0
Από τη στιγμή που η (οικονομική) κρίση στην Ελλάδα έγινε αντικείμενο ευρείας συζήτησης στα πρωτοσέλιδα των Νεοφιλελεύθερων Ευρωπαϊκών εφημερίδων και κυρίαρχο θέμα στα δελτία ειδήσεων των διεθνών ΜΜΕ, διαφόρων ειδών ιστορίες εμφανίστηκαν σχετικά με το πως «η Ελλάδα αγκομαχά εξαιτίας ενός υπερδιογκωμένου δημοσίου», πως «η εργάσιμη εβδομάδα είναι πολύ μικρή», και «οι πολίτες της χώρας αυτής συνταξιοδοτούνται πρόωρα, εργάζονται λίγο και έχουν ως εθνικό τους σπορ να μην πληρώνουν τους φόρους τους» (χαρακτηριστική είναι η δήλωση της Λαγκάρντ μόλις λίγο πριν τις εκλογές: «Πληρώστε τους φόρους σας για να ανακάμψει η χώρα»). Παρόμοιες εξοργιστικές και ρατσιστικές δηλώσεις βλέπουμε επίσης και στα δημοσιεύματα του Κίτρινου Τύπου (κυρίως των φυλλάδων της Γερμανικής Bild και της Βρετανικής Daily Mail) όπου γίνεται λόγος για «τους τεμπέληδες Έλληνες που συνεχώς απεργούν χωρίς κανένα λόγο και περιμένουν από τους σκληρά εργαζόμενους Ευρωπαίους να χρηματοδοτήσουν το δικό τους lifestyle». (Δείτε επίσης το άρθρο του Marxist.com The myth of the “lazy Greek workers”)
Όσοι, όμως, νομίζουν ότι η Γερμανία αποτελεί μεμονωμένη περιπτώση, είτε πως τα παραπάνω έχουν να κάνουν με περιθωριακού τύπου λαϊκιστικές αντιδράσεις που δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά και όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, βρίσκεται μάλλον εκτός πραγματικότητας. Ακόμα και η «αριστερή» Γαλλική Liberation (που άλλοτε έγραφε ύμνους υπέρ της Ελλάδας) έφτασε στο σημείο να δημοσιεύσει άρθρα με τίτλο: «Οι Ελληνες το παίζουν θύματα, είναι αχάριστοι» στο οποίο γράφει πως: «οι Έλληνες αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την άθλια κατάσταση της χώρας τους» και πως «Η Ελλάδα έχει τάση να το παίζει θύμα και ζητάει συνεχώς χάρες με το επιχείρημα ότι αποτελεί το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Απεναντίας, μετριοπαθέστερες, έως και θετικές, είναι οι δημοσιεύσεις τους για την Ισπανία, την Πορτογαλία, (λιγότερο) για την Ιταλία και πολύ περισσότερο για την Ιρλανδία για την οποία μάλιστα, οι Γερμανικές εφημερίδες της Δεξιάς στην αρχή έγραφαν πως πρόκειται για μια χώρα αναξιοπαθούντων που βασανίζονται άδικα από την ανεργία και την οικονομική κρίση ενώ μερικούς μήνες αργότερα την παρουσίασαν ως παράδειγμα προς μίμηση (δεδομένου μιας πλασματικής ανάκαμψης) σε αντίθεση με την Ελλάδα που αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή, καθώς οι «τεμπέληδες Έλληνες το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να πίνουν ούζο και να ξαπλώνουν στις παραλίες». Όλα αυτά, τη στιγμή που το κατά κεφαλή χρέος της Ιρλανδίας είναι τριπλάσιο από το Ελληνικό (όπως και το αντίστοιχο της Ιταλίας και της Ισπανίας).
Δεν χρειάζεται και πολύ κόπο για να καταλάβει κανείς για ποιό λόγο έχει χυθεί τόσο έντονο ρατσιστικό δηλητήριο για αυτήν την χώρα που πριν από τρία χρόνια υπήρξε το επίκεντρο του πρώτου μαζικού ξεσηκωμού στην μετά-καναλωτική εποχή της κρίσης (βλ. Δεκέμβρης του 2008), ένας ξεκισωμός που λίγο έλειψε να μεταδοθεί και σε πολλές χώρες της Δύσης), εν αντιθέσει με την παθητική στάση των Ιρλανδών οι οποίοι πειθάρχησαν στις εντολές της Ε.Ε και του ΔΝΤ δίχως ιδιαίτερες διαφωνίες. Οι διαμαρτυρίες και η πολιτική ανυπακοή δεν συμβαδίζουν πάντα με το προτεσταντικό φαντασιακό (την πεμπτουσία της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού) το οποίο, κατά τον κοινωνιολόγο Max Weber, θέτει ως κεντρικό πυρήνα κάθε ανθρώπινης επιδίωξης τον εξορθολογισμό, την εργασία και την επιχειρηματικότητα. Ιδιαίτερα για τους Καλβινιστές η άρνηση της εργασίας ακόμη και κάτω από χαμηλές απολαβές αποτελεί παράπτωμα και δείγμα έλλειψης χάριτος. Η σκληρή εργασία (για τους ίδιους) πάντα ανταμείβεται δεδομένου ότι «αποτελεί θεϊκή εντολή». Αυτά τα ήθη έχοντας αρχικά εκκοσμικευτεί και ριζώσει στην καθημερινότητα των ανθρώπων των χωρών του βορρά, καλλιεργούν και τρέφουν τον ανάλογο κοινωνικο-κεντρισμό, και ταυτόχρονα την λογική του ποβερισμού. Με βάση την λογική αυτή, κανείς δεν θα πρέπει να ζει παραπάνω από τις δυνατότητές του, μια έκφραση που δεν αφορά στην έννοια της ολιγάρκειας, την ορθολογική κατανάλωση, αλλά την έλλειψης βασικών πόρων διαβίωσης ως αποτέλεσμα ανθρώπινων προσπαθειών και όχι κοινωνικών, πολιτικών ή οικονομικών συνθηκών. Δηλαδή, μόνο αυτοί που θεωρούνται άξιοι και ικανοί θα μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς, οι υπόλοιποι είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συνθήκες φτώχειας μέχρι να πάψουν να είναι «τεμπέληδες». Έτσι, κάθε οικονομική αποτυχία αντανακλά κάποιου είδους οκνηρία (ή στις πιο ακραίες περιπτώσεις, η αποτυχία οφείλεται και σε βιολογικούς/γενετικούς παράγοντες, όπως πχ χαμηλό δείκτη ευφυίας): όπως άλλωστε και οι νεοφιλελεύθεροι ιεροκήρυκες ισχυρίζονται, «μόνο οι  τεμπέληδες είναι αυτοί που υποφέρουν καθώς το αόρατο χέρι της αγοράς  φροντίζει ν’ ανταμείβει τους σκληρά εργαζόμενους». Αυτή η θρησκευτικού τύπου αντίληψη πως «η σκληρή δουλειά πάντα οδηγεί στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων», παγιώθηκε στις Η.Π.Α την δεκαετία του  50 και 60, πάνω στην οποία χτίστηκε η υπόσχεση του  Αμερικάνικου Ονείρου.
Σε αντίθεση, βέβαια, με όλα αυτά οι κοινωνίες του ευρωπαϊκού νότου (και ιδίως η ελληνική κοινωνία) διατηρούν πολλά στοιχεία επαρχιωτισμού, έχοντας πολύ λιγότερο απορροφήσει την Καλβινιστική νοοτροπία των βιομηχανοποιημένων χωρών. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί παράδοξο όταν οι πολιτικές επιλογές λιτότητας που αποβλέπουν αύξηση των ωρών εργασίας με ταυτόχρονη μείωση των μισθών απορρίπτονται από μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, ενώ για τους κατοίκους βόρειων χωρών η καταδίκη τους αποτελεί πράξη προς αποφυγή και η κοινωνική ανυπακοή δείγμα μή συμμόρφωσης με την κοινωνική πραγματικότητα (η οποία, κάτω από το σκεπτικό του προτεσταντικού φαντασιακού, ανταμείβει πάντα αυτούς που προσπαθούν)! Τί καταλαβαίνουμε, λοιπόν, εδώ; Ότι ο διασυρμός της Ελλάδας αντανακλά ένα είδους σύγκρουσης πολιτισμών και αντιλήψεων, μια σύγκρουση που όσο η ευημερία και οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης κυριαρχούσαν, φάνταζε παρωχημένη και ξεπερασμένη (;hταν όμως αρκετό το ξέσπασμα της κρίσης για να την φέρει και πάλι στην επιφάνεια), μια σύγκρουση που ωστόσο φανερώνει ταυτόχρονα τον ιδιόμορφο αλλά και ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της Ευρώπης, πράγμα που στέκεται εμπόδιο στην ενότητα των λαών.
Ας δούμε, έπειτα, και η στάση του τύπου απέναντι στην «Ισπανική κρίση»: στη συγκεκριμένη χώρα τον τελευταίο χρόνο έχουν ήδη αρχίσει ν’ αναπτύσσονται δυναμικά και οριζόντια κινήματα τα οποία μπορεί να μην συγκρίνονται με αυτά που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, αλλά κάνουν αισθητή την ύπαρξή τους στην πολιτική ζωή του τόπου (με αποκορύφωμα τις συγκρούσεις ανθρακωρύχων και αστυνομίας στην περιοχή Αστούριας) ξεπερνώντας τον γραφικό πασιφισμό των Indignados. Γιατί, όμως, δεν βλέπουμε τα διεθνή ΜΜΕ να επιτίθεται τόσο ωμά εναντίον των Ισπανών δεδομένου ότι και οι ίδιοι (λόγω ιστορικο-πολιτικών συγκυριών) ελάχιστα έχουν επηρεαστεί από τα Καλβινιστικά ήθη; Ούτε, φυσικά, οι ευρωκράτες επεμβαίνουν απροκάλυπτα και ανοιχτά στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας; Εδώ έχουμε και μια άλλη έκφανση του ίδιου του προβλήματος: ο νεοελληνικός τρόπος ζωής φανερά ενσωματώνει πολλά μή Δυτικά στοιχεία, σε αντίθεση με την Ισπανία η οποία θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι του Δυτικού πολιτισμικού μπλοκ. Είναι αλήθεια ότι η ελληνική κοινωνία προσπάθησε να ξεγελάσει τον εαυτό της, καταφέρνοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα να κρύψει τον πραγματικό της οριενταλιστικό της εαυτό, ζώντας μέσα στην εισαγόμενη καταναλωτική φρενίτιδα και θεωρώντας τον εαυτό της κομμάτι της Δύσης (με την οποία ουδέποτε κατάφερε – καλώς ή κακώς – να ενσωματωθεί).
Τη στιγμή που μεγάλο κομμάτι του Ελληνικού πληθυσμού παραμένει πολιτικά ανενεργό, περιμένοντας να έρθει η στιγμή που θα περάσει η μπόρα, όπου όλοι θα ξαναγυρίσουν πίσω στις προμνημονιακές «δόξες» θα πρέπει να καταλάβουμε ότι τα χρόνια της ψεύτικης ευημερίας και του Ευρωπαϊκού ονείρου, στο οποίο οι περισσότεροι πιστέψαμε ελπίζοντας ότι θα μπορούμε να ζούμε πλουσιοπάροχα, αποτελούν, πλέον, παρελθόν. Οι μέρες του καταναλωτισμού πλέον έχει περάσει για τα καλά, όπως και η εποχή που ο μύθος της φιλελεύθερης Δύσης και των καπιταλιστικών παραδείσων (που στο φαντασιακό του μέσου Έλληνα παρέχουν τα πάντα ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια απατηλή βιτρίνα κοινωνιών που παραπαίουν). Έτσι, λοιπόν, βλέποντας τις Δυτικές κοινωνίες (με πρώτη και καλύτερη την Βρετανία) αργά και σταθερά προς την εποχή του ποβερισμού, την απόλυτη δηλαδή εξύψωση του πιο ακραίου εξελικτισμού και του πιο χυδαίου συμβιβασμού με την εξαθλίωση (που στα επίσημα δίκτυα ενημέρωσης προωθείται ως η ιδεολογία του ρεαλισμού) στο σημείο αυτό ας αναρωτηθούμε το εξής: Κατά πόσο η σημερινή εικόνα της «πολιτισμένης» Δύσης αποτελεί αντίδοτο στον (κακώς θεωρούμενο) «παρωχημένο» οριενταλιστικό στοιχείο που διάχυτο συναντά κανείς μέσα στην νεοελληνική κοινωνία; Κατά πόσο η ιστορική λήθη και η απο-πολιτικοποίηση που μαστίζει τον Δυτικό κόσμο ολόκληρο είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε, έτσι ώστε αντί να αυτό-οργανωνόμαστε βολευόμαστε με συνθήματα του τύπου «Ελλάς Ελλάς Αντώνης Σαμαράς», αναζητώντας και πάλι το αποκούμπι μας, την σιγουριά που δήθεν εμπνέει το ευρωπαϊκό όνειρο (το οποίο αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε ότι έχει πια μετατραπεί σε έναν θλιβερό εφιάλτη;) Μήπως, τελικά, τόσο η ελληνική όσο και οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν να τραβήξουν μεγάλο δρόμο μπροστά τους, καθώς είναι καιρός και αυτές να έρθουν σ’ επαφή με τον δικό τους καθρέφτη και να διαυγάσουν με προσοχή την πραγματικότητα που οι ίδιες δημιούργησαν; Μπορούμε έπειτα να αγνοήσουμε το γεγονός ότι στην Ελλάδα του 2012 υπάρχουν ακόμη άτομα που πιστεύουν ότι ένα καθεστώς σαν του Στάλιν ή του Μάο Τσε Τουνκ θα μπορούσε ν’ αποτελεί μια καλή εναλλακτική λύση στα προβλήματά μας ή το ότι πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι να εμπιστεύονται το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους σ’ ένα κόμμα που θεωρεί ότι μας ψεκάζουν τα επιβατικά αεροπλάνα (αναφορικά με το 7,51% των Ανεξάρτητων Ελλήνων); Ως τί μπορούν να χαρακτηριστούν οι δηλώσεις του προέδρου του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, Μάρτιν Σουλτζ: «Η χαοτική κατάσταση στην Ελλάδα και (η) άνοδος των ριζοσπαστικών κομμάτων είναι κάτι τρομακτικό να το φανταστεί κανείς» αν όχι ανησυχητικές;
Όταν για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, φτάνουμε στο σημείο να εκλάβουμε έννοιες όπως «ριζοσπαστισμός» και «εναλλακτικές πολιτικές ιδέες» ως ένα καθ’ αυτό πρόβλημα που εγκυμονεί κινδύνους, σε συνδυασμό με το γεγονός όπου ένα μεγάλο ποσοστό Ευρωπαίων (κυρίως οι ψηφοφόροι των κεντρο-ακρο-δεξιών κομμάτων), που σε  κάποιες περιπτώσεις αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία, επιλέγει να ενημερώνεται  από  φασιστοφυλλάδες τύπου Bild και Daily Mail, διψώντας για αίμα λαών που είναι «κατώτεροι» ή «παράσιτα», τότε μάλλον θα πρέπει να ξανασκεφτούμε αν αυτές οι κοινωνίες που ο κομφορμισμός τις έχει διαβρώσει ολοκληρωτικά αποτελούν για εμάς πρότυπα.  Είναι άλλωστε φανερό ότι και οι ίδιες αδυνατούν να έρθουν σ’ επαφή με  την εν γένει πραγματικότητα που δημιουργούν, αδυνατούν να θέσουν σε αμφισβήτηση τους θεσμούς και τις νόρμες που μέχρι στιγμής τυφλά ακολουθούσαν. Η παράλυση αυτή του αυθορμητισμού τους και η σχεδόν παγιωμένη πλέον ανικανότητά τoυς ν’ αμφισβητούν τον εαυτό τους σε συνδυασμό με την έλλειψη νοήματος και, κατ’ επέκταση, νέων πολιτικών προταγμάτων είναι ίσως οι βασικότεροι λόγοι που η επιφανειακότητα και οι χονδροειδείς προσεγγίσεις κυριαρχούν στα πολιτικά debates και η χυδαιότητα του ποβερισμού εξαπλώνεται σαν λαίλαπα στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο. Η νέκρωση κάθε πραγματικής πολιτικής σκέψης που μαστίζει τον Δυτικό κόσμο, σε συνδυασμό με την υποχώρηση των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων των δεκαετιών του ’50-’70, αποτελεί βασικότερο παράγοντα που ο συντηρητισμός αναδύεται ενώ ταυτόχρονα η ιδεολογική στειρότητα αφήνει ανοιχτό το δρόμο για την επέλαση του νεοφασισμού, τη στιγμή που οι τεχνοκράτες κυριαρχήσουν στον «πολιτικό» λόγο, αυτοεπιβαλλόμενοι ως «ειδικοί»  και «αυθεντίες» ποντάροντας ακριβώς στην αδυναμία διαύγασης των  καταστάσεων εκ μέρους της πλειοψηφίας των πολιτών, ως ατόμων, και των  κοινωνιών.
Παρά την τελμάτωση της πολιτικής σκέψης και την βύθιση κάθε οράματος στον βούρκο της εθελοδουλίας, μια αχτίδα φωτός φαίνεται να ξεπροβάλει στο σκοτάδι. Είναι αυτή που μας λέει πως το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν είναι μόνο αναποτελεσματικό, αλλά, πλέον, και γερασμένο, και πως τα κινήματα των πλατειών που δημιουργήθηκαν και έδρασαν εκτός από την Ελλάδα, στην Ισπανία, στις Η.Π.Α (με το περίφημο Occupy Wall Street) έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στην κινηματική νεότερη ιστορία, αναδεικνύοντας νέα ελευθεριακά προτάγματα, όπως αυτό της άμεσης δημοκρατίας και της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας. Θ’ αγνοήσουμε την προσφορά τους μένοντας απαθείς και ζώντας ως σύγχρονοι δούλοι, δίχως ουσιαστικές πολιτικές ελευθερίες, παρά μόνο με την ψευδαίσθηση πως είμαστε κυρίαρχοι του παιχνιδιού λόγω του ότι μια φορά στα τέσσερα χρόνια έχουμε το δικαίωμα να επιλέξουμε ποιός θα είναι ο ηγέτης μας, (ο οποίος, φυσικά, ελάχιστα έως τίποτα θα πράξει από αυτά που προ-εκλογικά μας υποσχέθηκε); Ή μήπως θα μείνουμε παγιδευμένοι σε χρεοκοπημένες ιδεολογίες, αναζητώντας πρόχειρες λύσεις και αναπαράγοντας τον ντετερμινισμό του «τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει»; Εάν, λοιπόν, θέλουμε μια καλύτερη κοινωνία, τότε θα πρέπει όλοι μαζί, βόρειοι και νότιοι, ανατολικοί και δυτικοί, να κοιτάξουμε το μέλλον μέσα από τον καθρέφτη του εαυτού μας, να πάρουμε τις τύχες στα χέρια μας αφήνοντας πίσω το μίζερο παρελθόν. Εάν, όμως, επιλέξουμε μείνουμε απαθείς δούλοι, τότε ας υποστούμε τις συνέπειες των πράξεών μας!

Michael Theødosiadis

πηγή: eagainst.com


Συνέχεια...

back to top