλα θέματα. Οι πιο εκτενείς αντιμετωπίσεις
του οικολογικού προβλήματος έγιναν, βέβαια, με το βιβλίο «Από την Οικολογία στην
Αυτονομία» (1980), κοινή ομιλία σε πανεπιστήμιο του Βελγίου μαζί με τον Ντανιέλ Κον
Μπεντίτ παρουσία 800 ατόμων, καθώς και με την ομιλία «Οικολογία και Πολιτική» που
δόθηκε το 1993 στο ΑΠΘ (μετά από πρόσκληση του τμήματος Χημικών Μηχανικών!).
Τα βασικά προβλήματα τίθενται και εδώ: η σχέση μεταξύ τεχνο-επιστήμης και πολιτικής,
το γενικότερο θέμα της τεχνικής στον καπιταλισμό που δεν μπορεί παρά να είναι μια
εγγενώς καπιταλιστική τεχνική, το τεράστιο περιβαλλοντικό πρόβλημα, η τάση του
καπιταλιστικού συστήματος για καταστροφή της ζωής κτλ. Τέλος, η σημασία του
αυτοπεριορισμού αλλά και της δημιουργίας για ένα πρόταγμα κοινωνικής και ατομικής
αυτονομίας.
Προκαταβολικά, να επισημάνουμε ότι έπονται άλλες 3 μεταφράσεις που θα δημοσιευτούν
στο site του Terminal 119 μέχρι και τα μέσα Απρίλη. Οι δύο από τις τρεις θα έχουν να
κάνουν με ένα ακόμη αδημοσίευτο κείμενο του Κορνήλιου Καστοριάδη καθώς και με μια
μελέτη του Ian Pirie για το έργο του πολιτικού στοχαστή μέχρι και την περίοδο
συγγραφής της «Φαντασιακής Θέσμισης της Κοινωνίας».
Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική Αυτονομία

Συνέχεια...

back to top