Για την περίπτωση Παπαχρήστου

Posted: by παντιγέρα in
0
«Από τα μύρια δεινά στην Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το γένος των αθλητών. Δεν γνωρίζουν, ούτε μπορούν να ζουν σωστά... Σοφούς και ικανούς ανθρώπους πρέπει να τιμούμε με στέφανο, ηγέτες σώφρονες και δίκαιους, ανθρώπους, που ο λόγος τους αποτρέπει διχόνοιες κι εξεγέρσεις. Αυτά μόνο έχουν αξία για την πόλη και όλους τους Έλληνες.»
Ευριπίδης (Nauck, Αποσπάσματα, Darmstadt 1951, σ. 115-116).


Δεν πρόκειται ούτε για «ατυχή δήλωση» του μεγάλου τραγικού, ούτε για σχόλιο από το παρελθόν πάνω στο «ατυχές» tweet που «δεν εκφράζει την ίδια αλλά είναι ένα, ανεκδοτολογικού χαρακτήρα σχόλιο» της Βούλας Παπαχρήστου, ούτε για την σκληρή περιγραφή μίας πραγματικότητας. Αποτελεί ένα σχόλιο (ένα tweet του Ευριπίδη θα λέγαμε σήμερα) που εκφράζει το πόσο πρέπει να ξεπεράσει το ζώο τον άνθρωπο, στο συνολικό ισοζύγιο της ύπαρξης για να μπορεί κανείς να τηρεί ως αυτοσκοπό την παραίνεση «citius, altius, fortius». Αλλά αυτό είναι ένας μοντέρνος βαρβαρισμός, μία βεβήλωση του ιερού κανόνα που θέλει τον πρωταθλητή να τα παίρνει όλα, με τίμημα την αποβολή της ανθρωπιάς από το σώμα και την ψυχή του. Είναι μία μη politically correct θέση, τόσο όσο και το ίδιο το tweet της αθλήτριας Παπαχρήστου, το σχετικό με κουνούπια και αφρικανούς, όπως το αντιλαμβάνονται κάποιοι στα έλη του μυαλού τους.

Από την αρχαιότητα, είναι γεγονός πως οι αγώνες δεν πρόβαλλαν τον αθλητισμό. Αυτό που ήταν ζητούμενο ήταν ο πρωταθλητισμός. Είτε κάποιος κέρδιζε έναν κότινο είτε μία γενναία χορηγία, του Διονυσίου του Β τότε ή της Adidas σήμερα, η θυσία που έπρεπε να κάνει ήταν η ίδια του η ψυχή, να θυσιάσει αυτό ακριβώς που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Ο σκοπός ήταν να γίνει δυνατός σαν ταύρος, γρήγορος σαν τσιτάχ, αλτικός σαν ψύλλος. Να γίνει πιο άνθρωπος όμως, δεν ήταν και τόσο απαραίτητο. Δεν απέφερε κέρδος η ανθρωπιά, η νόηση και το πνεύμα. Αντίθετα και τα τρία ήταν πάντα επικίνδυνα για τις εξουσίες. Ενώ ο πρωταθλητής προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στους ανά τα χρόνια, εξουσιαστές. Και το κυριότερο, αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για τους λαούς. Τόσο προς μίμηση της σωματικής του υπεροχής, όσο και της ολοκληρωτικής του υποταγής στην εξουσία των κατεστημένων ιδεών και πρακτικών. Τι σχέση μπορεί να έχουν τα «Ολυμπιακά Ιδεώδη» με τα Ανθρωπιστικά;

Στην αλυσίδα παραγωγής υπηρετών των Ολυμπιακών Ιδεωδών και Αξιών, τελικό προϊόν αλλά και διαμεσολαβητικό μέσο είναι ο ίδια ο αθλητής – αθλήτρια. Κάτι σαν το χρήμα στο υπέρτατο στάδιο του καπιταλισμού. Ο αθλητής και πουλάει και αγοράζει. Και πουλιέται και αγοράζεται. Και προβάλει και προβάλλεται. Και κυρίως προβάλλει την κάθε λογής εξουσία, είτε οικονομική είτε πολιτική, διαμέσου της ανάδειξης του, της βράβευσης του, της κυριαρχίας του πάνω στους ανταγωνιστές του. Της εφήμερης κυριαρχίας που κοιμίζει επαρκώς τους λαούς προκαλώντας τους μία διέγερση, μία έξαψη από την ψευδαίσθηση της "εθνικής" ανωτερότητας. Ο αθλητής (που ψευδώς ονομάζεται έτσι αποκρύπτοντας πως δεν πρόκειται για αθλούμενο αλλά για είδωλο υπό κατασκευή για μελλοντικό πρωταθλητή) είναι ένα προϊόν των ίδιων διαδικασιών που παράγουν τους αγώνες όπως και ότι άλλο παράπλευρο μπορεί να αποφέρει κέρδη. Όταν βέβαια αυτό αποκαλύπτεται, συνήθως συνοδεύεται από σκάνδαλα, ντόπιγκ, χρηματισμού, παραβίασης κανόνων που όσο μένουν στο σκοτάδι και εξυπηρετούν τους «θεράποντες του πρωταθλητισμού» καλώς συμβαίνουν, όταν όμως βγουν στο φως, όλοι τινάζουν τα ρούχα τους και ψάχνουν τον αποδιοπομπαίο για να του φορτώσουν αποκλειστικά την ενοχή.

Το προϊόν Παπαχρήστου, δεν είναι τίποτα άλλο από άλλο ένα κορίτσι που μπήκε στην αλυσίδα παραγωγής της πρωταθλητοπαραγωγικής βιομηχανίας. Δεν αμφιβάλλει κανείς (ίσως γιατί δεν μπορεί να ξέρει) πως όταν ξεκίνησε τον αθλητισμό, πίστευε πως ο αθλητισμός είναι καλός για την υγεία και πως όλοι οι άνθρωποι πρέπει να αθλούνται. Έτσι κάναμε όλοι, τουλάχιστον όσοι έχουμε κρατήσει μία μπάλα στα χέρια ή έχουμε τρέξει για πλάκα συναγωνιζόμενοι για το ποιος θα βγει πρώτος.

Συνεχίζοντας, το προϊόν Παπαχρήστου, έμαθε πως χρειάζεται να κάνει περισσότερα, για να μπει στο κλαμπ των πρωταθλητών. Να προπονείται περισσότερο, να καταναλώνει τον χρόνο της στη σωματική της βελτίωση, στην παραίνεση citius altius fortius. Όλα τα άλλα περνούσαν σε δεύτερη ή σε τρίτη μοίρα. Επιπλέον, θα έπρεπε να λαμβάνει και τη ψυχολογική ντόπα που θέλει ο άνθρωπος. Την αίσθηση του «εθνικού ή και ομαδικού, μεγαλείου». Που να βρει λοιπόν η ανθρώπινη βιολογική ύπαρξη, η κοπέλα Παπαχρήστου, χρόνο να ασχοληθεί και να αναρωτηθεί για τα στερεότυπα που δημιουργούνται και καλλιεργούνται για να διαχωρίζουν τους ανθρώπους; Που, πως και πότε να σκεφτεί γιατί, στην Ελλάδα τουλάχιστον του ξεπεσμένου «μεγαλείου» υπάρχουν και μεγεθύνονται σήμερα τα στερεότυπα του «υπανάπτυκτου και ανεγκέφαλου μαύρου» του «μπεκρή ομοφυλόφιλου Άγγλου» του «αιώνια βάρβαρου χοντράνθρωπου Γερμανού» του «άπλυτου και αρωματισμένου Γάλλου» του «φαφλατά Ιταλού» του «βρώμικου Πακιστανού» του «μογόλου και απολίτιστου Τούρκου», του «κλέφτη Αλβανού» αλλά και του « ηρωικού, τίμιου και πολιτισμένου Έλληνα»; Αλλά και να έβρισκε χρόνο για να σκεφτεί, η επικρατούσα αντίληψη σε μία κοινωνία που όλο και συντηρητικοποιείται, όλο και απομονώνεται, όλο και υψώνει φράχτες μεταξύ των ίδιων της των μελών, σίγουρα δεν αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον για να καλλιεργήσει κανείς ανθρωπιστικές αξίες και να βαρύνει το ισοζύγιο της ύπαρξης του προς τη μεριά του Ανθρώπου.

Το προϊόν Παπαχρήστου εξέφρασε απλά την κρατούσα αντίληψη της συντηρητικής, κατακερματισμένης και απομονωμένης κοινωνίας μας. Της κοινωνίας μας που χαχανίζει αθώα με ανέκδοτα για μαύρους, κίτρινους και άλλους διαφορετικούς. Θα μπορούσε να μιλήσει και για τους «βάρβαρους λουκανικάδες και χοντράνθρωπους Γερμανούς», ένα άλλο στερεότυπο στην κοινή αντίληψη, χωρίς (πιστεύω) να έχει κανέναν κολασμό το tweet της ή η δήλωση της. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα, που έχει να κάνει με την υποκρισία και τον ρατσισμό των ίδιων των κηνσόρων της. Αυτοί που τρέχουν να μαζέψουν την αισχρή πρωταθλήτρια που έγραψε ένα ρατσιστικό σχόλιο, δεν θα αντιδρούσαν αν σχολίαζε σκωπτικά έναν Γερμανό αθλητή, ως βάρβαρο ή ως μη Γερμανό (στην πολύ συχνή περίπτωση που επρόκειτο για μετανάστη δεύτερης γενιάς στη Γερμανία)

Η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, η αποστολή, ο ΣΕΓΑΣ, η ΔΟΕ και όλοι οι «αμόλυντοι» βλέπουν τον ρατσισμό του προϊόντος τους αγνοώντας ή αποκρύπτοντας πως αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι. Αυτοί οι ίδιοι μαζί με τον κόσμο που έχουν φτιάξει, στο μερίδιο που τους αναλογεί, ως μέλη μίας δυναστικής ελίτ εξουσιαστών. Ο ρατσισμός του προϊόντος είναι απλά η έκφραση του ρατσισμού και της απανθρωπιάς που οι ίδιοι συστηματικά καλλιεργούν και μεταβιβάζουν στις επόμενες γενιές προϊόντων – πρωταθλητών. Η βαρβαρότητα του πρωταθλητισμού των αναβολικών, της ηθικής κατάρρευσης της κακοποίησης του ανθρώπινου σώματος, στο όνομα της εθνικής ανύψωσης αλλά κατ’ ουσία της παραγωγής διαφημιστικών ειδώλων, κενών ανθρώπινου περιεχομένου, βγήκε ακόμα μία φορά στην επιφάνεια. Και ακόμα μία φορά, φταίει το προϊόν, φταίει το σαμάρι και όχι αυτοί που το έφτιαξαν. Ούτε αυτοί που έχουν οδηγήσει την κοινωνία μας στον φόβο, στον αποκλεισμό και την καθυπόταξαν σε κάθε λογής φασιστικές ιδέες σε κάθε είδους απανθρωπιά.

Δεν είναι η άνοδος της Χρυσής Αυγής ή άλλων φασιστικών μορφωμάτων (ΛάΟΣ παλαιότερα). Αυτό είναι το σύμπτωμα. Το πρόβλημα είναι η επικράτηση των φασιστικών αντιλήψεων μέσα στην Ελληνική κοινωνία. Αυτή είναι μία διαπίστωση, που βρίσκει το «Ολυμπιακό της αντίστοιχο» σ την περίπτωση Παπαχρήστου. Η περίπτωση αυτή είναι το σύμπτωμα. Η αιτία είναι αλλού. Τη βλέπουμε κάθε μέρα, παντού. Και αυτοί που εξυπηρετούνται από τη διάλυση της κοινωνίας, αυτοί που θέλουν το φασισμό μέσα στην κοινωνία, σαν προστάτη τους και δεσμοφύλακα των λαών, κολάζουν το ίδιο τους το προϊόν με μία υποκρισία που αν μη τι άλλο, τους ξεβρακώνει ακόμα μία φορά, στα μάτια όσων θέλουν να δουν. Όσων δε φοβούνται πια γιατί δεν έμεινε τίποτα να χάσουν αλλά και τίποτα να κερδίσουν από μία Ολυμπιακή καταξίωση ενός προϊόντος βιομηχανικής, φονικής αλυσίδας.

Ο αθλητής χρειάζεται την επιβράβευση, τον έπαινο, το μπράβο. Μπορεί να είναι φιλόλογος, σιδεράς, υδραυλικός και συνάμα αθλητής. Βιοπορίζεται προσφέροντας στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και παράλληλα αθλείται. Ο πρωταθλητής είναι ένα άλλο ον. Ένα κατασκευασμένο ον, προορισμένο να υπηρετεί μεγάλες βιομηχανίες να καλλιεργεί στρεβλά πρότυπα, να κοιμίζει συνειδήσεις και τέλος να βιοπορίζεται από τις υπηρεσίες αυτές που παρέχει στις εξουσίες, με τίμημα πολύ συχνά, την ανθρώπινη του υπόσταση και σε πολλές, πιο ακραίες περιπτώσεις, την ίδια του τη ζωή.

Πηγή: jungle-report.blogspot.gr

Συνέχεια...
0
Ο γάλλος διανοητής Σερζ Λατούς προσπαθεί σε αυτό το μικρό κείμενο να ταξινομήσει ένα σύνολο θεματικών που εντάσσονται στο σχέδιο για μια κοινωνία της αποανάτυξης και συνηχούν με τη σκέψη του Καστοριάδη.Η ταξινόμηση αυτή γίνεται γύρω από δύο κύριους άξονες: την οικολογική δημοκρατία, αφενός, και την αποαποικιοποίηση του φαντασιακού, αφετέρου.

Του Σερζ Λατούς, επίτιμου καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Ορσέ, πολέμιου της ανάπτυξης

«Δεν είναι μόνο η αμετάκλητη κατασπατάληση του περιβάλλοντος και αναντικατάστατων πόρων. Είναι επίσης η ανθρωπολογική καταστροφή των ανθρώπινων όντων που μεταμορφώνονται σε παραγωγικά και καταναλωτικά κτήνη, σε εξαχρειωμένους ζάπερς»

Κορνήλιος Καστοριάδης[1]


«Η οικολογία είναι ανατρεπτική γιατί θέτει σε αμφισβήτηση το καπιταλιστικό φαντασιακό που δεσπόζει στον πλανήτη. Αρνείται το κεντρικό του μοτίβο, σύμφωνα με το οποίο το πεπρωμένο μας είναι ν’ αυξάνουμε ακατάπαυστα την παραγωγή και την κατανάλωση. Δείχνει τον καταστροφικό αντίκτυπο της καπιταλιστικής λογικής στο φυσικό περιβάλλον και στη ζωή των ανθρωπίνων όντων».

Κορνήλιος Καστοριάδης[2]


Το σχέδιο μιας κοινωνίας αποανάπτυξης περικλείει ένα σύνολο θεματικών που συνηχούν με τη σκέψη του Καστοριάδη. Τις θεματικές αυτές μπορούμε να τις ταξινομήσουμε γύρω από δύο κύριους άξονες: την οικολογική δημοκρατία, αφενός, και την αποαποικιοποίηση του φαντασιακού, αφετέρου.


1. Η οικολογική δημοκρατία

Η πολιτική αυτονομία, ως συνειδητή και νηφάλια αυτοοργάνωση της κοινωνίας, κατέχει κεντρική θέση στην καστοριαδική ανάλυση. Για τον Καστοριάδη, όπως και για εμάς, η αυτονομία πρέπει να λαμβάνεται υπό την κυριολεκτική της έννοια (αυτό-νομος, αυτός που θεσπίζει ο ίδιος τους νόμους του), ως αντίδραση στην ετερονομία της αόρατης χείρας, της δικτατορίας των χρηματοοικονομικών αγορών και των επιταγών της τεχνοεπιστήμης στην (υπερ)μοντέρνα κοινωνία. Η αυτονομία καταλήγει στην άμεση δημοκρατία («συνέλευση ανθρώπων που θεσπίζουν οι ίδιοι τους νόμους τους» και «γνωρίζοντας ότι το κάνουν»), της οποίας ο Καστοριάδης ήταν θερμός υπέρμαχος.

Ωστόσο, σαν καλός ψυχαναλυτής που επίσης ήταν, ο Καστοριάδης δίνει μεγάλη σημασία στην προσωπική αυτονομία, την οποία θεωρεί αλληλένδετη με την αυτονομία της κοινωνίας. Το ον-υποκείμενο θεσπίζεται ως αυτόνομο ον. «Δηλαδή –εξηγεί ο Νικολά Πουαριέ– ένα πρόσωπο που θεσπίζει το ίδιο τους νόμους του κι επιλέγει να τους υπακούει μετά λόγου γνώσης, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να τους θεσπίσει ξανά εκ νέου».[3] Η αυτονομία του προσώπου εκτείνεται αναγκαστικά και στο οικονομικό επίπεδο, γι’ αυτό η αυτοδιαχείριση των συλλογικοτήτων εργασίας έχει σημαντική θέση στη θεώρησή του. Πώς θα λειτουργούσε αυτή η αυτόνομη πολιτική και οικονομική κοινωνία; Το πείραμα των «Lip» (από το όνομα εκείνης της ωρολογοποιίας στην Μπεζανσόν, που την παράτησε το αφεντικό της και πρώτα την ανέλαβαν και μετά τη διοίκησαν οι υπάλληλοί της), το 1973, παρά την εχθρική στάση ορισμένων συνδικαλιστικών κατευθύνσεων, κατέδειξε τον πλούτο και το εφικτό της αυτοδιαχείρισης. Χρειάστηκε η βούληση των αρχών (του Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν εν προκειμένω), υπό την ώθηση μιας πεισματικής μερίδας εργοδοτών, για να μπει τέλος στο πείραμα.[4] Για την κοινωνικοπολιτική οργάνωση, ο Καστοριάδης παραπέμπει, όπως κι εμείς, στον οικολόγο αναρχικό Μάρεϊ Μπούκτσιν, του οποίου τον «οικο-κομουναλισμό»[5] ασφαλώς θα εκτιμούσε. «Δεν είναι εντελώς παράλογο –γράφει ο Μπούκτσιν– να σκεφτούμε ότι μια οικολογική κοινωνία θα μπορούσε ν’ απαρτίζεται από έναν δήμο μικρών δήμων, καθένας από τους οποίους θα σχηματιζόταν από μια “κοινότητα κοινοτήτων” ακόμα πιο μικρών (…) σε πλήρη αρμονία με το οικοσύστημά τους».[6] Θα είχαμε, κατά κάποιον τρόπο, μικρές δημοκρατίες γειτονιάς. Η συνειδητοποίηση των παγκόσμιων αντιφάσεων προκαλεί έτσι μια τοπική δραστηριοποίηση που εκκινεί τη διαδικασία αλλαγής, με τις προσδοκίες και τις δυνατότητες των πολιτών να εκδηλώνονται στη ζωντανή τους καθημερινότητα.

Το να δούμε στην ουτοπία της ριζικής και τοπικής δημοκρατίας τη λύση όλων των προβλημάτων είναι βεβαίως υπερβολικό, αλλά η αναζωογόνηση της τοπικής δημοκρατίας αποτελεί σίγουρα μια διάσταση της ήπιας αποανάπτυξης και μια μορφή χειροπιαστής πραγμάτωσης της αυτονομίας.




2. Η αποαποικιοποίηση του φαντασιακού



Η υλοποίηση μιας κοινωνίας αποανάπτυξης συνεπάγεται ν’ αποαποικιοποιήσουμε το φαντασιακό μας για ν’ αλλάξουμε στ’ αλήθεια τον κόσμο προτού η αλλαγή του κόσμου μάς καταδικάσει στην οδύνη. Αυτή είναι η αυστηρή εφαρμογή του μαθήματος του Καστοριάδη.

«Το απαιτούμενο –σημειώνει– είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. (…) Αυτή είναι η κολοσσιαία δυσκολία που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από αυτή την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για ν’ αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων».[7]

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το μάθημα του Ιβάν Ίλιτς, αυτή η αναγκαία έξοδος από την υπερμοντέρνα κοινωνία της κατανάλωσης και του θεάματος είναι και εξόχως επιθυμητή.

«Αλλά για υπάρξει μια τέτοια επανάσταση –λέει ορθότατα ο Καστοριάδης– πρέπει να συμβούν βαθιές αλλαγές στην ψυχοκοινωνική οργάνωση του δυτικού ανθρώπου, στη στάση του απέναντι στη ζωή, στο φαντασιακό του, με μια λέξη. Πρέπει να εγκαταλειφθεί η ιδέα ότι ο μόνος σκοπός της ζωής είναι να παράγουμε και να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο – μια ιδέα παράλογη όσο κι εκφυλιστική. Πρέπει να εγκαταλειφθεί το καπιταλιστικό φαντασιακό ενός ψευδοορθολογικού ψευδοελέγχου, μιας απεριόριστης επέκτασης. Αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο οι άνδρες και οι γυναίκες. Ένα άτομο μόνο του, ή μια οργάνωση, το μόνο που μπορεί να κάνει στην καλύτερη περίπτωση είναι να προετοιμάσει, να κριτικάρει, να παρακινήσει, να σκιαγραφήσει πιθανούς προσανατολισμούς».[8]

Ωστόσο, για να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε μια έξοδο από το κυρίαρχο φαντασιακό, πρέπει κατ’ αρχάς να επιστρέψουμε στον τρόπο με τον οποίο μπήκαμε σε αυτό.

Για τον Καστοριάδη, όπως και για εμάς, υπάρχει επινόηση της οικονομίας. Οι τελευταίες σελίδες της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας είναι αφιερωμένες σε αυτό ακριβώς το θέμα. Βρίσκουμε εκεί εν σπέρματι όσα προσπαθήσαμε ν’ αναπτύξουμε στο βιβλίο μας Η επινόηση της οικονομίας, δηλαδή την ανάλυση του τρόπου με τον οποίο θεσμίζεται η οικονομία στο μοντέρνο δυτικό φαντασιακό.[9] Αυτή η επινόηση της οικονομίας είναι αδιαχώριστη από την τεχνικοποίηση του κόσμου (θυμίζουμε ότι ο Καστοριάδης έγραψε, μάλιστα, το λήμμα «Τεχνική» στην Encyclopedia Universalis).

«Αναδείξαμε επακριβώς (…) –γράφει– ένα πλήθος ολέθριων συνεπειών της τεχνικής ανάπτυξης υπό τον καπιταλισμό, εξίσου – αν όχι και περισσότερο – σημαντικών με τις οικολογικές της επιπτώσεις».[10]

Λιγότερο ακόμα κι από την τεχνική, η ανάπτυξη δεν είναι αντικείμενο σχοινοτενών αναλύσεων στον Καστοριάδη. Οι θέσεις του διατυπώνονται (και δη με σαφήνεια) σε μερικές δηκτικές φράσεις, είτε στο περιθώριο μιας συζήτησης είτε με την ευκαιρία σκέψεων που αφιερώνει σε άλλα θέματα. Την πιο συνεκτική τοποθέτησή του επί του θέματος (μερικές οξυδερκείς σελίδες), τη βρίσκουμε στη συμβολή του στο βιβλίο του Κάντιντο Μέντες Ο μύθος της ανάπτυξης.[11] Εκεί μιλά για την κρίση της ανάπτυξης ως κρίση των αντίστοιχων φαντασιακών σημασιών, και ιδίως της προόδου. Η απίστευτη ιδεολογική ανθεκτικότητα της ανάπτυξης βασίζεται στην εξίσου εκπληκτική ανθεκτικότητα της προόδου. Όπως θαυμαστά το εκφράζει:

«Πλέον κανείς δεν πιστεύει στην πρόοδο. Όλος ο κόσμος θέλει να έχει κάτι περισσότερο για την επόμενη χρονιά, κανείς όμως δεν πιστεύει ότι η ευτυχία της ανθρωπότητας βρίσκεται στην ετήσια αύξηση του επιπέδου κατανάλωσης κατά 3 %. Το φαντασιακό της ανάπτυξης ασφαλώς είναι πάντοτε παρόν: είναι μάλιστα το μόνο που υφίσταται ακόμα στον δυτικό κόσμο. Ο δυτικός άνθρωπος δεν πιστεύει πια σε τίποτα, εκτός απ’ το ότι θα μπορέσει σύντομα ν’ αποκτήσει τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας».[12]

Και ακριβώς αυτό εμποδίζει ακόμα πολλούς ανθρώπους να ενστερνιστούν την αποανάπτυξη.

Μένει να μάθουμε πώς θα βγούμε από την κοινωνία της κατανάλωσης. Ασφαλώς! Το πρώτο που σκέφτεται κανείς είναι η εκπαίδευση, η παιδεία, που έχει ουσιαστικό ρόλο για τον Καστοριάδη.

«Τι σημαίνει για παράδειγμα –διερωτάται ο Καστοριάδης– η ελευθερία ή η δυνατότητα συμμετοχής για τους πολίτες, αν δεν υπάρχει στην κοινωνία για την οποία μιλάμε κάτι – που εξαφανίζεται στις σημερινές συζητήσεις (…) – και που είναι η παιδεία, η εκπαίδευση του πολίτη; Το ζητούμενο δεν είναι να μάθει αριθμητική, το ζητούμενο είναι να μάθει να είναι πολίτης. Κανείς δεν γεννιέται πολίτης. Και πώς γίνεται τέτοιος; Μαθαίνοντας να είναι τέτοιος. Το μαθαίνει, κατ’ αρχάς, βλέποντας την πόλη στην οποία βρίσκεται. Σίγουρα πάντως όχι την τηλεόραση που βλέπει σήμερα».[13]

Αυτό ωστόσο δεν είναι πλήρως εφικτό παρά μόνο αν είναι ήδη πραγματωμένη η κοινωνία της αποανάπτυξης. Πρέπει γι’ αρχή να βγούμε από την κοινωνία της κατανάλωσης και από το καθεστώς «κρετινισμού του πολίτη» που υποθάλπει. Το ζήτημα λοιπόν της εξόδου από το κυρίαρχο φαντασιακό είναι για τον Καστοριάδη, όπως και για εμάς, κεντρικό, αλλά και πολύ δύσκολο, διότι δεν μπορεί κανείς ν’ αποφασίσει ν’ αλλάξει το φαντασιακό του, και ακόμα λιγότερο το φαντασιακό των άλλων, ιδίως αν αυτοί είναι «εθισμένοι» στο ναρκωτικό της ανάπτυξης. Η αποκήρυξη της επίθεσης της διαφήμισης, οχήματος της ιδεολογίας σήμερα, είναι σίγουρα η αφετηρία της αντεπίθεσης προκειμένου να βγούμε από αυτό που ο Καστοριάδης αποκαλεί «καταναλωτικό και τηλεοπτικό αυνανισμό».[14] Το γεγονός ότι η εφημερίδα La décroissance (Η αποανάπτυξη) εκδίδεται από τον σύλλογο «Casseurs de pub» («Διαφημισοφάγοι») δεν είναι στ’ αλήθεια τυχαίο. Το κίνημα των πολέμιων της ανάπτυξης συνδέεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, κι εντελώς φυσικά, με την αντίσταση στην επίθεση της διαφήμισης. Πράγματι, η διαφήμιση αποτελεί τον βασικό πυλώνα της κοινωνίας της ανάπτυξης.


[1] Cornélius Castoriadis, «L’écologie contre les marchands» [«Η οικολογία κατά των εμπόρων»], στο Une société à la dérive, Seuil, Παρίσι 2005, σ. 237. Στο εξής: SD. [Ελληνική έκδοση: Κορνήλιος Καστοριάδης, Ακυβέρνητη κοινωνία: Συνεντεύξεις και συζητήσεις 1974-1997, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Ευρασία, Αθήνα 2010.]

[2] Κ. Καστοριάδης, SD, ό. π., σ. 237.

[3] Nicolas Poirier, Castoriadis, l’imaginaire radical, P.U.F., Παρίσι 2004, σ. 151.

[4] Charles Piaget, «Lip, les effets formateurs d’une lutte collective», Entropia 2, άνοιξη 2007, Parangon. René Loureau, L’analyseur Lip, U. G. E, 10/18, 1974.

[5] Murray Bookchin, Pour un municipalisme libertaire, Atelier de création libertaire, Λυών 2003.

[6] Παρατίθεται από τον Alberto Magnaghi, Le projet local, Mardaga, Σπριμόν (Βέλγιο) 2003, σ. 100.

[7] Cornélius Castoriadis, La montée de l’insignifiance. Les carrefours du labyrinthe IV, Παρίσι l996, σ. 96. [Ελληνική έκδοση: Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, ύψιλον, Αθήνα 20072.]

[8] Καστοριάδης, SD, ό. π., σ. 244.

[9] L’invention de l’économie, Albin Michel, Παρίσι 2005. Από αυτή την άποψη πρόκειται σίγουρα για το πιο καστοριαδικό από τα βιβλία μου, παρόλο που το όνομα του Καστοριάδη δεν μνημονεύεται πολύ.

[10] Cornélius Castoriadis, Encyclopedia Universalis, λήμμα «Technique», σ. 805.

[11] Candido Mendes, Le mythe du développement (πρακτικά συνεδρίου), Seuil, Παρίσι 1977. [Βλ. στα ελληνικά: Υπάρχει σοσιαλιστικό μοντέλο ανάπτυξης; Σκέψεις πάνω στην «ανάπτυξη» και την «ορθολογικότητα», μτφρ. Μπ. Λυκούδης, ύψιλον, Αθήνα 1984.]

[12] Καστοριάδης, SD, ό. π.. σ. 220.

[13] Castoriadis, Démocratie et relativisme. Débat avec le MAUSS, Mille et une nuits, 2010, σ. 96.

[14] Καστοριάδης, SD, ό. π., σ. 194.


μετάφραση Γιώργος Καράμπελας. - 1η έκδ. - Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων

Συνέχεια...

Emma Goldman: Η φιλοσοφία του αθεϊσμού

Posted: by παντιγέρα in
0
Για να δώσει κανείς μια επαρκή περιγραφή της φιλοσοφίας του αθεϊσμού, θα ήταν απαραίτητο να αναλύσει τις ιστορικές αλλαγές της πίστης σε μια θεότητα, από την πιο πρόωρη αρχή της μέχρι την παρούσα ημέρα. Αλλά αυτό δεν είναι στα πλαίσια του παρόντος κειμένου. Εντούτοις, δεν είναι άσκοπο να αναφερθεί, εν συντομία, ότι η έννοια Θεός, υπερφυσική δύναμη, πνεύμα, θεότητα, ή οποιοδήποτε άλλος όρος στον οποίο η ουσία του θεϊσμού μπορεί να έχει βρει την έκφραση, έχουν γίνει πιο αόριστοι και σκοτεινοί κατά τη διάρκεια του χρόνου και της προόδου. Με άλλα λόγια, η ιδέα των Θεών γίνεται πιο απρόσωπη και νεφελώδης σε αναλογία με το πώς το ανθρώπινο μυαλό μαθαίνει να καταλαβαίνει τα φυσικά φαινόμενα και στο βαθμό που η επιστήμη συσχετίζει τα ανθρώπινα και κοινωνικά γεγονότα.

Ο Θεός σήμερα, δεν αντιπροσωπεύει πλέον τις ίδιες δυνάμεις όπως στην αρχή της ύπαρξής του· ούτε κατευθύνει Αυτός το ανθρώπινο πεπρωμένο με το ίδιο σιδερένιο χέρι όπως άλλοτε. Μάλλον η ιδέα του Θεού εκφράζει ένα είδος πνευματικού ερεθίσματος για να ικανοποιήσει τις μανίες και τις φαντασίες κάθε απόχρωσης της ανθρώπινης αδυναμίας. Κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ανάπτυξης η ιδέα του Θεού αναγκάστηκε να προσαρμοστεί σε κάθε φάση των ανθρώπινων υποθέσεων, πράγμα απόλυτα σύμφωνο με την προέλευση της ίδιας της ιδέας.

Η ιδέα των Θεών προέρχεται από τον φόβο και την περιέργεια. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, ανίκανος να καταλάβει τα φαινόμενα της φύσης και παρενοχλημένος από αυτά, έβλεπε σε κάθε τρομακτική εκδήλωση κάποια απειλητική δύναμη κατευθυνόμενη ρητά ενάντια σε αυτόν· και δεδομένου ότι η άγνοια και ο φόβος είναι οι γονείς κάθε προκατάληψης, η ενοχλημένη φαντασία του πρωτόγονου ατόμου ύφανε την ιδέα των Θεών.

Πολύ σωστά, ο γνωστός άθεος και ο αναρχικός, Μichael Bakunin, λέει στο μεγάλο του έργο “Θεός και Κράτος”: “Όλες οι θρησκείες, με τους Θεούς, ημίθεους και προφήτες τους, τους μεσσίες και Αγίους τους, δημιουργήθηκαν από την εύπιστη φαντασία των ανθρώπων που δεν είχαν ακόμα φθάσει στην πλήρη ανάπτυξη των πνευματικών τους ικανοτήτων. Συνεπώς, ο θρησκευτικός ουρανός είναι απλούστατα αντικατοπτρισμός όπου ο άνθρωπος, εκστασιασμένος από την άγνοια και την πίστη, ανακαλύπτει την εικόνα του, αλλά διευρυμένη και ανεστραμμένη - δηλαδή θεοποιημένη. Η ιστορία των θρησκειών, της γέννησης, της ακμής, και της παρακμής των Θεών που δέσποσαν διαδοχικά στην ανθρώπινη πίστη, δεν είναι λοιπόν τίποτα άλλο, παρά η ανάπτυξη της συλλογικής νόησης και συνείδησης των ανθρώπων. Στο μέτρο που μέσα στην ιστορικά προοδευτική πορεία τους ανακάλυπταν, είτε στον εαυτό τους είτε στη φύση, μια δύναμη, ιδιότητα ή και σημαντικό ελάττωμα, τα απέδιδαν στους Θεούς τους, αφού προηγουμένως τους μεγαλοποιούσαν υπέρμετρα, καθώς συνηθίζουν να κάνουν τα παιδιά, με μία πράξη της θρησκευτικής φαντασίας τους [...]. Με όλο τον οφειλούμενο σεβασμό, λοιπόν, στους μεταφυσικούς και τους θρησκευτικούς ιδεαλιστές, τους φιλόσοφους, τους πολιτικούς ή τους ποιητές: η ιδέα του Θεού υπονοεί την παραίτηση του ανθρώπινου λόγου και της δικαιοσύνης, είναι η αποφασιστικότερη άρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας, και αναγκαστικά καταλήγει στην υποδούλωση της ανθρωπότητας, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.”

Κατά συνέπεια η ιδέα των Θεών, που αναβιώνεται, προσαρμόζεται, και διευρύνεται ή περιορίζεται, σύμφωνα με την ανάγκη του χρόνου, έχει επηρεάσει την ανθρωπότητα και θα συνεχίσει να το κάνει μέχρι ο άνθρωπος να σηκώσει το κεφάλι του μία φωτεινή μέρα, άφοβος και με αφυπνισμένη θέληση. Αναλογικά, όσο το άτομο μαθαίνει να κατανοεί τον εαυτό του και διαμορφώνει το πεπρωμένο του, ο θεϊσμός γίνεται περιττός. Το πόσο το άτομο θα είναι σε θέση να βρει τη σχέση του με τους συνανθρώπους του, θα εξαρτηθεί εξ ολοκλήρου από το κατά πόσο μπορεί να ξεπεράσει την εξάρτησή του από το Θεό.

Ήδη υπάρχουν ενδείξεις ότι ο θεϊσμός, που είναι η θεωρία της κερδοσκοπίας, αντικαθίσταται από τον αθεϊσμό, την επιστήμη που αναλύει και αποδεικνύει. Ο ένας στηρίζεται στα μεταφυσικά σύννεφα του Αγνώστου, ενώ ο άλλος έχει τις ρίζες του σταθερά στο χώμα. Είναι η γη, όχι ο ουρανός, αυτό που πρέπει να διασώσει ο άνθρωπος εάν θέλει πραγματικά να σωθεί.

Η πτώση του θεϊσμού είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέαμα, ειδικά όπως φανερώνεται στην ανησυχία των θεϊστών, οποιαδήποτε και αν είναι η συγκεκριμένη θρησκεία τους. Συνειδητοποιούν, με πολύ άγχος, ότι οι μάζες γίνονται καθημερινά πιο αθεϊστικές, πιο αντιθρησκευτικές· ότι είναι αρκετά πρόθυμοι να αφήσουν το μεγάλο υπερπέραν και τη θεϊκή περιοχή του στους αγγέλους και τα σπουργίτια· επειδή όλο και περισσότερο οι μάζες απορροφούνται στα προβλήματα της άμεσης ύπαρξής τους.

Πώς να φέρει τις μάζες πίσω στην ιδέα Θεών, το πνεύμα, την πρώτη αιτία, κ.λ.π. - αυτή είναι η πιο πιεστική ερώτηση σε όλους τους θεϊστές. Όλα αυτά τα ερωτήματα φαίνονται να είναι μεταφυσικά, έχουν ωστόσο ένα πολύ χαρακτηριστικό φυσικό υπόβαθρο. Όσο αναφορά την θρησκεία, “την Απόλυτη αλήθεια” δηλαδή, οι ανταμοιβές και οι τιμωρίες της είναι το σήμα κατατεθέν της μεγαλύτερης, της πιο διεφθαρμένης και ολέθριας, της ισχυρότερης και πιο προσοδοφόρας βιομηχανίας στον κόσμο, μη εξαιρουμένης της βιομηχανίας όπλων και πυρομαχικών. Είναι η βιομηχανία του αποπροσανατολισμού του ανθρώπινου μυαλού και της καταπίεσης της ανθρώπινης καρδιάς. Η αναγκαιότητα δεν γνωρίζει κανέναν νόμο· ως εκ τούτου, η πλειοψηφία των θεϊστών αναγκάζεται να επανεξετάσει κάθε ζήτημα, ακόμα κι αν δεν έχει καμία σχέση με θεότητες ή με την Αποκάλυψη ή το Υπερπέραν. Ίσως αισθάνονται το γεγονός ότι η ανθρωπότητα κουράζεται από τα εκατοντάδες παραρτήματα (στμ. θρησκειών) του Θεού.

Πώς να βελτιωθεί αυτό το νεκρό επίπεδο θεϊστικής πεποίθησης, είναι πραγματικά ένα θέμα ζωής και θανάτου για όλα τα δόγματα. Γι΄ αυτό και η ανοχή τους· αλλά είναι μια ανοχή όχι κατανόησης, αλλά αδυναμίας. Ίσως αυτό να εξηγεί και τις προσπάθειες που ενθαρρύνονται σε όλες τις θρησκευτικές δημοσιεύσεις για να συνδυάσουν τις διαφοροποιημένες θρησκευτικές φιλοσοφίες και τις συγκρουόμενες θεϊστικές θεωρίες σε ένα δόγμα. Όλο και περισσότερο, οι διάφορες έννοιες “του μόνου αληθινού Θεού, τού μοναδικού καθαρού πνεύματος, - η μόνη αληθινή θρησκεία” σχολιάζονται με τρόπο ανεκτικό σε μια μανιώδη προσπάθεια να καθιερωθεί ένα κοινό έδαφος για να διασώσει τη σύγχρονη μάζα από τη “ολέθρια” επιρροή των αθεϊστικών ιδεών.

Είναι χαρακτηριστικό της θεϊστικής “ανοχής” ότι κανένας δεν νοιάζεται πραγματικά για το τι πιστεύουν οι άνθρωποι, αν πιστεύουν, ή προσποιούνται ότι πιστεύουν. Για να πραγματοποιήσουν αυτό το σκοπό, χρησιμοποιούνται οι πιο ωμές και επιθετικές μέθοδοι. Θρησκευτικές συνεδριάσεις και προσπάθειες αναγέννησης με τον Billy Sunday ως τον προασπιστή τους - μέθοδοι που πρέπει να προσβάλουν κάθε εξευγενισμένη αίσθηση, και που η επίδρασή τους επάνω στην άγνοια και την περιέργεια συχνά τείνει να δημιουργήσει μια ήπια κατάσταση παραφροσύνης που συνδέεται, όχι σπάνια, με την ερωτομανία. Όλες αυτές οι μανιώδεις προσπάθειες βρίσκουν την έγκριση και την υποστήριξη από τις μεγάλες δυνάμεις της γης. Από το ρώσο δεσπότη, τον αμερικανό Πρόεδρο· από τον Rockefeller (στμ. πλούσιος αμερικάνος επιχειρηματίας) και τον Wanamaker, μέχρι τον πιο ασήμαντο επιχειρηματία. Δείχνουν ότι το κεφάλαιο που επενδύεται στον Billy Sunday, το Y.M.C.A. (στμ. Young Men’s Christian Association, χριστιανική αδελφότητα που ξεκίνησε το 1844 και πλέον αριθμεί παραρτήματα σε 119 χώρες στον κόσμο), στην Christian Science, και τα διάφορα άλλα θρησκευτικά όργανα θα επιστρέψει τεράστια κέρδη από τη κατακτημένη, εξημερωμένη, και κουτή μάζα.

Συνειδητά ή ασυναίσθητα, οι περισσότεροι θεϊστές βλέπουν στους Θεούς και τους διαβόλους, τον παράδεισο και την κόλαση, την ανταμοιβή και την τιμωρία, ένα μαστίγιο για να οδηγεί τους ανθρώπους στην υπακοή, την προβατοποίηση και την “ικανοποίηση”.

Η αλήθεια είναι ότι ο θεϊσμός θα είχε χάσει την επιθετικότητα του πολύ πριν από αυτό χωρίς τη συνδυασμένη υποστήριξη του διάβολου και της εξουσίας. Πόσο ολοκληρωτικά χρεοκοπημένος είναι πραγματικά, καταδεικνύεται στις τάφρους και τα πεδία μαχών της Ευρώπης σήμερα.

Δεν περιγράφουν όλοι οι θεϊστές τη θεότητά τους ως το Θεό της αγάπης και της καλοσύνης; Ωστόσο μετά από χιλιάδες έτη τέτοιων κυρηγμάτων οι Θεοί παραμένουν κουφοί στην αγωνία της ανθρώπινης φυλής. Ο Κομφούκιος δεν ενδιαφέρεται για την φτώχεια, τις άσχημες συνθήκες και τη δυστυχία των πληθυσμών της Κίνας. Ο Βούδας παραμένει ανενόχλητος στη φιλοσοφική αδιαφορία του μπροστά στην πείνα και τους λιμούς στην Ινδία· ο Θεός παραμένει κουφός στην πικρή κραυγή του Ισραήλ, ενώ ο Ιησούς αρνείται να αναστηθεί από τους νεκρούς ενάντια στους Χριστιανούς του που σφάζουν ο ένας τον άλλον.

Το βάρος όλων των τραγουδιών και των ύμνων “προς τον ύψιστο” είναι ότι ο Θεός αντιπροσωπεύει τη δικαιοσύνη και το έλεος. Ωστόσο, η αδικία μεταξύ των ατόμων μονίμως αυξάνεται· οι προσβολές που διαπράττονται ενάντια στις μάζες σε αυτήν την χώρα μόνο, φαίνονται αρκετές για να πνίξουν τον ίδιο τον παράδεισο. Αλλά πού είναι οι Θεοί για να δώσουν ένα τέλος σε όλες αυτές τις φρίκες, αυτά τα λάθη, αυτή την απανθρωπιά ενάντια στο άτομο; Όχι, όχι οι Θεοί, αλλά το ΑΤΟΜΟ πρέπει να εγερθεί μέσα από τη δυνατή οργή του. Εξαπατημένος από όλες τις θεότητες, προδομένος από τους “απεσταλμένους” τους, αυτός, ο ίδιος, πρέπει να αναλάβει να φέρει τη δικαιοσύνη επάνω στη γη.

Η φιλοσοφία του αθεϊσμού εκφράζει την επέκταση και την αύξηση του ανθρώπινου μυαλού. Η φιλοσοφία του θεϊσμού, εάν μπορούμε να την αποκαλέσουμε φιλοσοφία, είναι στατική και πάγια. Ακόμη και η απλή προσπάθεια να διεισδύσει κανείς στα μυστήρια αντιπροσωπεύει, από τη θεϊκιστική άποψη, μη-πίστη στην απ’ όλους αποδεκτή παντοδυναμία, και ακόμη και μια άρνηση της σοφίας των θείων δυνάμεων εκτός του ατόμου. Ευτυχώς, εντούτοις, το ανθρώπινο μυαλό δεν ήταν ποτέ, και δεν μπορεί ποτέ να είναι, καθοδηγούμενο, με το ζόρι, στη στασιμότητα . Ως εκ τούτου προχωρά σταθερά τον ανήσυχο δρόμο του προς τη γνώση και τη ζωή. Το ανθρώπινο μυαλό συνειδητοποιεί “ότι το σύμπαν δεν είναι το αποτέλεσμα μιας “δημιουργικής” διαταγής από κάποια θεία νοημοσύνη, που, από το πουθενά, παράγει ένα αριστούργημα χαοτικό και σε τέλεια λειτουργία”, αλλά ότι είναι το προϊόν χαοτικών δυνάμεων που λειτουργούν αέναα στο χρόνο, των συγκρούσεων και των κατακλυσμών, της απώθησης και της έλξης, αποκρυσταλλώνοντας μέσω της αρχής της επιλογής σε αυτό που οι θεϊστές καλούν, “ο κόσμος καθοδηγείται από τη τάξη και την ομορφιά.” Όπως ο Joseph McCabe (στμ. Jοseph McCabe [1867-1955] γνωστός Άγγλος αθεϊστής) σωστά επισημαίνει στην “Ύπαρξη του Θεού”: “ένας νόμος της φύσης δεν είναι ένας τύπος που συντάσσεται από έναν νομοθέτη, αλλά μια μόνη περίληψη των παρατηρηθέντων γεγονότων – ένα πακέτο γεγονότων. Τα πράγματα δεν ενεργούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο επειδή υπάρχει ένας νόμος, αλλά δηλώνουμε το “νόμο” επειδή ενεργούν με εκείνο τον τρόπο.”

Η φιλοσοφία του αθεϊσμού αντιπροσωπεύει μια έννοια της ζωής χωρίς καθόλου μεταφυσικό Υπερπέραν ή κάποιο Θείο ρυθμιστή. Είναι η έννοια ενός πραγματικού κόσμου με τις ελευθεριακές, εξελίξιμες και όμορφες δυνατότητές του, σε σύγκριση με έναν πλασματικό κόσμο, ο οποίος με τα πνεύματά του, τους χρησμούς, και την κίβδηλη ικανοποίηση έχει κρατήσει την ανθρωπότητα σε μία αβοήθητη υποβάθμιση.

Μπορεί να φανεί παράδοξο, όμως είναι θλιβερά αληθινό, ότι αυτός ο πραγματικός, ορατός κόσμος και η ζωή μας έπρεπε να είναι τόσο πολύ κάτω από την επιρροή των μεταφυσικών υποθέσεων, αντί για τις φυσικές αποδείξιμες δυνάμεις. Κάτω από το μαστίγιο της θεϊστικής ιδέας, αυτή η γη δεν έχει χρησιμεύσει σε κανέναν άλλο σκοπό απ’ ότι ως προσωρινός σταθμός για να εξετάσει την ανθρώπινη ικανότητα για τη θυσία στη θέληση του Θεού. Αλλά τη στιγμή που ο άνθρωπος προσπάθησε να εξακριβώσει τη φύση αυτής της θέλησης, του είπαν ότι ήταν εντελώς ανώφελο για τη “πεπερασμένη ανθρώπινη νοημοσύνη” να πάει πέρα από τη παντοδύναμη άπειρη θέληση. Κάτω από το τεράστιο βάρος αυτής της παντοδυναμίας, το άτομο έχει υποκύψει στη σκόνη – ένα άβουλο πλάσμα διαλυμένο, και που ιδρώνει στο σκοτάδι. Ο θρίαμβος της φιλοσοφίας του αθεϊσμού είναι να ελευθερώσει το άτομο από τον εφιάλτη των Θεών· σημαίνει τη διάλυση των φαντασμάτων του αγνώστου. Ξανά και ξανά το φως του λόγου έχει διαλύσει το θεϊστικό εφιάλτη, αλλά η ένδεια, η δυστυχία και ο φόβος έχουν αναδημιουργήσει τα φαντάσματα - είτε παλιά είτε νέα, παρά την εξωτερική μορφή τους, αυτά διαφέρουν λίγο στην ουσία τους. Ο αθεϊσμός, αφ’ ετέρου, στην φιλοσοφική του πτυχή αρνείται την υποταγή, όχι μόνο σε μια καθορισμένη έννοια του Θεού, αλλά αρνείται όλη τη δουλεία στην ιδέα των Θεών, και αντιτάσσεται στη θεϊστική αρχή υπό αυτήν τη μορφή. Οι Θεοί στη μεμονωμένη λειτουργία τους δεν είναι στα μισά τόσο ολέθριοι όσο η αρχή του θεϊσμού που αντιπροσωπεύει την πίστη σε μία μεταφυσική, ή ακόμα και παντοδύναμη, δύναμη που κυβερνά τη γη και το άτομο. Είναι ο ολοκληρωτισμός του θεϊσμού, της ολέθριας επιρροής του επάνω στην ανθρωπότητα, της παραλυτικής επίδρασής του επάνω στη σκέψη και τη δράση, την οποία ο αθεϊσμός παλεύει με όλη τη δύναμή του.

Η φιλοσοφία του αθεϊσμού έχει τη ρίζα της στη γη, σε αυτήν την ζωή• ο στόχος του είναι η χειραφέτηση της ανθρώπινης φυλής από όλα τα Θεϊκά κεφάλια, είτε είναι αυτά ιουδαϊκά, χριστιανικά, μωαμεθανικά, βουδιστικά, βραχμινιστικά, ή ότι άλλο. Η ανθρωπότητα έχει τιμωρηθεί από καιρό και μάλιστα βαριά για τη δημιουργία των Θεών• τίποτα άλλο παρά ο πόνος και οι διωγμοί αυξήθηκαν από την δημιουργία τους. Υπάρχει μόνο μια διέξοδος από αυτή τη γκάφα: Το άτομο πρέπει να σπάσει τα δεσμά που τον κρατούν στις πύλες του ουρανού και της κόλασης, έτσι ώστε να μπορέσει να αρχίσει να διαμορφώνει μέσα από την αναζωπυρωμένη και αφυπνισμένη του συνείδηση ένα νέο κόσμο επάνω στη γη.

Μόνο μετά τον θρίαμβο της αθεϊστικής φιλοσοφίας στα μυαλά και τις καρδιές των ανθρώπων, θα γίνουν κατανοητές η ελευθερία και η ομορφιά της ζωής. Η ομορφιά ως δώρο από τον ουρανό έχει αποδειχθεί άχρηστη. Εντούτοις, θα γίνει η ουσία και η ώθηση της ζωής όταν μάθει το άτομο να βλέπει στη γη το μόνο ουρανό κατάλληλο για το άτομο. Ο αθεϊσμός βοηθά ήδη να ελευθερωθεί το άτομο από την εξάρτησή του στην τιμωρία και την ανταμοιβή ως θεϊκή ευκαιρία - αντίθετη για τους φτωχούς στο πνεύμα.

Δημοσιεύτηκε το 1916 στο περιοδικό Mother Earth.

Κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 2006 στο έντυπο Απόπειρα #1, της συλλογικότητας Rebeldes Titeres της Σάμου

πηγή: vrahokipos.net

Συνέχεια...

Χωρίς τίτλο

Posted: by παντιγέρα in
0
Και σε ρωτώ, γιατί αυτούς τους λες τρελούς; Γιατί αυτούς τους δείχνεις με το δάχτυλο;
Το ξέρεις πως ένα τέτοιο άτομο είναι ικανό να αλλάξει τη ζωή σου; Και όχι μόνο τη δική σου. Γιατί εσύ δεν είσαι τίποτα το ξεχωριστό, ούτε αυτός ο τρελός είναι. Αλλά αυτός μπορεί να επαναστατήσει για σένα, μπορεί να αλλάξει το σκηνικό για σένα, μπορεί να σε ξεσηκώσει, μπορεί να φοβίσει αυτά και αυτούς που σε εξουσιάζουν, που σε κρατούν δέσμιο. Αλλά για σένα είναι ένας τρελός, ένας δακτυλοδεικτούμενος.

Κι έτσι όταν τον δεις στο δρόμο, θα τον αποφύγεις, θα τρέξεις για να μη σε προλάβει, ίσως και να κάνεις πως δεν τον βλέπεις. Ίσως δειλά να σκεφτείς για μια μόνο στιγμή πως είναι σωστά αυτά που λέει, αλλά αυτή η σκέψη θα σε κάνει να ντραπείς και να φοβηθείς τον εαυτό σου και τότε θα συνεχίσεις το δρόμο σου κάνοντας το βήμα σου πιο γοργό.

Αλλά εκείνος θα σου φωνάζει να μη ζεις έτσι. Θα σου φωνάζει πως είσαι ίδιος με εκείνον. Θα σου φωνάζει πως σου καταπατούν τη ζωή. Θα σου φωνάζει πως φταις! Μα εσύ θα συμβιβαστείς στην ευθύνη των άλλων, των εκπροσώπων σου. Θα συμβιβαστείς στην παθητική σου ζωή, στο κυνήγι της τύχης, στο τηλεπαιχνίδι που σε κάνει να γελάς, στην τραγελαφικότητα της ζωής των άλλων, στη κακή σου τη διασκέδαση για την οποία θα ξοδέψεις έναν ακόμη τιποτένιο μισθό, θα συμβιβαστείς στον τύπο που θα σε κοιτά όλο το βράδυ. Θα συμβιβαστείς στο αυτοκίνητο σου, αγνοώντας το στίχο ενός τρελού «Δεν ξέρει ο κόσμος να ζει, κατέβα να πάμε πεζοί».
Θα συμβιβαστείς στη χαζοχαρούμενη παρεούλα σου, άλλωστε τι καλά που περνάτε όταν κουτσομπολεύετε, όταν τρώτε, ίσως και όταν χωρίς να ξέρετε γιατί καπνίζετε μαύρο παρέα. Αγνοώντας και το στίχο μιας τρελής «Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα τεντωμένα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας».
Θα συμβιβαστείς στη ρουτίνα σου, στο καυσαέριο σου, στην ψυχαναγκαστικότητά σου και θα αγνοήσεις ξανά εκείνο τον τρελό που τραγούδησε πως «Μια μέρα στην Αθήνα μπούχτισα απ’ τη ρουτίνα» και πως «Κι όπου γουστάρω πάω και τρέχει ο άνεμος μπροστά».
Και τώρα θα συμβιβαστείς και με τη ζωή σου, αύτη την άσχημη, τη μίζερη.
Θα συμβιβαστείς με τη ζωή σου τη γεμάτη συμβιβασμούς. Θα τον αγνοήσεις και το σύγχρονο τρελό, άλλωστε σε έχουν σχεδόν αναγκασμένο να τον αγνοήσεις. Ναι, εκείνον λέω που έβγαλε το πιστόλι και σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια σου στο Σύνταγμα. Ναι ναι, αυτόν που κατά τους δημοσιογράφους δημιούργησε κοινωνική αναστάτωση. Καλά δεν το ‘ξερες πως για το δημο- ή μάλλον δημιο-σιογράφο αυτή η αναστάτωση άρα και το γεγονός αυτό είναι κατακριτέο; Μα έλα τώρα. Σου λένε πως πρέπει να τον αγνοήσεις και εσύ τον αγνοείς! Αφού είναι τρελός! Τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις; Αγνόησε τον και, προς Θεού, μην απορήσεις για τον αν είναι τρελός. Κι ας έγραψε αυτός πως «δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πρίν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια γιά τήν διατροφή μου», παρακινώντας εσένα που έχεις την ατομική δυνατότητα να αντιδράσεις.

Και δε λέω πως εγώ που γράφω εδώ δε συμβιβάζομαι. Θα ήταν γελοίο και ειρωνικό. Μα έλα που για μένα αυτός δεν είναι τρελός αλλά ήρωας, όσο λαϊκιστική κι ας είναι αυτή η μικρή λεξούλα πια. Και ξέρεις τι φοβάμαι πιο πολύ;
«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω "ποιητής".
Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν' αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος μη με πιάσουν στην κούραση παπάδες και ακαδημαϊκοί και πουστέψω.
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί και την καθημερινότητα που συνηθίζεις σκυλιά μας έχουν κάνει να ντρεπόμαστε για την αργία περήφανοι για την ανεργία.
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ... τον φοβάμαι το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...

*ψαρεμένο απο το facebook, o συγγραφέας του μας είναι -ακόμα- άγνωστος, κάθε βοήθεια ευπρόσδεκτη.


Συνέχεια...

Ψυχική υγεία σε συνθήκες κρίσης

Posted: by παντιγέρα in
0
Η μπροσούρα περιλαμβάνει τις εισηγήσεις που έγιναν στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Αυτόνομο Στέκι στις 4/7/2012 με θέμα: "η ψυχική υγεία σε συνθήκες κρίσης".



Συνέχεια...

Ανοικτό κάλεσμα: Να αναμετρηθούμε με την εποχή μας

Posted: by παντιγέρα in
0
Μετά από δυο χρόνια επιβολής των πολιτικών του μνημονίου είναι φανερό ότι συντελείται ένας βαθύς μετασχηματισμός του ελληνικού καπιταλισμού, μέσα στο πλαίσιο της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης. Ένας μετασχηματισμός που έχει γκρεμίσει μια για πάντα τις γέφυρες προς τον υποτιθέμενο «χαμένο παράδεισο» της προηγούμενης συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας. Από εδώ και πέρα δεν έχουμε παρά να κοιτάμε προς τα μπρος.

Οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες του σήμερα δεν μπορούν να στοχεύουν στην αποκατάσταση της προηγούμενης συνθήκης, αλλά στην προοπτική μιας εδώ και τώρα ανατρεπτικής διαδικασίας και της ανάπτυξης ενός ισχυρού κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος που θα συνδράμει στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Μπροστά στα μάτια μας ανοίγονται τα πιο κομβικά διλήμματα που θα μπορούσε να μας θέσει η ιστορία: θα αγωνιστούμε για να συμβάλλουμε σε μια κίνηση της κοινωνίας προς την χειραφέτηση και την ανατροπή του καπιταλισμού ή θα υποταχθούμε στην συνθήκη μιας νέας βαρβαρότητας, που το κεφάλαιο θεωρεί απαραίτητη για την επιβίωση του;

Αυτό το δίλημμα ξεπερνάει μια απλή πολιτική, ιδεολογική ή ηθική τοποθέτηση, αποκτάει σήμερα περισσότερο παρά ποτέ έναν επιτακτικό χαρακτήρα που αφορά άμεσα τις ζωές μας. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου κυριολεκτικά αυτή τη φορά. Οι δικές μας απαντήσεις θα καθορίσουν και το δικό μας μέλλον. Δεν απαιτεί απλά την τοποθέτηση μας, αλλά την άμεση πράξη μας, όχι για να ηττηθούμε ηθικά δικαιωμένοι αλλά για να διαρρήξουμε το «αναπόδραστο» του καπιταλισμού.

Μπορεί για πολύ κόσμο η ανατροπή του καπιταλισμού να φαίνεται πιο απίθανη κι από την καταστροφή του κόσμου. Ωστόσο, αυτό ακριβώς είναι το διακύβευμα της εποχής μας. Θα σπάσουμε αυτό τον αέναο κύκλο της καπιταλιστικής συσσώρευσης που οδηγεί στην καταστροφή μας ή απλώς θα παραμείνουμε αδρανείς κι εγκλωβισμένοι στις συνήθειές μας με αποτέλεσμα να τον υποστούμε με όλες τις καταστροφικές συνέπειες που θα έχει αυτό για την κοινωνία και το περιβάλλον ;

Σ’ αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσει να δώσει κάποιες απαντήσεις αυτό το νέο εγχείρημα το οποίο προσπαθούμε από κοινού να συνδιαμορφώσουμε. Μέσα από μια διαδικασία αλλητροφοδότησης από διαφορετικά βιώματα και οπτικές, επιχειρούμε να περάσουμε και στη συγκρότηση μιας κοινής πολιτικής συναντίληψης με στόχο πέραν των άλλων να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε από κοινού πολιτικά εργαλεία χρήσιμα για όλους και όλες μας. Επιπλέον παρά τις διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες και προσεγγίσεις είναι σημαντικό στοίχημα το εγχείρημα να καταλήγει στο ίδιο πολιτικό διαταύτα και στην διατύπωση ενός συνεκτικού πολιτικού προτάγματος που να απαντάει στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής μας.

Δεν ξεκινάμε από το πουθενά, δεν υπάρχει παρθενογένεση. Είμαστε μια στιγμή από τις πολλές στιγμές που σχηματίζουν την κίνηση των από κάτω προς την χειραφέτησή τους από την εκμετάλλευση, την κυριαρχία και την καταπίεση. Έχουμε στην φαρέτρα μας την άμεση δημοκρατία, την αυτοοργάνωση & την αυτοδιεύθυνση , την οριζοντιότητα. Έχουμε σαν στόχο τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης της κοινωνίας με την φύση, την κατάργηση των εμπορευματικών σχέσεων, την απελευθέρωση της ανθρώπινης δραστηριότητας από τα δεσμά του κέρδους, της συσσώρευσης, της κάθε είδους ιεραρχίας και του κρατισμού….

Δεν έχουμε καμιά διάθεση να υποκαταστήσουμε τις δομές και τις συγκροτήσεις που ανέδειξαν οι ίδιοι οι λαϊκοί αγώνες όπως οι Λαϊκές Συνελεύσεις, τα σωματεία βάσης, οι συνελεύσεις και οι πρωτοβουλίες στους κοινωνικούς χώρους κλπ. Και σε καμία περίπτωση δεν επιφυλάσσουμε για τον εαυτό μας τον ρόλο ενός «άτυπου συντονιστικού», η μιας φωτισμένης πρωτοπορίας αλλά το ρόλο μιας ετερόκλητης πρωτοβουλίας που ενδέχεται να διαδραματίζει σε κάποιες φάσεις ένα ρόλο καταλύτη στις εξελίξεις.

Αν θέλουμε σε κάτι να συμβάλουμε με αυτό μας το εγχείρημα είναι στο να διευρύνουμε τις δυνατότητες για την συγκρότηση μιας εναλλακτικής στρατηγικής, σαφώς ανταγωνιστικής προς τον καπιταλιστικό μονόδρομο. Θεωρούμε ότι ακριβώς αυτή η έλλειψη μιας τέτοιας στρατηγικής αποτελεί βασική τροχοπέδη στην προσπάθεια να αποτινάξουμε από πάνω μας την «φυσικότητα» που έχουν οι καπιταλιστικές σχέσεις και που τους προσδίδει μια αίσθηση αιωνιότητας. Επιγραμματικά, νιώθουμε αναγκαίο να απελευθερωθούμε από το φαντασιακό του καπιταλισμού.

Θέλουμε λοιπόν να προχωρήσουμε σε ένα εγχείρημα στο έδαφος του οποίου θα ανοίξουμε την πολιτική συζήτηση, θα δημιουργήσουμε τις συνθήκες ενός δημιουργικού πολιτικού διαλόγου, θα αποκαταστήσουμε τις σχέσεις πολιτικής εμπιστοσύνης, ξεφεύγοντας από τις προ- πολιτικές σχέσεις «συμπάθειας» και «συγγένειας» που ως ένα βαθμό διακατέχουν τους αντικαπιταλιστικούς χώρους και εμποδίζουν τον ουσιαστικό διάλογο για τις μορφές και τα περιεχόμενα, και θα πάρουμε τις πολιτικές πρωτοβουλίες που θεωρούμε απαραίτητες και μας επιτρέπει ο βαθμός συνεκτικότητας που κάθε φορά κατακτάμε.

Άνθρωποι ενεργοί στο κίνημα νιώσαμε την ανάγκη να βρούμε κοινό χώρο πολιτικού διαλόγου ώστε να αλληλοτροφοδούμαστε από διαφορετικά σκεπτικά και οπτικές αλλά και να διερευνούμε από κοινού το ακριβές περιεχόμενο αλλά και τους τρόπους προώθησης της ανατρεπτικής πολιτικής. Κατά συνέπεια το παρόν αποτελεί ανοιχτό κάλεσμα σταθερής συνάντησης μεμονωμένων αγωνιζόμενων ανθρώπων στη βάση μιας ελάχιστης πολιτικής συμφωνίας με τις εξής γενικές αρχές:

1) Αντικαπιταλιστική κατεύθυνση: αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση, στο ρατσισμό, στην πατριαρχία, στην ανισότητα και στη λεηλασία της φύσης.

2) Αυτοοργάνωση και άμεση δημοκρατία στην πράξη.

3) Αντιιεραρχία και ισοτιμία σε όλα τα επίπεδα.


ΔΟΚΙΜΗ κοινωνικής χειραφέτησης & απελευθερωτικής πράξης

dokimh.espivblogs.net/

Συνέχεια...

Η κοινωνία της Αυτοδιαχείρισης

Posted: by παντιγέρα in
0
Ο σοσιαλισμός στοχεύει στο να δώσει ένα νόημα στη ζωή και την εργασία των ανθρώπων, στο να ενεργοποιήσει την ελευθερία τους, τη δημιουργικότητά τους και να επιτρέψει στις πιο θετικές πλευρές της προσωπικότητάς τους να ανθίσουν. Στοχεύει στο να δημιουργήσει οργανικούς συνδέσμους μεταξύ του ατόμου και των ανθρώπων δίπλα του, μεταξύ της ομάδας και της κοινωνίας. Στοχεύει στο να υπερβεί τα σύνορα μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, στο να συμφιλιώσει τους ανθρώπους με τον εαυτό τους και με τη φύση. Ως εκ τούτου, ο σοσιαλισμός στοχεύει να ξανασυναντήσει τις πιο βαθιές φιλοδοξίες της εργατικής τάξης μέσα από τους καθημερινούς αγώνες ενάντια στην καπιταλιστική αποξένωση... Αυτές δεν είναι προσδοκίες που αφορούν κάποιο ομιχλώδες και μακρινό μέλλον. Είναι υπάρχουσες τάσεις και συναισθήματα που εμφανίζονται ήδη στους επαναστατικούς αγώνες και στην επαναστατική ζωή. Η κατανόηση αυτού ισοδυναμεί με τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι για τον εργαζόμενο το τελικό πρόβλημα της ιστορίας είναι ένα καθημερινό πρόβλημα.

Αν το καταλάβουμε αυτό, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι «εθνικοποίηση», ούτε «κεντρικός σχεδιασμός», ούτε ακόμα μία «βελτίωση της ποιότητας ζωής». Αντιλαμβανόμαστε ότι η αληθινή κρίση του καπιταλισμού δεν οφείλεται στην «αναρχία της αγοράς», στην «υπερ- παραγωγή» ή στην «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους». Αν οδηγήσουμε αυτές τις απόψεις στα λογικά τους συμπεράσματα και τις συνειδητοποιήσουμε με όλες τις συνέπειές τους, τότε οι ιδέες αυτές μπορούν να μεταβάλλουν τις ιδέες κάποιου για την επαναστατική θεωρία, δράση και οργάνωση. Μεταμορφώνουν το όραμα κάποιου για την κοινωνία και τον κόσμο. […]

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ


Σοσιαλιστική κοινωνία σημαίνει ότι οι άνθρωποι οργανώνουν οι ίδιοι κάθε πλευρά της κοινωνικής τους ζωής. Η καθιέρωση του σοσιαλισμού, επομένως, συνεπάγεται την άμεση εξάλειψη του θεμελιώδους διαχωρισμού της κοινωνίας σε ένα στρώμα διευθυνόντων και μια μάζα εκτελεστών. Το περιεχόμενο μιας σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης είναι πρώτα από όλα η εργατική διαχείριση της παραγωγής. Η εργατική τάξη προέβαλε την αξίωσή της για μια τέτοια διαχείριση και αγωνίστηκε για να την πετύχει στα πιο ακραία σημεία της ιστορικής δράσης: στη Ρωσία το 1917-18, στην Ιταλία το 1920, στην Ισπανία το 1936, στην Ουγγαρία το 1956.

Τα εργατικά συμβούλια στους χώρους εργασίας είναι η μορφή που θα πάρει πιθανότατα η αυτοδιαχείριση των εργατών και ο θεσμός που είναι πιο πιθανό να ευνοήσει την ανάπτυξή της. Η εργατική αυτοδιαχείριση σημαίνει ότι τα τοπικά Εργατικά Συμβούλια έχουν την εξουσία, ενώ τελικά στο επίπεδο της κοινωνίας ως ολότητα, η εξουσία περνά στα χέρια της Κεντρικής Συνέλευσης των Αντιπροσώπων των Εργατικών Συμβουλίων. Τα εργοστασιακά συμβούλια (ή τα συμβούλια οποιωνδήποτε άλλων χώρων εργασίας, όπως των ορυχείων, των σιδηροδρόμων, των γραφείων κλπ) θα αποτελούνται από αντιπροσώπους εκλεγμένους από τους εργαζόμενους και ανακλητούς από αυτούς ανά πάσα στιγμή και θα ενσωματώνουν τις λειτουργίες της σύσκεψης, της απόφασης και της εκτέλεσης. Αυτά τα συμβούλια είναι ιστορικές δημιουργίες της εργατικής τάξης. Έχουν έρθει στο προσκήνιο κάθε φορά που το ζήτημα της εξουσίας έχει τεθεί στη σύγχρονη κοινωνία. Οι Εργοστασιακές Επιτροπές στη Ρωσία το 1917, τα Γερμανικά Εργατικά Συμβούλια του 1919, τα Ουγγρικά Συμβούλια το 1956, όλα τους επιδίωκαν να εκφράσουν (όποιο και αν ήταν το όνομά τους) το ίδιο αυθεντικό, οργανικό και χαρακτηριστικό πρότυπο αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης.

Για να ορίσουμε συγκεκριμένα τον τύπο της σοσιαλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, πρέπει μεταξύ άλλων να εξαγάγουμε όλα τα δυνατά συμπεράσματα από δύο πολύ βασικές ιδέες: Την εργατική διαχείριση της παραγωγής και την εξουσία των Συμβουλίων. Για να γίνει πράξη, όμως, ένας τέτοιος ορισμός, για να πάρει σάρκα και οστά, πρέπει να συνδυαστεί με μια μελέτη τού πώς μπορούν να λειτουργήσουν στην πράξη οι θεσμοί μιας ελεύθερης σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Δεν υπάρχει λόγος για εμάς εδώ να προσπαθήσουμε να σχεδιάσουμε «νόμους», «κανόνες» ή «ένα ιδανικό σύνταγμα» για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Οι νόμοι, ως τέτοιοι, δεν σημαίνουν τίποτα. Οι καλύτεροι των νόμων μπορούν να έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που οι άνθρωποι είναι διαρκώς προετοιμασμένοι να υπερασπιστούν ό,τι είναι σωστό σε αυτούς, να προσθέσουν ό,τι τους λείπει και να αλλάξουν σ’ αυτούς ό,τι έχει γίνει ανεπαρκές ή παρωχημένο. Από αυτήν την άποψη, πρέπει προφανώς να αποφύγουμε οποιοδήποτε φετιχισμό του «συμβουλιακού» τύπου οργάνωσης.

Η «διαρκής εκλεξιμότητα και αναιρεσιμότητα των αντιπροσώπων» είναι μάλλον αναποτελεσματικές από μόνες τους, για να «εγγυηθούν» ότι ένα Συμβούλιο θα συνεχίσει να εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Το Συμβούλιο θα συνεχίσει να τα εκφράζει αυτά μόνο για όσο καιρό οι άνθρωποι θα είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο γι’ αυτό. Η κατάκτηση του σοσιαλισμού δεν είναι θέμα καλύτερης νομοθέτησης. Η επιτυχία του εξαρτάται από τη συνεχή αυτοδραστηριοποίηση των ανθρώπων και από την ικανότητά τους να συνειδητοποιούν τα αναγκαία μέσα και τους σκοπούς, να επιδεικνύουν την αναγκαία αλληλεγγύη και αποφασιστικότητα.

Για να είναι, όμως, κοινωνικά αποτελεσματική, αυτή η αυτόνομη μαζική δράση δεν πρέπει να παραμείνει άμορφη, θρυμματισμένη και διασπασμένη. Πρέπει να βρει έκφραση σε πρότυπα δράσης και μορφές οργάνωσης, σε πρακτικές και σε θεσμούς που θα ενσωματώνουν και θα αντανακλούν τους σκοπούς της. Όπως πρέπει να αποφύγουμε το φετιχισμό των «νομοθετήσεων», έτσι πρέπει επίσης να προσέξουμε τα μειονεκτήματα των διαφόρων τύπων «αναρχικού» ή «αυθορμητίστικου» φετιχισμού, ο οποίος πιστεύοντας ότι τελικά η συνείδηση της εργατικής τάξης θα καθορίσει τα πάντα, ενδιαφέρεται λίγο ή καθόλου για τις μορφές που πρέπει να πάρει αυτή η συνείδηση, αν θέλουμε στ’ αλήθεια να αλλάξει την πραγματικότητα. Το Συμβούλιο δεν είναι ένα δώρο που χαρίζεται από κάποιον ελευθεριακό Θεό. Δεν είναι ένας θαυματουργός θεσμός. Δεν πρόκειται να γίνει ένα λαϊκό εργαλείο έκφρασης, αν οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να εκφραστούν μέσα από αυτό το μέσο. Ωστόσο, το Συμβούλιο είναι μια ικανοποιητική μορφή οργάνωσης: η δομή του είναι τέτοια που δίνει τη δυνατότητα στους οραματισμούς της εργατικής τάξης να έρθουν στο φως και να εκφραστούν. Οι κοινοβουλευτικού τύπου θεσμοί, από την άλλη πλευρά, είτε λέγονται «Βουλή των Κοινοτήτων» είτε «Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ», είναι εξ’ ορισμού τύποι θεσμών που δεν μπορούν να είναι σοσιαλιστικοί. Είναι θεμελιωμένοι πάνω σε ένα ριζικό διαχωρισμό μεταξύ του λαού, τη γνώμη του οποίου «συμβουλεύονται» αραιά και πού, και εκείνων που υποτίθεται ότι τον «εκπροσωπούν», οι οποίοι στην πραγματικότητα, όμως, είναι υπεράνω κάποιου ουσιαστικού λαϊκού ελέγχου. Ένα Εργατικό Συμβούλιο είναι σχεδιασμένο για να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους ανθρώπους, αλλά μπορεί να πάψει να εκπληρώνει αυτή τη λειτουργία. Το κοινοβούλιο είναι σχεδιασμένο, έτσι ώστε να μην εκπροσωπεί το λαό, και ποτέ δεν παύει να εκπληρώνει αυτή τη λειτουργία2.

Το ζήτημα των επαρκών και ουσιαστικών θεσμών είναι κεντρικό για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή ο σοσιαλισμός μπορεί να επέλθει μόνο μέσω μιας επανάστασης, δηλαδή ως αποτέλεσμα μιας κοινωνικής κρίσης κατά τη διάρκεια της οποίας η συνείδηση και η δραστηριότητα των μαζών φτάνει σε εκπληκτικά υψηλά επίπεδα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι μάζες γίνονται ικανές να υπερνικήσουν τη δύναμη της κυρίαρχης τάξης και των ενόπλων δυνάμεών της, να παρακάμψουν τους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς της κατεστημένης κοινωνίας και να υπερβούν μέσα τους τη βαριά κληρονομιά αιώνων καταπίεσης. Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως κάποιου είδους παροξυσμός, αλλά αντίθετα ως μια προεικόνιση του επιπέδου δραστηριοποίησης και συνειδητοποίησης των ανθρώπων σε μια ελεύθερη κοινωνία.

Η «άμπωτη» της επαναστατικής δραστηριότητας δεν έχει τίποτα το αναπόφευκτο. Ωστόσο, θα παραμένει πάντοτε μια απειλή, δεδομένου του τεράστιου όγκου των δύσκολων έργων που πρέπει να εκτελεστούν. Οτιδήποτε προστίθεται στα αναρίθμητα προβλήματα που αντιμετωπίζει η λαϊκή μαζική δράση θα ενισχύσει την τάση για μια τέτοια αντίδραση. Γι’ αυτό, είναι κρίσιμο για την επανάσταση να παράσχει στον εαυτό της, από τις πρώτες κιόλας μέρες, ένα δίκτυο από επαρκείς δομές για να εκφράζει τη θέλησή της, και οι επαναστάτες να έχουν μια χονδρική ιδέα για το πώς θα μπορούσαν να λειτουργούν και να αλληλοσυνδέονται οι δομές αυτές. Από αυτή την άποψη, δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα οργανωτικό ή ιδεολογικό κενό. Αν οι ελευθεριακοί επαναστάτες παραμείνουν μακαρίως μακριά από αυτά τα ζητήματα και δεν τα επεξεργαστούν ή ούτε καν διανοηθούν, τότε μπορούν να είναι σίγουροι ότι κάποιοι άλλοι θα το κάνουν. Είναι πολύ ουσιαστικό για την επαναστατική κοινωνία να δημιουργήσει για τον εαυτό της σε κάθε στάδιο εκείνες τις δομές που θα μπορέσουν γρήγορα να γίνουν αποτελεσματικοί «θεσμικοί» μηχανισμοί, οι οποίοι θα εκφράζουν τη λαϊκή θέληση τόσο για τα πιο «σημαντικά θέματα» όσο και για τα κα θημερινά (που είναι ασφαλώς τα πρώτα και τα πιο σημαντικά ζητήματα απ’ όλα).

Επομένως, ο ορισμός της σοσιαλιστικής κοινωνίας που επιχειρούμε απαιτεί από εμάς μια περιγραφή του πώς οραματιζόμαστε τους θεσμούς της και τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούν. Αυτή η προσπάθεια δεν είναι «ουτοπική», γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επεξεργασία και η προέκταση των ιστορικών επιτευγμάτων της εργατικής τάξης και ειδικότερα του πλαισίου της εργατικής διαχείρισης. Οι ιδέες που προτείνουμε για επεξεργασία είναι μόνο η θεωρητική άρθρωση της εμπειρίας ενός αιώνα εργατικών αγώνων. Ενσωματώνουν αληθινές εμπειρίες (θετικές και αρνητικές), συμπεράσματα (άμεσα και έμμεσα) που έχουν ήδη εξαχθεί, απαντήσεις που έχουν δοθεί σε πραγματικά προβλήματα ή απαντήσεις που θα έπρεπε να δοθούν, αν κάποια επανάσταση είχε προχωρήσει λίγο περισσότερο. Κάθε πρόταση σε αυτό το κείμενο συνδέεται με ερωτήματα που, είτε ευθέως είτε εμμέσως, έχουν ήδη αντιμετωπιστεί στην πορεία των εργατικών αγώνων. Αυτό θα έπρεπε να βάλει ένα τέλος, μια και καλή, στις κατηγορίες για «ουτοπισμό».

Α. ΘΕΣΜΟΙ ΠΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΕΛΕΓΞΟΥΝ

Η αυτοδιαχείριση θα είναι δυνατή μόνο αν μεταβληθεί ριζικά η στάση των ανθρώπων ως προς την κοινωνική οργάνωση. Αυτό με τη σειρά του θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι κοινωνικές θεσμίσεις αποτελέσουν ουσιαστικό κομμάτι της πραγματικής καθημερινής τους ζωής. Όπως ακριβώς η εργασία έχει νόημα μόνο όταν οι άνθρωποι την κατανοούν και την ελέγχουν, έτσι και οι θεσμοί της σοσιαλιστικής κοινωνίας θα γίνουν ουσιαστικοί και πλήρεις νοήματος μόνο όταν οι άνθρωποι τους καταλαβαίνουν και τους ελέγχουν.

Η σύγχρονη κοινωνία είναι μια σκοτεινή και ακατανόητη ζούγκλα, μια σύγχυση μηχανισμών διακυβέρνησης, δομών και θεσμών, που σχεδόν κανένας δεν καταλαβαίνει ή για τους οποίους κανείς δεν δείχνει ενδιαφέρον. Η σοσιαλιστική κοινωνία θα είναι δυνατή μόνο αν επιφέρει μια ριζική αλλαγή σε αυτήν την κατάσταση πραγμάτων και απλοποιήσει μαζικά την κοινωνική οργάνωση. Ο σοσιαλισμός συνεπάγεται ότι η οργάνωση της κοινωνίας θα είναι διαφανής γι’ αυτούς που συγκροτούν την κοινωνία αυτή.

Το να λες ότι τα έργα και οι θεσμοί της σοσιαλιστικής κοινωνίας πρέπει να είναι εύκολα κατανοήσιμοι συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν την καλύτερη δυνατή πληροφόρηση. Η «καλύτερη δυνατή πληροφόρηση» είναι κάτι αρκετά διαφορετικό από τη διάθεση μιας πελώριας μάζας δεδομένων. Το πρόβλημα δεν είναι να εφοδιάσουμε τον καθένα με φορητά μικροφίλμ όλων αυτών που υπάρχουν στο Βρετανικό Μουσείο. Αντιθέτως, η καλύτερη δυνατή πληροφόρηση εξαρτάται πρώτα και κυρίως από μια μείωση των δεδομένων στα πιο ουσιώδη, έτσι ώστε να μπορούν εύκολα να τα χειρίζονται όλοι. Αυτό θα είναι εφικτό, επειδή ο σοσιαλισμός θα επιφέρει μια άμεση και τεράστια απλοποίηση των προβλημάτων και θα εξαφανίσει, απλά και ξεκάθαρα, τους περισσότερους τωρινούς κανόνες και τις ρυθμίσεις που θα έχουν χάσει σχεδόν το νόημά τους. Σ’ αυτό θα προστεθεί μια συστηματική προσπάθεια συγκέντρωσης και διασποράς των πληροφοριών σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα και παρουσίασης των δεδομένων με απλό και επαρκή τρόπο. Επιπλέον, όταν θα αναφερθούμε στη λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας, θα δώσουμε παραδείγματα των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν ήδη σ’ αυτό το πεδίο.

Στο σοσιαλισμό οι άνθρωποι θα επιβάλλονται στα έργα και τους θεσμούς της κοινωνίας. Επομένως, ο σοσιαλισμός πρέπει για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία να θεσμίσει τη δημοκρατία. Ετυμολογικά, η λέξη δημοκρατία σημαίνει την κυριαρχία των μαζών. Δεν μας απασχολούν οι τυπικές όψεις αυτής της κυριαρχίας. Η αληθινή κυριαρχία δεν πρέπει να συνδέεται με τις εκλογές. Η ψήφος, ακόμα και η «ελεύθερη» ψήφος, μπορεί μόνο να είναι, και συχνά είναι, μια παρωδία της δημοκρατίας. Η αληθινή δημοκρατία δεν είναι το δικαίωμα του να ψηφίζεις για δευτερεύοντα ζητήματα. Δεν είναι το δικαίωμα του να ορίζεις κυβερνήτες, οι οποίοι στη συνέχεια θα παίρνουν τις αποφάσεις για όλα τα σημαντικά ζητήματα χωρίς έλεγχο από τα κάτω. Επίσης, δημοκρατία δεν είναι το να καλούνται οι άνθρωποι να εκφράσουν τη γνώμη τους εκλογικά για ακατανόητα ζητήματα ή για ερωτήσεις που δεν έχουν κανένα νόημα γι’ αυτούς.

Η αληθινή κυριαρχία συνίσταται στο να είναι κάποιος ικανός να αποφασίζει για τον εαυτό του, πάνω σε όλα τα ουσιαστικά ερωτήματα, με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων. Μέσα σε αυτές τις λίγες λέξεις, «με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων», βρίσκεται όλο το πρόβλημα της δημοκρατίας. Έχει πολύ μικρή σημασία το να ζητάς από τους ανθρώπους να εκφράσουν τις απόψεις τους, αν δεν έχουν γνώση των σχετικών δεδομένων. Αυτό έχει υπογραμμιστεί εδώ και πολύ καιρό από τους αντιδραστικούς ή φασίστες επικριτές της «αστικής» δημοκρατίας και επιπλέον από τους πιο κυνικούς Σταλινικούς ή Φαβιανούς. Είναι φανερό ότι η αστική «δημοκρατία» είναι μια φάρσα, απλώς και μόνο επειδή κυριολεκτικά κανένας στη σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να εκφράσει μια γνώμη με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων, πόσο μάλλον οι μάζες των ανθρώπων από τις οποίες αποκρύπτονται συστηματικά οι πολιτικές και οικονομικές αλήθειες και το πραγματικό νόημα των ερωτημάτων που τους τίθενται. Η λύση, όμως, δεν είναι η παραχώρηση της εξουσίας στα χέρια μιας ανίκανης και ανεξέλεγκτης γραφειοκρατίας. Το σωστό είναι να μετασχηματίσεις την κοινωνική πραγματικότητα, έτσι ώστε να γίνονται κατανοητά από όλους τα βασικά δεδομένα και τα θεμελιώδη προβλήματα, καθιστώντας όλους ικανούς να εκφράσουν τις απόψεις τους «με πλήρη γνώση των σχετικών δεδομένων».

Β. ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΣ
Το να αποφασίζεις σημαίνει να αποφασίζεις για τον εαυτό σου. Με το να αποφασίζεις για το ποιος θα αποφασίζει, ήδη δεν αποφασίζεις για τον εαυτό σου. Γι’ αυτό, η μόνη ολοκληρωμένη μορφή δημοκρατίας είναι η άμεση δημοκρατία.

Για να πετύχεις την πιο ευρεία και την πιο ουσιαστική άμεση δημοκρατία, θα απαιτηθεί όλες οι οικονομικές και πολιτικές δομές της κοινωνίας να βασίζονται σε τοπικές ομάδες που να είναι αληθινές, οργανικές, κοινωνικές οντότητες. Η άμεση δημοκρατία σίγουρα απαιτεί τη φυσική παρουσία των πολιτών σε έναν δεδομένο τόπο, όταν πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις. Όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Απαιτείται επίσης αυτοί οι πολίτες να σχηματίζουν μια οργανική κοινότητα, να ζουν αν είναι δυνατόν στο ίδιο περιβάλλον, να είναι εξοικειωμένοι μέσα από την καθημερινή τους εμπειρία με τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν και με τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Μόνο μέσα σε τέτοιες οντότητες μπορεί η πολιτική συμμετοχή των ατόμων να είναι ολοκληρωμένη, μπορούν να γνωρίσουν και να νιώσουν οι άνθρωποι ότι η συμμετοχή τους έχει νόημα και ότι η αληθινή ζωή της κοινότητας καθορίζεται από τα ίδια της τα μέλη και όχι από κάποια εξωτερική αυθεντία, που δρα «στο όνομα» της κοινότητας. Συνεπώς, πρέπει να εξασφαλίζεται η μέγιστη αυτονομία και αυτοδιαχείριση για τις τοπικές αυτές κοινωνικές οντότητες.

Η σύγχρονη κοινωνική ζωή έχει δημιουργήσει ήδη αυτές τις συλλογικότητες και συνεχίζει να τις δημιουργεί. Αυτές οι συλλογικότητες αφορούν μεσαίες ή μεγαλύτερες επιχειρήσεις και τις βρίσκεις στη βιομηχανία, στις μεταφορές, στις κατασκευές, στο εμπόριο, στις τράπεζες, στη δημόσια διοίκηση κ.α., όπου οι άνθρωποι κατά εκατοντάδες, χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες ξοδεύουν το κύριο μέρος της ζωής τους, επιτελώντας κοινότοπες εργασίες και αντιμετωπίζοντας την κοινωνία στην πιο συμπαγή μορφή της. Ένας χώρος εργασίας δεν είναι μόνο μονάδα παραγωγής: έχει γίνει η πρωταρχική μονάδα κοινωνικής ζωής για την τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων. Αντί να είναι βασισμένη σε τοπικές οντότητες, τις οποίες η ίδια η οικονομική εξέλιξη συχνά τις έχει καταστήσει εξαιρετικά τεχνητές, η πολιτική δομή του σοσιαλισμού θα είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένη σε συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται σε παρόμοιες εργασίες. Αυτές οι συλλογικότητες θα αποδειχθούν γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο θα ανθίσει η άμεση δημοκρατία, όπως (για παρόμοιους λόγους) στην αρχαία πόλη ή στις δημοκρατικές κοινότητες των ελεύθερων αγροτών στις ΗΠΑ το 19ο αιώνα.

Η άμεση δημοκρατία δίνει μια ιδέα της αποκέντρωσης την οποία θα μπορεί να πετύχει η σοσιαλιστική κοινωνία. Ωστόσο, μια βιομηχανικά προηγμένη ελεύθερη κοινωνία θα πρέπει να βρει, επίσης, τα μέσα για να ενσωματώσει δημοκρατικά αυτές τις βασικές οντότητες στον κοινωνικό ιστό ως όλον. Θα πρέπει να λύσει το δύσκολο πρόβλημα του αναγκαίου συγκεντρωτισμού, χωρίς τον οποίο η ζωή μιας σύγχρονης κοινότητας θα κατέρρεε. Δεν είναι ο συγκεντρωτισμός καθαυτός εκείνος που κατέστησε τις μοντέρνες κοινωνίες τέτοια εξαιρετικά παραδείγματα πολιτικής ξένωσης ή εκείνος που οδήγησε στο φαινόμενο οι μειοψηφίες να δυναστεύουν πολιτικά την πλειοψηφία. Αυτό δημιουργήθηκε από την ανάπτυξη πολιτικών σωμάτων «ανώτερων» και διαχωρισμένων από τον πληθυσμό, σωμάτων αποκλειστικά και ειδικά επιφορτισμένων με το καθήκον της εφαρμογής του συγκεντρωτισμού. Όσο ο συγκεντρωτισμός νοείται ως μια εξειδικευμένη λειτουργία ενός ξεχωριστού, ανεξάρτητου μηχανισμού, η γραφειοκρατία είναι πράγματι αδιαχώριστη από το συγκεντρωτισμό. Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, όμως, δεν θα υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο συγκεντρωτισμό και την αυτονομία των τοπικών οργανώσεων, γιατί και οι δύο λειτουργίες θα ασκούνται από τους ίδιους θεσμούς. Δεν θα υπάρχει κάποιος ξεχωριστός μηχανισμός του οποίου η λειτουργία να είναι η επανένωση αυτού που ο ίδιος θρυμμάτισε, ένα παράλογο καθήκον, το οποίο (πρέπει να θυμόμαστε) είναι ακριβώς αυτό που επιτελεί η σύγχρονη γραφειοκρατία.

Ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι ένα χαρακτηριστικό όλων των σύγχρονων εκμεταλλευτικών κοινωνιών. Οι στενοί σύνδεσμοι μεταξύ του συγκεντρωτισμού και της ολοκληρωτικής, γραφειοκρατικής εξουσίας, σε αυτές ακριβώς τις ταξικές κοινωνίες, προκαλούν μια υγιή και κατανοητή αποστροφή πολλών σύγχρονων επαναστατών προς το συγκεντρωτισμό. Αυτή η αντίδραση, όμως, είναι συχνά συγκεχυμένη και μερικές φορές ενισχύει ακριβώς εκείνα τα πράγματα τα οποία προσπαθεί να διορθώσει.«Συγκεντρωτισμός, ιδού η ρίζα όλου του κακού», ισχυρίζονται πολλοί τίμιοι αγωνιστές, όταν αποκηρύττουν το Σταλινισμό ή το Λενινισμό στην Ανατολή ή στη Δύση. Όμως αυτή η αντίληψη, στην καλύτερη περίπτωση αόριστη, είναι σίγουρα καταστροφική όταν οδηγεί, όπως πολύ συχνά το κάνει, είτε σε τυπικά αιτήματα για «θρυμματισμό της εξουσίας» είτε σε αιτήματα για μια απεριόριστη επέκταση των εξουσιών των ομάδων βάσης, αγνοώντας τι πρέπει να γίνει στα άλλα επίπεδα.

Όταν οι πολωνοί αγωνιστές, για παράδειγμα, φαντάζονται ότι έχουν βρει μια λύση στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας, διακηρύσσοντας μια κοινωνική ζωή οργανωμένη και διοικούμενη από «διάφορα κέντρα» (Κρατική Διοίκηση, Συνέλευση Κοινοβουλίου, Συνδικάτα, Εργατικά Συμβούλια και Πολιτικά Κόμματα) επιχειρηματολογούν παραβλέποντας την ουσία. Αποτυγχάνουν να δουν ότι αυτός ο «πολυκεντρισμός» ισοδυναμεί με την απουσία οποιουδήποτε πραγματικού και αναγνωρίσιμου κέντρου, ελεγχόμενου από τα κάτω. Και αφού η σύγχρονη κοινωνία είναι υποχρεωμένη να παίρνει ορισμένες κεντρικές αποφάσεις, το «σύνταγμα» που προτείνουν αυτοί θα υπάρξει μόνο στα χαρτιά. Το μόνο που θα κάνει θα είναι να κουκουλώνει την ανάδυση ενός αληθινού, όμως αυτή τη φορά συγκαλυμμένου (και συνεπώς ανεξέλεγκτου) «κέντρου», μέσα από τις τάξεις της πολιτικής γραφειοκρατίας.

Ο λόγος είναι φανερός: Αν κάποιος θρυμματίσει οποιονδήποτε θεσμό που εκπληρώνει μια σημαντική ή ζωτική λειτουργία, το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί την ανάγκη για κάποιον άλλο θεσμό ο οποίος να συναρμολογεί τα θραύσματα. Παρομοίως, αν το μόνο που κάνει κάποιος είναι να υποστηρίζει την επέκταση των εξουσιών των τοπικών συμβουλίων, τότε απλώς παραδίδει τα συμβούλια στην εξουσία μιας κεντρικής γραφειοκρατίας, η οποία θα «γνωρίζει» ή θα «κατανοεί» πώς να κάνει την οικονομία να λειτουργεί ως όλον (και οι σύγχρονες οικονομίες, είτε αρέσει σε κάποιον είτε όχι, λειτουργούν πράγματι ως όλον). Για τους ελευθεριακούς επαναστάτες, το να αποφεύγουν αυτές τις δυσκολίες και να αρνούνται να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της κεντρικής εξουσίας ισοδυναμεί με το να αφήνουν τη λύση αυτών των προβλημάτων στη μία ή την άλλη γραφειοκρατία.

Η ελευθεριακή κοινωνία θα πρέπει, λοιπόν, να δώσει μια ελευθεριακή λύση στο πρόβλημα του συγκεντρωτισμού. Αυτή η απάντηση θα μπορούσε να είναι η ανάληψη μιας προσεκτικά προσδιορισμένης και περιορισμένης εξουσίας από την Ομοσπονδία των Εργατικών Συμβουλίων και η δημιουργία μιας Κεντρικής Συνέλευσης των Συμβουλίων και μιας Συμβουλιακής Επιτροπής. Θα δούμε παρακάτω ότι μια τέτοια Συνέλευση και μια τέτοια Επιτροπή δεν συνιστούν μεταβίβαση της λαϊκής εξουσίας, αλλά αντιθέτως είναι όργανα αυτής της εξουσίας. Σε αυτό το σημείο θέλουμε απλώς να συζητήσουμε τις αρχές που μπορούν να ρυθμίζουν τη σχέση τέτοιων πολιτικών σωμάτων με τα τοπικά συμβούλια και τις άλλες ομάδες βάσης. Αυτές οι αρχές είναι σημαντικές, γιατί επηρεάζουν τη λειτουργία σχεδόν όλων των θεσμών σε μια ελευθεριακή κοινωνία.

Γ. Η ΡΟΗ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Σε μια κοινωνία όπου έχει αφαιρεθεί η πολιτική δύναμη από τους ανθρώπους και όπου αυτή η δύναμη είναι στα χέρια μιας συγκεντρωτικής εξουσίας, η ουσιαστική σχέση μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας μπορεί να συνοψιστεί στα ακόλουθα: τα κανάλια από την περιφέρεια προς το κέντρο μεταφέρουν μόνο πληροφορίες, ενώ τα κανάλια από το κέντρο προς την περιφέρεια μεταφέρουν αποφάσεις (συν ενδεχομένως τις ελάχιστες πληροφορίες που θεωρούνται αναγκαίες για την κατανόηση και την εκτέλεση των αποφάσεων που πάρθηκαν στο κέντρο). Το όλο δημιούργημα δεν αντικατοπτρίζει μόνο ένα μονοπώλιο της εξουσίας επί των αποφάσεων, αλλά και ένα μονοπώλιο επί των συνθηκών που είναι απαραίτητες για την άσκηση της εξουσίας. Μόνο το κέντρο έχει το «σύνολο» των πληροφοριών που χρειάζονται για να γίνουν οι απαραίτητες αξιολογήσεις και να ληφθούν οι αποφάσεις. Στη σύγχρονη κοινωνία, μόνο κατά λάθος μπορεί κάποιο άτομο ή κάποιο πολιτικό σώμα να αποκτήσει πληροφορίες άλλες από εκείνες που αφορούν στο δικό του τομέα. Το σύστημα προσπαθεί να αποφύγει ή, σε κάθε περίπτωση, δεν ενθαρρύνει τέτοια «λάθη».

Όταν λέμε ότι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία τα κεντρικά πολιτικά σώματα δεν θα συνιστούν μια μεταβίβαση της εξουσίας αλλά θα είναι η έκφραση της εξουσίας των ανθρώπων, υπονοούμε μια ριζική αλλαγή σε όλο αυτό το πλαίσιο. Μια από τις κύριες λειτουργίες των κεντρικών σωμάτων θα είναι να συλλέξουν, να μεταφέρουν και να διασπείρουν τις πληροφορίες που έχουν συλλέξει και έχουν μεταφερθεί σε αυτά από τις τοπικές ομάδες.

Σε όλα τα ουσιαστικά πεδία, οι αποφάσεις θα λαμβάνονται στα κατώτερα επίπεδα και θα κοινοποιούνται προς το «κέντρο», του οποίου η ευθύνη θα είναι να βοηθήσει ή να παρακολουθήσει την πρόοδό τους. Θα θεσμιστεί μια αμφίδρομη ροή πληροφοριών και προτάσεων και αυτό δεν θα ισχύει μόνο για τις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και των Συμβουλίων, αλλά θα είναι ένα μοντέλο για τις σχέσεις όλων των θεσμών και αυτών που συμμετέχουν σε αυτούς.

Πρέπει να τονίσουμε άλλη μια φορά ότι δεν προσπαθούμε να προσχεδιάσουμε τέλεια αντίγραφα της μελλοντικής κοινωνίας. Είναι φανερό, για παράδειγμα, ότι η συλλογή και η διάδοση των πληροφοριών δεν είναι μια κοινωνικά ουδέτερη διαδικασία. Όλες οι πληροφορίες δεν μπορούν να διαδοθούν –αυτό θα ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να καταπνίξεις ό,τι είναι σημαντικό και να το καταστήσεις με αυτόν τον τρόπο ακατανόητο και άρα ανεξέλεγκτο. Ο ρόλος οποιωνδήποτε κεντρικών σωμάτων είναι επομένως πολιτικός, ακόμα και από αυτή την άποψη.



Παραθέσαμε ένα απόσπασμα από το κείμενο «Για το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού» του Κ. Καστοριάδη, που δημοσιεύτηκε το 1957 στο τεύχος 22 του γαλλικού περιοδικού «Socialisme ou Barbarie». Τα σκίτσα είναι του Solidarity Group (London). Το κείμενο μεταφράστηκε από τον Ιάσωνα Τσαούλα-Μοιρόπουλο για το τρίτο τεύχος του περιοδικού Νυκτεγερσία.

Πηγή: eagainst.com

Συνέχεια...

back to top