1
Αρνούμαι να συμμετάσχω στα εγκλήματα πολέμου που διαπράττει η χώρα μου. Η βία δε θα φέρει κανενός είδους λύση. Δε θα συμμετάσχω στη βία, κι ας γίνει ό,τι είναι να γίνει. 

(Omer Goldman, Ισραηλινή αντιρρησίας συνείδησης, 19 ετών)


Το όνομά της είναι Omer Goldman,ειναι 19 χρόνων( ο αύξων αριθμός της στον στρατο είναι 5398532. Είναι μια Shministim, ή Αντιρρησίας συνείδησης στο Ισραηλ ....
Αρνήθηκε να καταταγει στον ισραηλινό στρατό, και γι'αυτό ειναι συχνα κλειδωμένη σε μια στρατιωτική φυλακή.


Ο πατέρας δεν είναι ένας οποιοσδήποτε γονιος. Διετέλεσε αναπληρωτής επικεφαλής της Μοσάντ, και εξακολουθεί να θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στον τομέα της ασφάλειας στο Ισραήλ. Ο δικαστής ο οποίος εκρινε την υπόθεσή της, προσπάθησε να την πείσει να εγκαταλείψει την επιλογή της ''asternersi '' (αντιρρησίας συνείδησης αντι της στρατιωτικής θητείας ) λεγοντας της, "ίσως στα σημεία ελέγχου, μπορείτε να δώσετε καραμέλες στα παιδιά της Παλαιστίνης" (χωρίς ειρωνεία)..η Ομέρ απαντησε , "Τι προσφέρει μια καραμέλα αν αυτα τα παιδια υπάρχουν παράνομα;
''..Αυτή η απάντηση της κοστισε 21 ημέρες στη φυλακή....Σεβασμος πληρης για τετοια νιατα!και αλληλεγγυη!

Με βάση τα επίσημα στοιχεία του στρατού, το 25 % των ανδρών και το 43 % των γυναικών αρνούνται να καταταχθούν στις ένοπλες δυνάμεις. Η άρνηση στράτευσης δεν είναι καινούριο φαινόμενο στο Ισραήλ. Η πρώτη περίπτωση καταγράφηκε το 1954, όταν ο δικηγόρος Αμνόν Ζιχρόνι δήλωσε «αρνητής συνείδησης ως φιλειρηνιστής»

Νοεμβριος 20, 2012

Ο εκπρόσωπος της Gush Shalom Άνταμ Κέλερ, δήλωσε σε δελτίο τύπου, χτες τη δευτέρα 19 Νοεμβρίου ότι ο Νάταν Μπλανκ, ένας 19χρονος Ισραηλινός από την παλιά Χάιφα, θα εμφανιστεί στο στρατολογικό γραφείο, θα ενημερώσει τους αξιωματικούς εκεί για την άρνησή του να υπηρετήσει στις Ισραηλινές Δυνάμεις Κατοχής και κατά πάσα πιθανότητα θα σταλεί απευθείας στη στρατιωτική φυλακή.

Δήλωσε επίσης ότι η πράξη του συνειδητής άρνησης συνδέεται απευθείας με την τρέχουσα κατάσταση και τις ενέργειες του στρατού στη Γάζα. Πήρε αυτήν την απόφαση ακόμα και πριν ακούσει τα τρομερά νέα για τις πέντε γυναίκες και τα τέσσερα παιδιά που σκοτώθηκαν σήμερα από μία και μόνη βόμβα της Ισραηλινής Αεροπορίας.

«Άρχισα να σκέφτομαι να αρνηθώ να καταταγώ στον Ισραηλινό Στρατό κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Χυτό Μολύβι» το 2008. Το κύμα επιθετικού μιλιταρισμού που σάρωσε τη χώρα τότε, οι εκφράσεις αμοιβαίου μίσους και τα κενά λόγια για ξεριζωμό της τρομοκρατίας και δημιουργία αποτρεπτικού παράγοντα, ήταν αυτά που προκάλεσαν κατά κύριο λόγο την άρνησή μου», δήλωσε ο Μπλανκ.

Ο Μπλανκ είπε επίσης «Σήμερα, μετά από τέσσερα χρόνια γεμάτα τρομοκρατία, χωρίς πολιτική διαδικασία [προς ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις] και χωρίς ησυχία στη Γάζα και το Σντερότ, είναι ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου, όπως αυτή του προκατόχου του Ολμέρτ, δεν ενδιαφέρεται να βρει μια λύση στην υπάρχουσα κατάσταση, αλλά μάλλον να τη διατηρήσει. Από τη δική τους οπτική γωνία, δεν υπάρχει τίποτα λάθος στο να ξεκινήσουν μια επιχείρηση «Χυτό Μολύβι 2» (και μετά 3,4,5 και 6) κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια: θα μιλήσουμε για αποτροπή, θα σκοτώσουμε κάποιον τρομοκράτη, θα χάσουμε κάποιους αμάχους και στις δύο πλευρές και θα ετοιμάσουμε το έδαφος για μια νέα γενιά γεμάτη μίσος και στις δύο πλευρές».

Ο Μπλανκ προχώρησε λέγοντας: «Ως εκπρόσωποι του λαού, μέλη της κυβέρνησης δεν έχουν καθήκον να παρουσιάσουν το όραμά τους για το μέλλον της χώρας, και μπορούν να συνεχίσουν αυτόν τον αιματηρό κύκλο, χωρίς τερματισμό στον ορίζοντα. Αλλά εμείς, ως πολίτες και ανθρώπινα όντα, έχουμε ένα καθήκον να αρνηθούμε να συμμετάσχουμε σε αυτό το κυνικό παιχνίδι. Γι’ αυτό αποφάσισα να αρνηθώ να οδηγηθώ στον Ισραηλινό Στρατό την ημερομηνία κατάταξής μου», 19 Νοεμβρίου 2012.

Πηγή: PNN στηριζόμενο, XΡΟΝΙΚΑ

Συνέχεια...

Χρυσή Αυγή: win-win situation

Posted: by παντιγέρα in
0
Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η Χρυσή Αυγή (ΧΑ) αποτελεί από τον Χειμώνα του 2011-2012 ένα από τα πρώτα μελήματα το πρωί και από τα τελευταία το βράδυ για κάθε πολίτη που κοιτάζει το συμφέρον του και διαβάζει εφημερίδα, αφού ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των άρθρων σε εφημερίδες, περιοδικά, έντυπα και διαδικτυακά, και στα μπλογκ καθώς και των συζητήσεων, είτε καφενείου, είτε ακαδημαϊκών, είτε ενδιάμεσων, καταλαμβάνεται από τις δράσεις, τις δηλώσεις και το εν γένει προφίλ των ηγετών και των οπαδών της. Παρ’ όλα αυτά, η ΧΑ απέχει από το να είναι ένα αποκλειστικά μηντιακό φαινόμενο, διότι τα έργα και ημέρες της στην κοινωνία της κρίσης και η συμβολή της στην αναδιαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων είναι ολοένα και πιο καταλυτικές τόσο στη χάραξη κρατικών πολιτικών και γενικής στρατηγικής όσο και στην υιοθέτηση πολιτικής ατζέντας από τα θεσμικά όργανα αλλά και την κοινωνία.

Δεν είναι μόνο η δημοσιογραφική κάλυψη της εντονότατης παρουσίας της στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα που αυξάνεται συνεχώς με όρους μηχανακίων της MRB, είναι και οι ποικίλες αναλύσεις, προερχόμενες από όλο το πολιτικό φάσμα, αριστερό και δεξιό, της προέλευσης, του παρελθόντος, του ρόλου και των πρακτικών των μελών της που πλέον την καθιστούν ένα απολύτως φυσιολογικό τμήμα της καθημερινότητάς μας. Η δυσφήμιση είναι πάντοτε απείρως προτιμότερη και προσφορότερη από την αποσιώπηση ή την αδιαφορία, οπότε και τα στελέχη της ΧΑ, όχι μόνο δεν προσπαθούν να αποκρύψουν τον λύκο (ωμή ρατσιστική βία και διακρίσεις κάθε είδους) κάτω από την προβιά (υποτιθέμενες υπερπροβεβλημένες «αγαθοεργίες»), αλλά αντίθετα κάθε τους πράξη συμβαδίζει με τα χολλυγουντιανής υφής και έμπνευσης πρωτόκολλα θεαματικότητας και απεύθυνσης στο πλέον αιμοδιψές ελληνικό κοινό που ξυπνά από τον λήθαργο του (δόγματος) σοκ και αναλαμβάνει επιθυμώντας –μέσω της ανάθεσης, για να μην ξεχνιόμαστε– την εκδίκηση για τα δεινά της μνημονιακής τριετίας.

Οι αιτίες εμφάνισης της ΧΑ έχουν επίσης αναλυθεί ad nauseam, ωστόσο το γιατρικό ίσως να εφευρεθεί πάλι κατόπιν εορτής, όταν το μέλλον θα είναι πια παρελθόν. Στην προσπάθεια αυτή, λοιπόν, εξέτασης του «φάκελου ΧΑ», θα προσπαθήσουμε να ακολουθήσουμε μία πεπατημένη μεθοδολογική προσέγγιση, αυτή των αιτιών του Αριστοτέλη, για να δώσουμε μία ουσία επιστημονικότητας στην αντιμετώπιση των νεοναζί, καθώς, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη, η γνώση των τεσσάρων αιτιών ενός πράγματος, οδηγεί στην επιστημονική, τελειότερή του γνώση. Ο κάτοχος αυτής θεωρείται μάλιστα σοφός. Τα τέσσερα αίτια είναι: το υλικό, το μορφικό, το ποιητικό και το τελικό.



Τα τρία πρώτα αίτια

Το υλικό αίτιο, το από τι είναι φτιαγμένη η ΧΑ είναι διεξοδικά αναλυμένο από ποικίλες δημοσιογραφικές «αποκαλύψεις». Πράκτορες της ΚΥΠ, μπράβοι της νύχτας, μαφιόζοι, φανατικά ανορθόγραφοι αρχαιολάγνοι, ορθόδοξοι –τώρα τελευταία– μισαλλόδοξοι και λούμπεν ατομικιστές –κυριολεκτικά– της δεκάρας αποτελούν τα τιμαλφή μέλη και τους επίδοξους στρατολόγους σε σχολεία, γυμναστήρια, σχολές πολεμικών τεχνών, άρτι συσταθείσες ομάδες εκπαίδευσης πολιτοφυλακών και άλλα ευαγή ιδρύματα. Δεν χρήζει συνεπώς περαιτέρω σχολιασμού.

Το μορφικό αίτιο έχει απασχολήσει επίσης πολλάκις τους ιστορικούς και τους πολιτικούς αναλυτές, καθώς η ΧΑ αποτελεί ένα ακραιφνώς ναζιστικό μόρφωμα στα γκεμπελικά πρότυπα του γερμανικού προγόνου τού μεσοπολέμου NSDAP – όχι όμως σε όλες τις κομβικές πολιτικές επιλογές, τουτέστιν στον σοσιαλισμό, σημείο στο οποίο θα επανέλθουμε. Η βιβλιογραφία στην οποία παραπέμπουν καθώς και οι διακηρύξεις αναφορικά με τους στόχους και τη λειτουργία του κόμματος (ναι, είναι κόμμα) δηλώνουν ξεκάθαρα τη μορφή που έχει η συμμορία. Προσφάτως εντάχθηκε στην αντιμνημονιακή πτέρυγα της ελληνικής κομματικής παλέτας ως στοιχείο ταυτοτικό της εκλογικής της τακτικής, θέση που τείνει να απεμποληθεί, καθώς το βάρος όψιμα έπεσε στην αντιμεταναστευτική προπαγάνδα και δράση. Και αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον.

Το ποιητικό αίτιο έχει δύο σκέλη: το απλοϊκό και το εμβαθυμένο. Και στα δύο έχουν δοθεί επαρκείς απαντήσεις. Το απλοϊκό ορίζει ως γεννήτορα της μεγάλης επιρροής που έχει στις μάζες την κρίση, την φτώχεια, τη διαφθορά και κυρίως την πάγια έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής τόσο από το κράτος όσο και από την αριστερά, η οποία δεν κατανόησε έγκαιρα ότι η μη θέση είναι θέση και μάλιστα επικίνδυνη. Δύσκολη συζήτηση που δεν θα απασχολήσει αυτή την εισήγηση. Η εμβαθυμένη προσέγγιση περιλαμβάνει τόσο εντόπια χαρακτηριστικά του φαινομένου της διείσδυσης ρατσιστικών απόψεων σε ευρεία στρώματα όσο και τη εκλεκτική συγγένεια του ναζισμού και του φασισμού με τον αστικό κοινοβουλευτισμό και τον φιλελεύθερο οικονομισμό ως πολιτιστικό πρόταγμα. Αμφότερες καλύπτονται άριστα από τις εισηγήσεις του Κώστα Σ. και του Γιώργου Π.

Ως αντίδωρο σε αυτές, θα προχωρήσουμε στην ανάλυση του τελικού αιτίου, δηλαδή για ποιον λόγο η ΧΑ εμφανίστηκε τόσο δυναμικά από τις στάχτες του 0,4% και από περιθωριοποιημένο γραφικό απολίθωμα έγινε δυναμικός διεκδικητής των ερειπίων που αφήνει πίσω της η καθόλα συστημική κρίση του νεοφιλεύθερου οικονομικού παραδείγματος. Άλλωστε ο Αριστοτέλης θεωρούσε το τελικό αίτιο (το ου ένεκα) το πιο σημαντικό.



Προφανή τελικά αίτια

Ο «Ξένιος Ζεύς» και το πάγωμα του νόμου για την ιθαγένεια είναι μόνο δύο από τα παραδείγματα όπου οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις τρέχουν για να προλάβουν την εξαντλητικά προωθημένη ατζέντα της ΧΑ για το μεταναστευτικό ζήτημα. Είναι οφθαλμοφανές ότι τόσο ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ όσο και η προϊούσα ανεργία που έχει ενσκήψει στην Ευρώπη, καθιστούν τις μεταναστευτικές πολιτικές αυστηρότερες και πιο απάνθρωπες για τα υποκείμενα του φαινομένου. Ενδεχόμενη δε επέκταση και κλιμάκωση της κρίσης στη Μέση Ανατολή θα επιφέρει νέα όξυνση του μεταναστευτικού ζητήματος απειλώντας με ανθρωπιστική κρίση σπάνια ακόμη και για τον πολυδάπανο σε αίμα 20ο αίωνα. Εξ ου προκύπτει και η ανάγκη οχύρωσης των ευρωπαϊκών χωρών από νέα κύματα μετανάστευσης αλλά και η τακτική δαιμονοποίησης των μεταναστών. Η ΧΑ, ως φέρουσα το άκρως πειστικό, αν και ψευδεπίγραφο, επίθετο «αντισυστημική» μπορεί εύκολα, άμα τη εμφανίσει της στο πολιτικό προσκήνιο να λειτουργήσει ως «λαγός» για το πολιτικό καθεστώς, το οποίο προβαίνει στην εφαρμογή των πιο ρατσιστικών και απάνθρωπων πολιτικών απέναντι στους μετανάστες και ταυτόχρονα υπολείπεται της δραστικότητας της πρωτοπόρου πάνω στο ζήτημα ΧΑ. Η ΧΑ, κοντολογίς, βάζει την ατζέντα και ταυτόχρονα τον πήχη της σκαιότητας τόσο ψηλά, που ακόμη και η διαπόμπευση οροθετικών γυναικών και οι συνεχείς «σκούπες» –εξ ου και ο χαρακτηρισμός «σκουπίδια» για τους μετανάστες– να προβάλλονται όχι μόνο ως εύλογες αντιμετωπίσεις του ζητήματος αλλά και ως η (αριστοτελική) μέση οδός ανάμεσα στα άκρα, από τη μία πλευρά του φασισμού και από την άλλη της «μεταναστολάγνας αριστεράς». Το αν οι πολιτικές που ακολουθούν τα υπουργεία καθώς και η προβολή τους από τα ΜΜΕ φαίνονται ακραία για τον οποιοδήποτε στοιχειώδους δημοκρατικής συνείδησης άνθρωπο, αυτό δεν ισχύει για μία κοινή γνώμη ταπεινωμένη και καθημαγμένη που αναζητά διακαώς τον αποδιοπομπαίο τράγο για να ξεσπάσει.

Επιπλέον, το δεύτερο τριγόνι από τον σμπάρο της διαπλοκής πολιτικών επιλογών των κυβερνήσεων με αυτών της ΧΑ, είναι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το μείζον για τους κατοίκους της χώρας ζήτημα της τρέχουσας υποβάθμισης της ζωής τους, στο πιο ελκυστικό και ίσως πιο εύκολα επιλύσιμο πρόβλημα της μετανάστευσης. Αφενός λοιπόν, αντί οι πολίτες να ασχολούνται με το πώς θα οργανώσουν τις δράσεις τους απέναντι στις κυβερνήσεις των μνημονίων που ξεπουλούν αργά αλλά σταθερά όλα τα δημόσια αγαθά και ωθούν τους πολίτες στην εξαθλίωση, το μέγιστο επίδικο των ημερών, τόσο αριστερά, όσο και δεξιά, έχει γίνει από τη μία πλευρά το κυνήγι μέχρι θανάτου των μεταναστών και από την άλλη πλευρά η προάσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εξ αντανακλάσεως, μέσα από τους μετανάστες, αργά ή γρήγορα θα αφορά όλους τους πολίτες της χώρας. Όταν η ρατσιστική βία πιάνει εξαπίνης μία ολόκληρη κοινωνία, τότε πλέον ίσως να είναι πολύ αργά για συζητήσεις και μεσοπρόθεσμους σχεδιασμούς. Η κυβέρνηση συνεχίζει το ανίερο έργο της, ενώ οι ενεργοί πολίτες αναλώνονται –σαφέστατα, δικαίως, δεν γίνεται αλλιώς– στο πώς θα αντιμετωπιστεί το φαινόμενο ΧΑ. Αφετέρου, ο ένοχος είναι εδώ: οι μετανάστες είναι υπεύθυνοι για την ανεργία αφού μας παίρνουν τις δουλειές, για την εγκληματικότητα –και ας είναι αγαστές οι σχέσεις της ΧΑ και της αστυνομίας με τις αλλοδαπές μαφίες, ψιλά γράμματα για τον μηντιοκρατούμενο Έλληνα–, για τη φτώχεια καθώς στέλνουν ζεστό ελληνικό χρήμα ως εμβάσματα στην πατρίδα τους –ξεχνούν μάλλον το ποσοστό ΑΕΠ της χώρας κατά τη δεκαετία του 60 που αποτελούσαν τα εμβάσματα από Γερμανία και ΗΠΑ– για τη μόλυνση και την υγειονομική ασφάλεια – δεν βλέπουν προφανώς τη διάλυση κάθε έννοιας δημόσιας υγείας από την προηγούμενη και τη νυν κυβέρνηση.

Ένα τρίτο τελικό αίτιο της για πολλούς απρόσμενης εμφάνισης της ΧΑ στα πράγματα, είναι η πρακτική θεμελίωση της θεωρίας της ευνομούμενης και ενάρετης πολιτείας η οποία αφήνει τα «άκρα» να επωαστούν στους κόλπους της ως δημοκρατικά ανεκτική αλλά και για να αυτοπροβληθεί ως η μόνη οδός και σωτηρία. Το αίτιο αυτό έχει πάλι δύο σκέλη. Από τη μία πλευρά λοιπόν η ΧΑ επαναδιαμορφώνει τα ήθη της υπνώσας κοινωνίας επί το βιαιότερο αλλά και το ατομικιστικότερο, καθώς νομιμοποιεί σιγά σιγά εντός της κοινωνίας την άσκηση βίας αλλά ακόμη και την απειλή της εφόσον δεν υποπίπτει στην αντίληψη του πανθορόντος κράτους, καθιστώντας ταυτόχρονα την αλληλεγγύη –προς τους μετανάστες για αρχή– επικίνδυνο χόμπυ. Με αυτόν τον τρόπο επιβάλλει την πειθάρχηση ή τη συμμόρφωση προς το αντιμεταναστευτικό τρεντ ώστε να εθίζονται τα κοινωνικά υποκείμενα είτε στον ατομικισμό της αδιαφορίας είτε στον φόβο της τιμωρίας. Δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι οι απεργίες και οποιαδήποτε διεκδίκηση δικαιωμάτων θεωρούνται από τη ΧΑ αριστερές παρεκβάσεις από την παραγωγική πορεία του έθνους, οι οποίες πρέπει να πατάσσονται. Και αν αυτή τη στιγμή η βία στρέφεται κατά κύριο λόγο στους μετανάστες, οσονούπω ο βιοπολιτικός σχεδιασμός του μακρού χεριού του κράτους θα περιλάβει και τους αγωνιστές. Από την άλλη πλευρά, η αναδυόμενη θεωρία των δύο άκρων έχει μονομερή και ξεκάθαρη στόχευση. Πέρα από την προβολή της μοναδικότητας της λύσης του γνωστού και χωρίς εξάρσεις κέντρου που με διάφορους συνδυασμούς κρατά τα ηνία της κυβέρνησης σε όλο το δυτικό ημισφαίριο, η «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται» κλείνει το μάτι στους ναζιστές, καθώς ποινικοποιεί αμετάκλητα την όποια αντιβία προέρχεται είτε κατά την αυτοάμυνα (βλ. υπόθεση συλληφθέντων αντιφασιστικής μοτοπορείας) είτε κατά τη διεκδίκηση δικαιωμάτων (βλ. καταλήψεις, πορείες, συγκεντρώσεις). Η συναίνεση στο ότι μόνο το κράτος είναι ο εκφραστής της νόμιμης βίας (αδέλφια γαρ στον αισχύλειο Προμηθέα Δεσμώτη­), οδηγεί σε ένα ακόμη ολοκληρωτικό μονοπώλιο, καθώς αυτή –μέσα από τη σύμπραξη της αστυνομίας, της δικαιοσύνης, των ΜΜΕ και της εκτελεστικής εξουσίας– διοχετεύεται κατά το δοκούν και με βάση τα συμφέροντα της «έννομης τάξης» με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το κράτος παρακράτησε – με διττό τρόπο.



Πιθανές τελικές αιτίες Ι – άμα λάχει

Ο κοινοβουλευτισμός πεθαίνει. Ζήτω ο επόμενος -ισμός. Υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από τις μορφές και τον τρόπο ομιλίας των βουλευτών της ΧΑ; Υπάρχει καλύτερος τρόπος αποκαθήλωσης του σεπτού κοινοβουλίου στα μάτια του μέσου ανθρώπου, όταν σε αυτό εισέρχονται και από αυτό πληρώνονται αδρά βίαιοι εγκληματίες; Άλλο πράγμα είναι να γίνεται λόγος για διαπλεκόμενους και άλλο η απροκάλυπτη μαφία να κάθεται στα έδρανα και να ωρύεται με ακατάληπους φθόγγους. Ας δούμε όμως κάποια πιο απτά δεδομένα.

Σε μία εποχή πολυπρισματικής κρίσης όπου το διακύβευμα για το μεσοπρόθεσμο μέλλον ακόμη δεν έχει γίνει απολύτως γνωστό και είναι επομένως ήκιστα κατανοητό, η μπίλια στη ρουλέτα του κατά Καστοριάδη καπιταλιστικού καζίνου δεν έχει ακόμη δείξει διάθεση να επιλέξει μαύρα ή κόκκινα. Η συστημική κρίση δεν έχει εντοπιστεί μόνο στα οικονομικά πεπραγμένα των τελευταίων τριάντα ετών νεοφιλελεύθερης χρηματιστηριακής παραγωγής αλλά και στο πολιτικό / πολιτειακό σύστημα, καθώς θεωρείται από πολλούς ότι η άγνοια των οικονομικών δεδομένων και των πολιτικών που έφεραν τις χώρες σε κρίση οφείλεται εν πολλοίς και στον πολιτικό πολιτισμό της ανάθεσης και της αντιπροσώπευσης. Οι έννοιες hedge funds, CDS, spreads και τα τοιαύτα όσο κι αν περιγράφουν τις διαδικασίες εισόδου των χωρών στην κρίση αλλά και εξόδου από αυτήν, παραμένουν άγνωστες για το μεγαλύτερο τμήμα των πληθυσμών. Η γνωσιακή απόσταση δημιουργήθηκε και εδραιώθηκε από τη λογική της ανάθεσης όλων των εξουσιών σε κόμματα που εντέλλονται να διαφυλάττουν τα συμφέροντα κλειστών ομάδων διαχείρισης του πλούτου των εθνών. Η μακραίωνη πορεία των κομμάτων τέτοιου τύπου, ίσως και της πολιτειακής οργάνωσης αυτού του ρυθμού, μοιάζει να βρίσκεται στα τελευταία της στάδια. Η Ισλανδία δείχνει έναν δρόμο σε επίπεδο κράτους.

Τα δομικά προβλήματα και τα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος, τεχνητά ή μη, καλλιεργούν το έδαφος για μία παραδειγματική αλλαγή. Το αίτημα για άμεση δημοκρατία που πλανήθηκε πάνω από τον δυτικό κόσμο, όχι μόνο φάντασμα δεν είναι, αλλά μία υπαρκτή πραγματικότητα σε χιλιάδες αυτοοργανωμένα εγχειρήματα διαχείρισης πόρων, εργασίας, εκπαίδευσης ανά τον πλανήτη. Ταυτόχρονα με την παγκοσμιοποίηση, αναπτύσσεται η τοπικοποίηση ως παγκόσμια μορφή απάντησης στο πτωχευμένο διεθνοποιημένο ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό. Βέβαια, όπως ακόμη και σήμερα υπάρχουν υπολείμματα φεουδαλισμού εντός του αστικού κράτους (βλ. Λιχτενστάιν, Μονακό, θεσμός της βασιλείας), έτσι και τα εγχειρήματα αυτά με διαφορετική πολιτειακή υποδομή μπορούν να συνυπάρχουν με τον καπιταλισμό – ενίοτε και αν τα στοιχειακά χαρακτηριστικά τους το επιτρέπουν με τις ευλογίες και τη χρηματοδότησή του. Αυτό πάλι δεν αναιρεί τη διάχυτη πλέον ανάγκη ξεπεράσματος της βασικής αιτίας της κρίσης. Εύλογα λοιπόν, τίθεται το ερώτημα, σε αυτό το εικοτολογικό περιβάλλον που εξετάζει δυνατότητες, για το ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος ενός ναζιστικού μορφώματος από το παρελθόν στο γκρέμισμα το παλιού, ιδίως εάν, σύμφωνα με την προηγούμενη επιχειρηματολογία, η ΧΑ εύλογα θεωρείται το μακρύ συμπληρωματικό επιχειρησιακό χέρι του νόμου.

Αν πράγματι υπάρχει επί χάρτου έστω και ως υπό όρους επιθυμητή μία πολιτειακή αλλαγή από τα πάνω, πρέπει αφενός να αρθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο τρέχον σύστημα και αφετέρου να σχεδιαστούν οι όροι λειτουργίας του επόμενου ώστε να είναι προσήκοντες στις οικονομικές ελίτ που χειρίστηκαν τα οικονομικά δεδομένα και δημιούργησαν τα χρέη των εθνών. Η ΧΑ σε αυτή την περίπτωση, στο ελληνικό περιβάλλον μπορεί, αν αναπτυχθεί και μεταλλαχτεί –είδαμε ότι αυτές οι λειτουργίες ανήκουν στο ρεπερτόριό της, καθώς από ναζιστική, λανσάρεται ως απλώς εθνικόφρων, και από παγανιστική και βέρα αντιιουδαϊκή προβάλλεται ως ορθόδοξη– να ικανοποιήσει και τις δύο αποστολές σχεδόν ταυτόχρονα. Η μία άλλωστε αποτελεί ήδη κυριαρχικό τμήμα της ρητορικής της.

Πράγματι, η ΧΑ εκφράζεται ωμά ενάντια στη δημοκρατία, δηλώνει απερίφραστα ότι αηδιάζει με την αναγκαιότητα της συμμετοχής της στο κοινοβούλιο –απλά το κάνει για να το ανατρέψει, πιστή στα δόγματα του πνευματικού καθοδηγητή Goebbels– και θεωρεί ότι όλα τα δεινά προέρχονται από τη διαπλοκή των πολιτικών. Δεν διευκρινίζει όμως σκόπιμα, με ποιον υπάρχει αυτή η διαπλοκή. Άλλωστε δεν δίστασε να υπερψηφίσει στη βουλή την πώληση του υγιούς και κερδοφόρου τμήματος της δημόσιας Αγροτικής Τράπεζας σε ιδιώτες, ενώ δεν έχει καταγγείλει ποτέ το παρασιτικό εφοπλιστικό και τραπεζικό κεφάλαιο της χώρας. Η κατ’ επίφαση αντιφατική αυτή στάση της ΧΑ έχει διαυγή εξήγηση. Το μόνο που μένει είναι να μπουν στη σειρά τα κομμάτια του παζλ.

Η διαφοροποίηση της τακτικής της από την αντίστοιχη του ναζιστικού κόμματος του μεσοπολέμου είναι πραγματικά εντυπωσιακή: παρότι οι εθνικοσοσιαλιστές της Γερμανίας του 20 έβγαζαν πύρινους λόγους για τον γερμανό εργάτη που καταπιέζεται από τον κακό καπιταλιστή –Εβραίο, βέβαια, ας μην ξεχνίομαστε–, οι επίγονοί τους δεν αναφέρονται ποτέ στο ελληνικό κεφάλαιο, τα golden boys και τις «ξεπουλημένες αντεθνικές επιχειρήσεις» που μετέφεραν τον κύκλο εργασιών τους στα φθηνότερης εργατικής δύναμης Βαλκάνια. Θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να δούμε πόσοι από τους ψηφοφόρους της, ενώ θυμούνται την καθυστερημένη αλλά «έμπρακτη» αλληλεγγύη της στους απεργούς της Χαλυβουργίας, γνωρίζουν ότι στην αρχή της απεργίας τούς είχε καταγγείλει ως μπολσεβίκους εθνοπροδότες που σαμποτάρουν την παραγωγή της χώρας για να μην ξεφύγει η χώρα από την κρίση.

Επίσης, εξαιρετικά ενδιαφέρων θα ήταν ο έλεγχος της ΧΑ για την πλημμελή άσκηση των αντιμνημονιακών τους καθηκόντων, αφού, αν εξαιρέσουμε κάποιες κορώνες για δοσίλογους και εκτελέσεις, ούτε συμμετέχει σε αντιμνημονιακές δραστηριότητες –ακόμη και πατριωτικές, όπου πιθανόν δεν θα ήταν ανεπιθύμητη–, ούτε η ρητορική της αναστρέφεται με το κρίσιμο πρόβλημα της «υποδούλωσης της χώρας στους ξένους κατακτητές» –πεδίο δόξης λαμπρόν για εθνοσωτήρες, κι όμως το παραμελεί–, αλλά τυρβάζει πάντα περί το μεταναστευτικό αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη και δημιουργώντας συστηματικά εχθρούς που δεν υπάρχουν. Η ΧΑ δεν φαίνεται επομένως να προβληματίζεται ιδιαίτερα με τον καπιταλισμό, ούτε κονταροκτυπιέται, όπως έκανε το ναζιστικό κόμμα Γερμανίας, με τους κομμουνιστές για τα μάτια του εργάτη. Αντιθέτως, το εργατικό κίνημα θεωρείται εχθρικό, διότι, σύμφωνα με τη ρητορική της, αποτελεί σταθερή πηγή αναταραχών και παρεμπόδισης της εύρυθμης και ομαλής λειτουργίας του κράτους. Τότε όμως πάλι, γιατί στρέφεται ενάντια στον κοινοβουλευτισμό; Γιατί, ενώ χρηματοδοτείται φανερά και άδηλα από αυτόν, τον επιβουλεύεται; Τι οραματίζεται εν τέλει; Ολοκληρωτισμό χωρίς κοινοβουλευτισμό αλλά με καπιταλισμό; Όχι με σοσιαλισμό; Αν ναι, τότε η χώρα μοντέλο είναι η Κίνα. Κάποιοι μιλούν για κινεζοποίηση της χώρας. Τι μορφή θα έχει αυτή άραγε;

Αποφάσεις που λαμβάνονται από διευθυντήρια εκτός εμβέλειας, ίσως σε ξένη χώρα, και επιβάλλονται μέσα από τους ημεδαπούς τοποτηρητές, ανύπαρκτα πολιτικά, κοινωνικά, εργασιακά και στο τέλος ανθρώπινα δικαιώματα, ωμή βία απέναντι σε οποιαδήποτε αντίσταση ή απλή διεκδίκηση, απρόσκοπτη καπιταλιστικής μορφής παραγωγή με επίταση της εκμετάλλευσης, αυτά είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά της δυστοπίας που πιθανόν να οραματίζονται κάποιοι από τους φανερούς (ΜΜΕ) ή κρυφούς (κυβέρνηση) εμπνευστές και υποστηρικτές του νεοναζιστικού μορφώματος. Και η άμεση δημοκρατία; Τα αυτοοργανωμένα κινήματα βάσης; Πού τοποθετούνται;

Εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ο ίδιος ο καπιταλισμός θέτει ως εκ των ων ουκ άνευ (λ.χ. ΜΚΟ), οι λειτουργίες αυτές μπορούν να συνεχιστούν και να διατρανωθούν ακόμη και υπό τη σκέπη του χειρότερου ολοκληρωτισμού, του συνολικού ολοκληρωτισμού. Οι διαδικτυακές ψηφοφορίες για ήσσονος σημασίας ζητήματα, οι ενώσεις καταναλωτών και παραγωγών με συγκεκριμένες προδιαγραφές νομιμότητας και μορφής και η απομόνωση από τον κοινωνικό και δημόσιο χώρο μπορούν να αποτελέσουν τα μορφώματα του νέου πολιτειακού και πολιτικού τρόπου έκφανσης των κοινωνικών σχέσεων. Αβάσιμες εικασίες; Απλή πιθανότητα; Όπερ έδει δείξαι.

Σε αυτό το περιβάλλον όμως χρειάζεται και μία de profundis επαναδιαπραγμάτευση του εθνικού, όπως έγινε άλλωστε και με το πέρασμα από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό. Προφανώς δεν υπάρχει καταλληλότερος για να πραγματοποιήσει αυτόν τον στόχο (ένταξη των λαών σε νέο παγκόσμιο πολιτικό περιβάλλον) από τους καθ’ ύλην αρμόδιους κατόχους του εθνικόμετρου. Δεν θα πρέπει να φαίνεται άγνωστη αυτή η πτυχή του ναζισμού, αν λάβουμε υπόψη την εγχώρια εμπειρία του εμφυλίου και των δεκαετιών που ακολούθησαν: οι δοσίλογοι ταγματασφαλίτες έγιναν θεματοφύλακες των εθνικών ιερών, ενώ οι πατριώτες κομμουνιστές καταδικάστηκαν ως εθνοπροδότες. Η δε «υπερπατριωτική» χούντα δεν είχε κανένα πρόβλημα κατά τη δύση της να συμβάλει τα δέοντα στο αιματοκύλισμα της Κύπρου θυσιάζοντας ζωές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Όπως άλλωστε αναφέρει και ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους, οι μεγαλύτεροι προδότες του ελληνικού λαού, διαχρονικά από την απελευθέρωση, υπήρξαν αυτοί που επεφύλασσαν μετά βδελυγμίας για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα του πατριωτικού λόγου. Γι’ αυτό εξάλλου, τώρα τελευταία διακρίνουμε την τάση της αριστεράς –κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ πάντα ήταν επίμονα και με άστοχο τρόπο πατριωτικό– να διεκδικεί ψιχία από το πατριωτικό τραπέζι με δεκάρικους υπέρ της πατρίδας και του έθνους. Όχι τίποτε άλλο, απλά πλειοδοτώντας στον πατριωτισμό και στην νομιμότητα σώζεται ο κοινοβουλευτισμός και ίσως η επόμενη κυβέρνηση να είναι αντιμνημονιακή, φιλολαϊκή και αριστερή.



Πιθανές τελικές αιτίες ΙΙ – άμα δεν λάχει


Ο κοινοβουλευτισμός πεθαίνει. Ζήτω ο κοινοβουλευτισμός. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πίστευαν στα αντισώματα του κοινοβουλευτισμού, ότι δηλαδή μόλις ένα κόμμα γίνει κοινοβουλευτικό, τότε αδρανοποιείται επιχειρησιακά, εξωραΐζει τη ρητορική του και αποκτά τη συνηθισμένη αστική λεπτότητα που συναντούμε συχνά στη Βουλή των Εφήβων. Αφού ολόκληρο ΚΚΕ, με ιστορία ενός αιώνα και με καταστατικό που μιλάει για επανάσταση των εργατών και δικτατορία του προλεταριάτου, δεν έχει ένοπλη πτέρυγα και χαριεντίζεται στη βουλή διαφωνώντας με τα διάφορα νομοσχέδια, αλλά πάντα τα καταψηφίζει με την παρουσία του, ήταν ευλογοφανής αναμονή πολλών η αποδυνάμωση της ΧΑ λόγω του ευπρεπισμού που επιβάλλει ο χώρος, λόγω των παχυλών «αποζημιώσεων» –πόθεν η έννοια «βουλευτική αποζημίωση», παρεμπιπτόντως;–, η απάλυνση των τόνων της ακόμη και η εγκατάλλειψη του στρατιωτικού της σκέλους και ο καταποντισμός των ποσοστών της λόγω της έκθεσής τους στο φιλοθεάμον κοινό. Τίποτε από αυτά δεν συνέβει. Το αντίθετο μάλιστα.

Όσο η ΧΑ σκληραίνει το ύφος και κλιμακώνει τις θρασύδειλες επιχειρήσεις της εναντίον ανυπεράσπιστων ανθρώπων, τόσο η αποδοχή της αυξάνει στην κοινωνία με απότοκο όχι μόνο να αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά θέματα των καθημερινών ειδήσεων, αλλά και να επιβάλλει με ιδιαίτερη ευκολία τους σχεδιασμούς της. Σε κάθε της δήλωση σπεύδουν να απαντήσουν σύσσωμοι όλοι οι πολιτικοί φορείς του τόπου, από τα κόμματα της αριστεράς μέχρι την κυβέρνηση και από τους μπλόγκερς μέχρι τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, αυξάνοντας εκθετικά τα click και τα like στις ιστοσελίδες που γράφουν τα νέα της. Αν κάθε τι που λέει η ΧΑ, –ηλιθιότητα ή κοινοτοπία, αδιάφορο– έχει μία συγκεκριμένη αναγνωσιμότητα και διείσδυση, μέσα από τη διαδικασία απάντησης, διάψευσης, κατηγορίας της, οι θέσεις της διαχέονται περισσότερο και μονιμότερα. Ποτέ ένα κόμμα –ίσως με την εξαίρεση του ΠΑΣΟΚ το 80– δεν ήταν τόσο στη μόδα.

Φυσικά κανείς δεν θα μπορούσε να προτείνει να αποφεύγονται οι απαντήσεις και μάλιστα σε φλέγοντα θέματα όπως αυτό της μετανάστευσης. Αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος απάντησης. Αν όντως καταρρέει ο κοινοβουλευτισμός, η ΧΑ θα μπορούσε να ιδωθεί και ως ανάχωμα του τωρινού συστήματος απέναντι στην ενδελεχή και γόνιμη αμφισβήτησή του. Η παρουσία, οι πράξεις, το ιδεολογικό υπόβαθρο και κυρίως οι δηλώσεις και οι στρατιωτικές της επιχειρήσεις καλλιεργούν ένα πρωτοφανές κλίμα συσπείρωσης γύρω από την κοινοβουλευτική και συνεπώς αστική και συνεπώς φιλελεύθερη νομιμότητα. Από τα άκρα δεξιά κόμματα (ΛάΟΣ) και τον ναζιστή Πλεύρη μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ οι πρακτικές της ΧΑ καταδικάζονται ως μη συνάδουσες με τον πολιτικό και νομικό πολιτισμό της χώρας, ασχέτως εάν υποθάλπτονται εν κρυπτώ από τη δικαιοσύνη, την ευυπόληπτη αστυνομία και τα έκπληκτα ΜΜΕ που σαστίζουν μπροστά στο φαινόμενο αλλά για λόγους δημοκρατικής ισοτιμίας προβάλλουν αφειδώς ακόμη και λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής των ναζιστών. Η φυσιολογικοποίηση είναι αυτή που μετρά, αλλά και κρίνεται αμιγώς επικίνδυνη.

Επιπλέον, η ευρέως διαδεδομένη λύση της κήρυξης της ΧΑ εκτός νόμου, η οποία υποστηρίζεται από τους δημοκρατικά σκεπτόμενους πολίτες, έχει μία τριπλή επιβαρυντική λειτουργία, δυστυχώς όμως δυσανάγνωστη ακόμη και για τα ηγετικά στελέχη της αριστεράς. Κατά πρώτον, ενδεχόμενη ποινικοποίηση της ύπαρξης της ΧΑ πιθανόν να την ηρωοποιήσει στα μάτια του κόσμου ή τουλάχιστον να επικυρώσει εμφατικά τον αντισυστημικό χαρακτήρα τον οποίο ακκίζεται πως έχει. Εξουδετερώνεται ούσα πράγματι προστάτης και συνοδοιπόρος του λαού σε μία εποχή μνημονίων που όλες οι κυβερνήσεις έχουν στραφεί εναντίον του, αναξάρτητα εάν είναι ο ίδιος μαζοχιστής λαός που τις εκλέγει. Κατά δεύτερον, αποτελεί έμμεση παραδοχή ότι η ΧΑ δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Και δεν αναφερόμαστε σε αυτό το σημείο στη στρατιωτική αναμέτρηση με τις συμμορίες της –αυτό είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης, εξίσου ουσιώδους–, αλλά στο επίπεδο των επιχειρημάτων και του δημοκρατικά τελούμενου διαλόγου. Η βίαιη μέσω του νόμου και της καταστολής αποσιώπησή της πιθανόν να προσδώσει μεσσιανικό χαρακτήρα στην «αλήθεια» την οποία εκπροσωπεί αφού στο επίπεδο της λεκτικής αντιπαράθεσης ήταν κερδισμένη, και γι’ αυτόν τον λόγο χρειάστηκε η συμβολή της έξωθεν μη πολιτικής, νομικής, παρέμβασης για να σωπάσει. Ας μη γίνει καν λόγος για το τι σημαίνει για την ανεκτικότητα της αστικής δημοκρατίας όταν η ψήφος 440.000 ανθρώπων θεωρείται παράνομη. Το επιχείρημα «δεν γνώριζαν» απλούστατα είναι αφελές και υποτιμητικό για τον ίδιο τον λαό, τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας καθώς και της δικαστικής εξουσίας η οποία έδωσε την έγκρισή της να συμμετέχει στις εκλογές. Κατά τρίτον και σπουδαιότερο, οδηγεί μοιραία στην υιοθέτηση της λογικής της ενίσχυσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως τη μόνη δυνατή διέξοδο από το πρόβλημα που θέτει στην κοινωνία η ακατάσχετη βία των άκρων.

Σε αυτή την περίπτωση, βλέπουμε μία φοβική αριστερά ανίκανη να αρθρώσει έναν αντισυστημικό λόγο, πράγμα το οποίο η ΧΑ κάνει, βεβαίως προσχηματικά και επικοινωνιακά: όχι, δεν είναι τα πρόσωπα που φταίνε, αν και έχουν ξεκάθαρες ευθύνες απέναντι στην κοινωνία, αλλά το σύστημα το οποίο πλαισιώνουν, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ με αμέριστη γενόσημη αστική νομιμοφροσύνη σηκώνει το γάντι περί άκρων και διαγκωνίζεται για να πείσει τους πολίτες ότι είναι ένα ακόμη καλό παιδί του κοινοβουλευτισμού που ορκίζεται στην έννομη τάξη όπως αυτή έχει τώρα ενώ το ΚΚΕ, κόμμα απόκομμα του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας, ψελίζει ακόμη για εργατική πάλη που δεν ανέχεται φασίστες στους κόλπους της, λες και προσπάθησε η ΧΑ να αποκτήσει επιρροή στα συνδικάτα.

Αντί λοιπόν, η αριστερά να προβάλει μέσα από την κρίση μία εμπεριστατωμένη κριτική στο υπάρχον και να παράσχει μία ευκρινή εικόνα του πως οραματίζεται την καλύτερη κοινωνία, εκτός καπιταλισμού και εκτός κοινοβουλευτισμού, δυστυχώς αναλώνεται στην υπενθύμιση των κοινοβουλευτικών και φιλελεύθερων ειωθότων, ενισχύοντας τόσο τη ΧΑ η οποία διαφαίνεται ως η μοναδική λύση-αντιπρόταση στο διεφθαρμένο σύστημα, έστω κι αν δεν είναι σε θέση να το εκφράσει, όσο και τον κοινοβουλευτισμό, αφού εγκαθιδρύεται πλέον αδιαφιλονίκητα ως ο μοναδικός θεματοφύλακας απέναντι στην ανεξέλεγκτη βία και την αυθαιρεσία των ναζιστικών απολιθωμάτων. Ο κοινοβουλευτισμός λοιπόν οφείλει πολλά στη ΧΑ, διότι με την παρουσία, τον λόγο και τη δράση της φοβίζει, δείχνει τον κίνδυνο έξω από την αγκάλη του γνωστού –διεφθαρμένου και άδικου μεν, σταθερού και προβλέψιμου δε– πολιτικού συστήματος όπως το γνωρίσαμε από τότε που γεννηθήκαμε και καταστρατηγεί εν τη γενέσει του το όποιο όραμα επανάστασης και κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης μπορεί να προκύψει ως υλοποιήσιμη πρόταση από τον χώρο της αριστεράς και οδηγεί αναπόφευκτα στην αποπολιτικοποίηση του φιλόξενου κέντρου.



Σύντομα συμπεράσματα


Εδώ λοιπόν έγκειται η πολλαπλή χρηστικότητα της ΧΑ, η οποία αποτελεί λύση για κάθε πρόβλημα που ενδέχεται να προκύψει, πράγμα που επεξηγεί επαρκώς τα τελικά αίτια προβολής της ως κεντρικό πολιτικό γεγονός. Σε μία εποχή που πολλές σταθερές καταρρέουν παταγωδώς, η επανεμφάνιση του ναζισμού –με κάποια διαφορετικά αλλά κρίσιμα χαρακτηριστικά– δεν υποδηλώνει μόνο το καθεστώς κοινωνικού αναβρασμού ευεπίφορου σε κάθε ακραία και σκοτεινή θεωρία και σε πράξεις βίας, αλλά και τη δυνατότητα χρησιμοποίησής του ανάλογα με τις περιστάσεις και τις αντιδράσεις της κοινωνίας. Σε περίπτωση ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας (χονδρικά λεγόμενο) προς τα αριστερά, αποτελεί εμφανές στήριγμα του κοινοβουλευτισμού ώστε να τρομοκρατήσει και να καθυποτάξει οποιαδήποτε ενεργητική βούληση εξόδου ταυτόχρονα από την κρίση και το σύστημα. Σε περίπτωση όμως επιβολής νέων πολιτικών και πολιτειακών δεδομένων, μπορεί να λειτουργήσει ως τριτεγγυητής της τροχοδρόμησης της κοινωνίας προς τον ολοκληρωτισμό, έναν νέο ολοκληρωτισμό που αφορά πλέον την παγκόσμια κοινωνία, και ως σιγαστήρας αντιστάσεων και φωνών κοινωνικής απελευθέρωσης.

Σε αυτό το συγκείμενο, ο ρόλος των κινηματικών ανθρώπων που τάσσονται αναφανδόν υπέρ της αλληλεγγύης, της αυτοοργάνωσης και της αυτονομίας της κοινωνίας θα πρέπει να αναδεικνύουν ταυτόχρονα τόσο τον ρόλο της ΧΑ ως στηλοβάτη του συστήματος, όσο και την παθογένεια του κοινοβουλευτισμού και του οικονομικού φιλελευθερισμού, ως γονέων του φαινομένου ΧΑ, και να μην κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω στη διεκδίκηση των οραμάτων τους. Οι τακτικές συμμαχίας άλλωστε με τον διάολο έχουν αποτύχει πάντα.


Μπάμπης Μ.

πηγή: ΔΟΚΙΜΗ

Συνέχεια...

Ο καθρεφτης και ο κλοουν

Posted: by παντιγέρα in
0
Το παραδέχομαι. Δεν μπορώ να συνηθίσω την καθημερινή βία που ασκείται συνεχώς πάνω μου. Βία από την σπιτονυκοκοιρά που ζητά επιμόνως το ενοίκιο κάθε πρώτη του μηνός, βία από τον βενζινοπώλη που ζητά μια μικρή περιουσία για να ζεστάνω τα λιγοστά δωμάτια του σπιτιού μου, βία από τον περιπτερά που μου αδειάζει την τσέπη για μια χούφτα καπνό, βία από τον εισπράκτορα που ελέγχει εξονυχιστικά το τσαλακωμένο εισιτήριο αστικού λεωφορείου. Φυσικά, δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν τους. Όλοι τους μπλεγμένοι, κι εγώ ακόμα, σ΄ αυτό το παιχνίδι με την αλυσίδα της βίας.
Μια αλυσίδα που αν τραβήξω εγώ, θα πρέπει να τραβήξει κι ο διπλανός μου για να μην πέσει, κι ο παραδίπλα το ίδιο κι ούτω καθεξής. Και φυσικά, αρχηγός κι εμπνευστής του παιχνιδιού της βίας, με το οποίο λίγοι μόνο διασκεδάζουν, το Κράτος, τους καπιταλιστικούς θεσμούς και τα παιδιά τους, ο πελώριος αυτός κλόουν που δεσπόζει τρομακτικά πάνω απ’ τα κεφάλια ολονών μας και περπατά ανέμελος, άλλες φορές φορώντας την αποκριάτικη στολή της Πρόνοιας, άλλες δείχνοντας το πραγματικό του πρόσωπο, αυτό της Τρομοκρατίας και της καταστολής. Φουσκωμένος με μπόλικες εφημερίδες, από την Καθημερινή έως το Πρώτο Θέμα, αρκετούς πομπούς τηλεοπτικού σήματος, από το Mega έως και το Σκάι, αλλά και server διαδικτυακών ιστοτόπων επαναλαμβάνει ψέμματα, ώστε να ‘πουλήσει’ αλήθειες (ένα επαναλαμβανόμενο ψέμα γίνεται πιστευτό, έλεγε κάποτε ο Γκέμπελς, ο υπουργός προπαγάνδας του μεγαλύτερου τρομοκράτη της ανθρωπότητας, του Αδόλφου Χίτλερ). Αυτός ο κλόουν, καταπίνοντας ψυχοφάρμακα, φορτωμένος με ηλεκτρικά ναρκωτικά, συνωμοσιολογεί, διχάζει, κατηγορεί, σκαρφίζεται νέες τιμωρίες για όποιον πάει να ξεγλιστρήσει απ΄το παιχνίδι της βίας. Καταστέλλει συνειδήσεις, πουλά ελπίδες και εξαγοράζει φόβους, τιμωρεί χωρίς να τιμωρείται, σκοτώνει δίχως αφορμή κι αιτία, μόνο και μόνο για να δαμάσει την σκέψη και την φαντασία, για να με κλείσει στο κουτί δίχως παράθυρα και πόρτα, στην φυλακή μιας καταθλιπτογόνας καταστροφικής μανίας, της κοινωνικής ασημαντότητας.

Βλέπω γύρω μου ανθρώπους να δέχονται αλλεπάλληλα χτυπήματα, να ματώνουν και παρ’ όλ΄ αυτά να φωνάζουν δυνατά «Συνεχίστε το παιχνίδι, ίσως στο τέλος να νικήσω». Βλέπω άλλους να λυγίζουν και να χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους βουτώντας στο κενό απ’ τον τέταρτο όροφο της γκρίζας πολυκατοικίας. Βλέπω κάποιους σαλτιμπάγκους, που δυσκολεύονται να αρθρώσουν έστω και μία πολιτική σκέψη (πόσο μάλλον να εμπνεύσουν), εκ των οποίων οι περισσότεροι είτε κατάγονται από οικογένειες άλλων πρώην πολιτικών σαλτιμπάγκων είτε έπαιρναν επί χρόνια ανταποδοτικές πίπες σε πολιτικά γραφεία και κομματικές νεολαίες, να υπόσχονται, να ψεύδονται, να συκοφαντούν, να παίζουν ολοφάνερα επικοινωνιακά παιχνιδάκια στις πλάτες εκατομμυρίων ανθρώπων που βυθίζονται στη δυστυχία. Βλέπω αυτο-αποκαλούμενους δημοσιογράφους, να μιλάνε για βία, να καταγγέλουν την «αντι-κοινωνική συμπεριφορά» των φοβισμένων, επιχειρώντας να βαφτίσουν την συμφιλίωση με τον τρόμο και την κατάθλιψη, ως ρεαλισμό. Να ταυτίσουν την συμφιλίωση με την εξαθλίωση ως κοινό νου… Αυτό που αποφεύγω, όμως, να δω, είναι ο καθρέφτης. Διότι είναι εύκολο να δεις τον κλόουν του Κράτους. Είναι απλά ζήτημα λογικής και καθαρής ματιάς να δεις την βαρβαρότητα του Καπιταλισμού. Είναι λυτρωτική η κριτική…στους άλλους. Στον καθρέφτη; Ναι στον καθρέφτη βρίσκονται όλες οι απαντήσεις. Αλλά ο καθρέφτης τρομάζει πιο πολύ από το ίδιο το Κράτος και τον στοιχειωμένο του κλόουν. Γιατί ο καθρέφτης (αντέχεις;) αποκαλύπτει ποιός πραγματικά δημιούργησε αυτό το Κράτος. Είμαι εγώ, εσύ, αυτοί, εμείς, εσείς, όλοι…

Κοιτάζοντας τον, μου ρχεται η πικρή γεύση του τέλους μιας πορείας. Και, ακόμη χειρότερα, η ίδια πικρία που βλέπω στα μάτια των περισσότερων γύρω μου σαν ολοκληρώνεται η εκάστοτε πορεία. Πόσες φορές σκέφτηκα να φωνάξω σε όλους «ας στήσουμε μια συνέλευση εδώ και τώρα», και δεν το έκανα; Είναι δυνατόν να αλλάξουμε κάτι επαναλαμβάνοντας χιλιοειπωμένα συνθήματα, χωρίς καν να κάτσουμε να συζητήσουμε, έξω από κινηματικούς τοίχους και με την ανοιχτή συμμετοχή όλων; Φοβόμαστε να εκτεθούμε ή να εκθέσουμε προς κρίση τις ιδέες μας; Μήπως οι ξερές πορείες αποτελούν μια αυτοϊκανοποίηση πως «έκανα αυτό που περνάει απ΄το χέρι μου»; Μήπως ο ιδεολογικός μας μικρόκοσμος, ως ένα βαθμό, μας έχει παρασύρει στην απραγία, στην ιδιοτέλεια, την ησυχία, την την ριζοσπαστική γκρίνια που τον διακατέχει;

Ρίχνοντας στον καθρέφτη μια δεύτερη ματιά, λιγότερο λοξή, μου ρχεται ξανά στο στόμα αυτή η λέξη, η τόσο συνηθισμένη, τόσο διαφημισμένη, μα τόσο απαγορευμένη στην ουσία της. Η επανάσταση. Μιλάμε γι’ αυτή, συζητάμε γι’ αυτή, γράφουμε γι΄ αυτή, ζωγραφίζουμε γι’ αυτή, στην ουσία όμως…ποτέ δεν αναφερόμαστε σ’ αυτή. Ποτέ δεν την εννοούμε πραγματικά. Συνεπώς, η λέξη αυτή στερείται κάθε νοήματος! Μοιάζει με το ακριβό περιτύλιγμα ενός καλαίσθητου προϊόντος που βρίσκουμε στα supermarket. Ένα απολιθωμένο μνημείο, στο μουσείο της ανθρώπινης σκέψης, δίπλα με την λέξη δημοκρατία, να ποζάρει σαν άγαλμα ξεχασμένων εποχών, τότε που οι άνθρωποι δεν ήξεραν τί πάει να πει τηλεόραση. Την δημοκρατία την συναντάς επίσης και στα λεξικά. Σε κάποιο σκονισμένο εγχειρίδιο μιας αραχνιασμένης βιβλιοθήκης, που κανείς δεν δίνει σημασία πια. Άσε που στην εποχή της ασημαντότητας πολύ αγνοούν και την ύπαρξή της! Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι την επανάσταση την θεωρούμε ως κάτι απροσδιόριστο, αφού ποτέ δεν κάτσαμε να την προσδιορίσουμε… Είχαμε, βλέπεις, πιο σημαντικά πράγματα! Να ξεσπάσουμε μπροστά στο χαζοκούτι βλέποντας τον Λαζόπουλο και τον Λιακόπουλο, τον Μιχαλολιάκο να λέει πως «τα χέρια αυτά μπορεί να χαιρετάνε ναζιστικά αλλά είναι καθαρά χέρια»!!! Κι εδώ είναι που αναρρωτιέται κανείς; Τί είναι προτιμότερο; Ναζιστής ή κλέφτης;

Ο Μαλατέστα είχε πει πως «αν είναι να νικήσουμε στήνοντας κρεμάλες στις πλατείες, τότε θα ήταν καλύτερα να χάσουμε», κάτι που με βρίσκει σύμφωνο. Πολύ αμφιβάλλω για την πλειοψηφία των συμπολιτών μου, που εκφράζουν την ψυχολογία του όχλου, πριν καν αναμιχθούν στον όχλο. Είναι ο εμφύλιος, για τον οποίο πολλοί εν έτη 2012 συνθηματολογούν φωνάζοντας «ΕΑΜ ΕΛΑΣ Μελιγαλάς», κάτι επιθυμητό; Είναι ο εμφύλιος και η αλληλοσφαγή η επανάσταση για την οποία αγωνιζόμαστε; Είναι επανάσταση οι εκτελέσεις στα υπόγεια, οι απαγχονισμοί, οι γραφειοκράτες που ροκανίζουν τα μαχαίρια τους την ώρα που ονειρεύονται νέα γκουλάγκ; Τελικά, τί είναι αυτή η περιβόητη επανάσταση; Θα υιοθετήσουμε τη φασιστική λογική του «αίμα να χυθεί, κι ότι είναι να γίνει ας γίνει;». Αν δεν μιλήσουμε για την επανάσταση ΤΩΡΑ, τότε ίσως παρασυρθούμε στο εμφυλιακό παιχνίδι που στήνει το σύστημα εξουσίας με τη συνεργασία της νεοναζιστικής γκρούπας της Χρυσής Αυγής και των περισσότερων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων και δήθεν ανεξάρτητων ειδησεογραφικών ιστολογίων; Τί πραγματικά σημαίνει εξέγερση; Υπομονή μέχρι την ημέρα που οι «ηγέτες» του κινήματος θα καλέσουν για γενική απεργία, όπου θα συγκρουστούμε για μια ακόμη φορά με τους θύλακες ασφαλείας και προστάτες του αυστηρά ιεραρχημένου τούτου άθλιου πολιτισμού, τον στρατό και την αστυνομία; Και μόλις πέσουν τα πρώτα δακρυγόνα… επιστροφή στους καναπέδες! Στην «ασφάλεια» των τεσσάρων τειχών, στην αδράνεια και την ησυχία μας! Και όλα αυτά την στιγμή που μπορούμε ν΄αποκεντρώσουμε τις δράσεις μας, ν’ αρχίσουμε να δημιουργούμε μικρές αντι-κοινωνίες, συλλογικής αυτοδιαχείρησης, σε γειτονιές και πλατείες, με συνελεύσεις, ανταλλαγές προϊόντων, μέσω της δημιουργίας δικτύων αλληλεγγύης…

πηγή: eagainst.com


Συνέχεια...
0
Η ανάδυση της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό στερέωμα.

Μέσα στην συνθήκη της κρίσης, όπου η επίθεση στα εισοδήματα της εργασίας, αλλά και στους όρους επιβίωσης και αναπαραγωγής των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων αποτελεί την βασική στρατηγική το κεφαλαίου, για να ανασυγκροτήσει την κερδοφορία του και να ενισχύσει την ηγεμονία του, η προώθηση της διαίρεσης και του διαχωρισμού των από κάτω μπορεί να διευρυνθεί στο βαθμό που ένας γενικευμένος πόλεμος όλων εναντίων όλων και η ένταση της ενδοταξικής βίας να φτάσει σε επίπεδα που να αδρανοποιεί την ταξική αντιπαράθεση και να αναιρεί τις όποιες κινηματικές διαδικασίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην κίνηση προς την κοινωνική χειραφέτηση από την κυριαρχία και την εκμετάλλευση του κεφαλαίου.

Από τον «κοινωνικό αυτοματισμό» της μιας κοινωνικής ή επαγγελματικής κατηγορίας απέναντι στην άλλη που με τόση επιτυχία εφαρμόστηκε από την εποχής της «ευδαιμονίας» της ισχυρής Ελλάδας, του Σημίτη, μέχρι τα σημερινά φαινόμενα του επίσημου κρατικού ρατσισμού, της ανόδου της φασιστικής επιρροής σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έχει διανυθεί μεγάλη απόσταση σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Πριν από 2 χρόνια όταν μπήκαμε ουσιαστικά στον κοινωνικό- οικονομικό- πολιτικό επιταχυντή της κρίσης κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή θα γινότανε κοινοβουλευτικό κόμμα και μάλιστα πλέον να καταγράφεται ως 3η δύναμη στις δημοσκοπήσεις.

Τι προηγήθηκε όμως της ανόδου του φασιστικού ρεύματος στο επίσημο πολιτικό στερέωμα;


Είναι η κίνηση κομματιών της κοινωνίας που προλεταροποιούνται και φτωχοποιούνται βίαια, και νιώθουν να χάνουν κάτω από τα πόδια τους το έδαφος της γκλαμουριἀς και του λάιφ στάιλ, της κατανάλωσης και του άκρατου ατομικισμού, χωρίς καμία συλλογική κοινωνική συγκρότηση, πέρα από τον γενικευμένο σταρχιδισμό και την υπέρτατη λατρεία της «πάρτης μου», πάνω στο οποίο τεχνηέντως (όχι με πολύ δυσκολία είναι αλήθεια) διολίσθαιναν με την αμέριστη ενθάρρυνση όλων των ιδεολογικών μηχανισμών του ηγεμονικού νεοφιλελευθερισμού, προς την υιοθέτηση της ιδεολογία της μισαλλοδοξίας, του μισανθρωπισμού. Είναι η εύκολη λύση που προσφέρουν οι φασίστες σ’ αυτά τα στρώματα να πατήσουν στο λαιμό εκείνους που είναι ακόμα πιο καταφρονεμένοι παρά να σηκώσουν το ανάστημα τους σ’ αυτούς που τους καταστρέφουν τις ζωές. Είναι η θρασυδειλία του «τσάμπα μάγκα» με τις πλάτες των μπάτσων και τη δικαστική ασυλία μαζί με την ψευδαίσθηση ότι έτσι μπορούν να ξαναβρούν την χαμένη αυτοπεποίθηση τους, που τους την κουρέλιασε το αφεντικό που τους απέλυσε, ο πολιτικός που αθέτησε τις υποσχέσεις του, το «σάπιο σύστημα» που αναίρεσε την αυτοεκπλήρωση τους μέσω της διαρκής κατανάλωσης, γενικά όλοι εκείνοι που αισθάνεται ότι πρόδωσαν την ανώδυνη και ανέξοδή πλαστική ευδαιμονία που του τάξανε.

Είναι η υιοθέτηση ολόκληρης της ρατσιστικής ατζέντας από το επίσημο αστικό πολιτικό κατεστημένο, στην προσπάθεια του να βγάλει από το κάδρο της λαϊκής δυσαρέσκειας τον εαυτό του και τις σκληρές αντιλαϊκές πολιτικές που οδηγούν στην κοινωνική κατάρρευση, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα αυτής της κατάρρευσης ως τα αίτια της. Είναι η εμπέδωση μέσω της επίσημης προπαγάνδας των μίντια και η «φυσικοποίηση» της αποδοχής μιας υπό- ανθρώπινης κατάστασης ύπαρξης των μεταναστών (προς το παρόν γιατί αύριο αυτή η υπό- ανθρώπινη κατάσταση μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί στους τσιγγάνους, στους άστεγους, στους τοξικοεξαρτημένους, στους νοητικά ασθενείς, τους ανάπηρους, τους άνεργους κλπ) με «φυσικούς χώρους» τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα κάτεργα της αναγκαστικής εργασίας, τις σύγχρονές μορφές μαζικής εξόντωσης όσων περισσεύουν.

Είναι η ανάδυση νέων υλικών συμφερόντων και σχέσεων εξάρτησης και ταύτισης που συγκροτούνται γύρω από μορφές εγκληματικής οικονομίας και της διαπλοκής τους με τους φασιστικούς κύκλους, που έρχονται να αντικαταστήσουν τις παλαιού τύπου συγκροτήσεις των κοινωνικών συναινέσεων μέσων των διευρυμένων πελατειακών σχέσεων και των ψηγμάτων, του κατ’ ουσία ανύπαρκτού κοινωνικού κράτους. Είναι η συγκρότηση της Χ.Α. με την μορφή ενός πολιτικό- οικονομικού- εγκληματικού πλέγματος που από την μια διαπλέκεται με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, προσφέρει προστασία με το αζημίωτο, και χτίζει έναν κομματικό έμμισθο στρατό τραμπούκων.

Είναι ότι μέσα από την ανάσυρση του φασιστικού κινδύνου και την αξιοποίηση των ιδεολογημάτων των «δύο άκρων» οι ιδεολογικοί απολογητές του καπιταλισμού προσπαθούν να απόνομιμοποιήσουν του κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες και την ριζική αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων και των πολιτικών τους εκφράσεων. Είναι η ελπίδα του πολιτικού συστήματος ότι ενισχύοντας την φασιστική βαλβίδα αποσυμπίεσης της λαϊκής οργής θα μπορέσει να αποπροσανατολίσει την αγανάκτηση του κόσμου προς κατευθύνσεις ακίνδυνες για την εξουσία του κεφαλαίου, χωρίς όμως να χάσει τον έλεγχο του πολιτικού παιχνιδιού και βρεθεί και η ίδια στο ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου και του εξιλαστήριου θύματος που αυτή την στιγμή επιφυλάσσει καταρχάς για τους μετανάστες, αλλά όχι μόνο.

Είναι η αμήχανη στάση της Αριστεράς αλλά και του ευρύτερου Αντικαπιταλιστικού χώρου μπροστά στην ριζική μεταμόρφωση της πραγματικότητας που συντελείται σε συνθήκες κρίσης. Μιας Αριστεράς που από την μια έκλεινε για χρόνια τα μάτια μπροστά στην ύπαρξη των φασιστών και της δολοφονικής τους δράσης, χωρίς καμία διάθεση να τους αντιμετωπίσει στο δρόμο και από την άλλη εξαντλούνταν σε μια αντιρατσιστική ρητορεία χωρίς όμως να προσπαθήσει ή να μπορέσει να συνδεθεί ουσιαστικά με τμήματα των ίδιων των μεταναστών.

Είναι ότι η αντιρατσιστική ρητορική έμενε σ’ ένα απλό διακηρυκτικό – ουμανιστικό επίπεδο, χωρίς η Αριστερά να αναλύσει τα ζητήματα που άνοιγε η βιοπολιτική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και των όρων διαβίωσης και εργασίας τους από την πολιτική εξουσία, χωρίς να προσπαθήσει να συγκροτήσει αξιόπιστές απαντήσεις και να δώσει με κινηματικό τρόπο χειροπιαστές λύσεις στα προβλήματα που δημιουργεί ακριβώς αυτή η βιοπολιτική διαχείριση από την μεριά του κράτους, καταρχάς στους ίδιους τους μετανάστες και στην συνέχεια στις γειτονίες και τους κατοίκους τους που δέχονται το βάρος αυτής της διαχείρισης.

Είναι ότι τμήματα του ευρύτερου Αντικαπιταλιστικού χώρου αντιμετώπιζε (και αντιμετωπίζει) την ελληνική κοινωνία συλλήβδην ως μια δεξαμενή ρατσιστικού μίσους, μισαλλόδοξου εθνικισμού και καταναλωτικού ναρκισσισμού, χωρίς να μπορεί να διακρίνει (πολλές φορές χωρίς καν να μπαίνει στον κόπο) εκείνες τις ρωγμές που δημιουργούσαν στην κυρίαρχή ιδεολογία και το εθνικό φαντασιακό οι ίδιοι οι κοινωνικοί & ταξικοί αγώνες και να εργαστεί προς την διεύρυνση τους.

Είναι που τα πιο μαχητικά αντιφασιστικά κομμάτια του Α/Α χώρου αντιμετώπισαν την αντιπαράθεση με τους φασίστες με βασικό κριτήριο την ένταση της βίας και όχι την διάχυση αυτής της αντιπαράθεσης σε ευρύτερα κομμάτια των αγωνιζόμενων και την απόκτηση πλατιών κοινωνικών ερεισμάτων.

Όλα όσα αναφέραμε παραπάνω είναι τα στοιχεία που συγκροτούν την συνθήκη της ανάδυσης της ναζιστικής άκρας δεξιάς στην Ελλάδα της κρίσης. Μια πολυσύνθετη κατάσταση η οποία δεν μπορεί να απαντηθεί με μονοσήμαντες αναγωγές και απλουστεύσεις.



Μεταναστευτικό: η πολυπλοκότητα πέρα από τις ιδεοληψίες.

Το μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί προνομιακό επίπεδο, στο οποίο μέσου τους ρατσιστικού λόγου και ακτιβισμού οι ναζιστές της Χ.Α. προσπαθούν να συγκροτηθούν ως «αντισυστημική» πολιτική δύναμη. Ο μεγαλύτερος ουραγός προς την εμπέδωση του ρατσισμού σε πλατιά κοινωνικά κομμάτια είναι η αποδοχή από την μεριά του ελληνικού κράτους (με το αζημίωτο φυσικά) του ρόλου της αναχαίτισης των μεταναστευτικών ροών προς την Ε.Ε. και της δημιουργίας ενός ολόκληρου οικονομικού κλάδου γύρω από αυτόν τον ρόλο, ο οποίος έχει οδηγήσει στον εγκλωβισμό μέσα στην χώρα δεκάδων ίσως και εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων που μοναδικός τους στόχος είναι να μετακινηθούν προς την Δύση. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η σχεδόν μηδενική χορήγηση πολιτικού ή ανθρωπιστικού ασύλου τα τελευταία 10 περίπου χρόνια σε πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή που τα αυταρχικά καθεστώτα διώκουν τους πολιτικούς αντιπάλους, κοινωνικούς αγωνιστές, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, δεν σέβονται τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών, των ομοφυλόφιλων κλπ.

Έτσι στα μεγάλα αστικά κέντρα (κυρίως στην Αθήνα) και στις βασικές εξόδους προς την Ευρώπη (τα λιμάνια της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας) εγκλωβίζονται μεγάλοι πληθυσμοί μεταναστών & προσφύγων χωρίς χαρτιά σε καθεστώς παρανομίας, αποκλεισμένοι από την δυνατότητα να βρουν εργασία και να εξασφαλίσουν τις στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης. Αναγκασμένοι να ζουν σε άθλιες συνθήκες για να καταφέρουν να επιβιώσουν, όταν δεν δουλεύουν σαν σκλάβοι στα χωράφια και τα θερμοκήπια της αγροτικής παραγωγής και τις βιοτεχνίες- φυλακές φασόν, πέφτουν στα πλοκάμια διάφορών μαφιών με ιεραρχικά διάρθρωση, όπου στην κορυφή βρίσκονται πολύ ισχυρά οικονομικά συμφέροντα του μαύρου χρήματος με διαπλοκές διασυνδέσεις και σε μεγάλο βαθμό ταυτίσεις συμφερόντων με το «επίσημο» ελληνικό και διεθνές κεφάλαιο, το πολιτικό σύστημα, την αστυνομία κλπ, αλλά σε μεγάλο βαθμό διαρθρώνεται ιεραρχικά ανάμεσα και στους ίδιους τους μετανάστες .

Έτσι μια σειρά από «παρά- οικονομικές» δραστηριότητες με τζίρους μυθικά ποσά, όπως το εμπόριο ναρκωτικών, το λαθρεμπόριο τσιγάρων, την πορνεία, ακόμα και την διακίνηση των ίδιων των μεταναστών, τον έλεγχο των μικροπωλητών δημιουργεί σχέσεις οικονομικής εκμετάλλευσης, εξάρτησης, αλλά και συσσωμάτωσης και ένταξης σε μια «παράλληλη» κοινωνία που οι ρόλοι μιας σκληρής εσωτερικής εξουσιαστικής ιεραρχίας δεν μπορούν να προσδιοριστούν απλά με φυλετικά χαρακτηριστικά αλλά διαπερνάνε εγκάρσια και το σώμα των μεταναστών αλλά και των ντόπιων που απαρτίζουν αυτά τα μορφώματα.

Ξεπερνώντας τις ιδεοληψίες της θυματοποίησης των μεταναστών εν γένει ξεδιπλώνεται μπροστά μας μια πραγματικότητα το ίδιο εκμεταλλευτική και κυριαρχική όσο αυτή των ντόπιών αφεντικών και εξουσιών απέναντι στους μετανάστες εργάτες. Είναι όμως οι μετανάστες ( η μεγάλη τους πλειοψηφία χωρίς να ξεχνάμε την «ενδομεταναστευτική» εκμετάλλευση και εξουσία), στην πραγματικότητα ο τελευταίος τροχός της αμάξης, αυτών των τεράστιών κλάδων «οικονομίας», στα πρόσωπα των οποίων, όλα αυτά τα κυκλώματα γίνονται ορατά στην κοινωνία. Είναι οι μετανάστες όπου βρίσκονται στα «σημεία τριβής» αυτών των κυκλωμάτων με τον κοινωνικό ιστό και είναι αυτοί που στοχοποιούνται ως το ίδιο το κύκλωμα, ενώ τα μεγάλα και τα μεσαία ντόπια κεφάλια παραμένουν αόρατα να απολαμβάνουν τα κέρδη τους. Παρόλα αυτά τα «σημεία τριβής» είναι υπαρκτά όπως και τα τεράστια προβλήματα που δημιουργούνται γύρω από αυτά. Το να καταγγέλλεις μόνο ότι πίσω από αυτά βρίσκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ντόπιοι οι οποίοι είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι, ή τους κατοίκους που ζουν σ’ αυτά τα «σημεία τριβής» ότι είναι ρατσιστές γιατί αυτό είναι στο εθνικό τους dna, δεν βοηθάει κατά κανέναν τρόπο να ανατρέψεις την συγκεκριμένη συνθήκη διάρρηξης του κοινωνικού ιστού.

Ούτε το κράτος με τις επιχειρήσεις σκούπα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε φυσικά η Χ.Α. με τα ρατσιστικά πογκρόμ και την προπαγάνδα του μίσους δεν έχουν στόχο να εξαφανίσουν αυτά τα σημεία τριβής αφού προϋπόθεση για αυτό θα ήταν να στραφούν ενάντια σε όλο αυτό το κύκλωμα της συμπληρωματικής (και όχι παρά) οικονομίας, στο οποίο είναι συμμέτοχοι και από το οποίο αποσπούν μεγάλα κέρδη. Ο στόχος τους είναι η βιοπολιτική και επικοινωνιακή του διαχείριση μαζί την αύξηση των οικονομικών και πολιτικών τους κερδών:

Α) Η δημιουργία ενός «εσωτερικού εχθρού» απέναντι στον οποίο να στραφούν τα φτωχοποιημένα λαϊκά στρώματα και η υπό προλεταριοποίηση μικροαστική τάξη. Η μετατόπιση των ευθυνών για την αύξηση της ανεργίας, την μείωση των μισθών, την διάλυση του ΕΣΥ όχι στην προσπάθεια του κεφαλαίου να αυξήσει την κερδοφορία του αλλά στους μετανάστες.

Β) Ο διαχωρισμός, και η αντιπαλότητα ανάμεσα στην διευρυμένη και υποτιμημένοι εργατική τάξη ώστε να μην μπορεί να ανασυνταχθεί ένα ισχυρό εργατικό κίνημα.

Γ) Ο εξαναγκασμός μέσω της παρανομοποίησης των μεταναστών να εργάζονται κάτω από το καθεστώς φόβου, διαρκούς επιτήρησης και απειλής της φυλάκισης και της απέλασης, και να αποδέχονται την εργασία στα σύγχρονα κάτεργα που από τα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας επεκτείνονται σε όλο και πιο πολλούς τομείς της οικονομίας.

Δ) Οι αφόρητές πιέσεις στους ντόπιούς εργάτες να αποδέχονται όρους εκμετάλλευσης παραπλήσιους με αυτούς των μεταναστών στα νέου τύπου εργασιακά κάτεργα για ντόπιους που θα λειτουργούν καθ’ όλα νόμιμα κάτω από το καθεστώς των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών .

Ε) Την διατήρηση ενός μεγάλου μέρους των μεταναστών, αλλά και το σπρώξιμο ενός μέρους των ντόπιων αποκλεισμένων από την επίσημη οικονομία, στην «συμπληρωματική»/ εγκληματική οικονομία και την εξάρτηση τους από τις οργανωμένες μαφίες. Την ταύτιση των ατομικών ιδιαίτερων συμφερόντων τους με τα συμφέροντα της ίδιας της μαφίας και όχι των ευρύτερων λαϊκών & εργατικών στρωμάτων, τα οποία εξυπηρετούνται πλέον μέσα σ’ ένα αντικοινωνικό και κανιβαλικό πλαίσιο, οδηγώντας μ’ αυτό τον τρόπο στην γενίκευση του κοινωνικού κανιβαλισμού στην διάρρηξη των δυνατοτήτων ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης ως υποκείμενο αγώνα και την διεύρυνση μιας συνθήκης όπου οι από κάτω τρώνε τις σάρκες τους αντί να ανατρέψουν τους από πάνω.

Ζ) Την δημιουργία ενός τεράστιου πλέγματος οικονομικών συμφερόντων με υπόγειες διαδρομές και πολλαπλές εξαρτήσεις με ένα μεγάλο αποθεματικό το οποίο μπορεί να διοχετεύεται από την διαπλοκή και εξαγορά κρατικών λειτουργών & πολιτικών, δημιουργία ιδιωτικών στρατών, συγκρότηση «ιδιωτικού δικαίου» πελατειακών σχέσεων & ρουσφετιών μέχρι μορφές «κοινωνικής παρέμβασης» τύπου Χ.Α.

Θα λειτουργούσε παραμορφωτικά προς την πραγματικότητα εάν ισχυριζόμασταν, πως η συνθήκη που περιγράφεται παραπάνω αφορά όλους ή την μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών. Στην πραγματικότητα η σημαντική πλειοψηφία των μεταναστών που ζουν και εργάζονται σήμερα στην ελληνική κοινωνία δεν εντάσσεται σ’ αυτή μέσω των πλεγμάτων που περιγράψαμε παραπάνω. Πρόκειται για ανθρώπους που ζουν και εργάζονται πολλά χρόνια, πολλές φορές για δεκαετίες ολόκληρες στην Ελλάδα, με ένα μεγάλο κομμάτι πλέον να αποτελεί μετανάστες δεύτερης γενιάς που έχουν γεννηθεί σ’ αυτή την χώρα. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας μπροστά στην συγκεκριμένη τάση που γίνεται όλο και πιο δυναμική μέσα στις συνθήκες της κρίσης, μ’ ένα μεγάλο τμήμα των μεταναστών που ήταν ενταγμένοι στην «κανονική» οικονομία να επιλέγει τον επαναπατρισμό του λόγω ανεργίας, ένα άλλο να ταυτίζεται σε ρατσιστικές προκαταλήψεις (που καμία φορά φτάνουν στην ενεργό ένταξη στα κατά τα άλλα φυλετικά τάγματα εφόδου της Χ.Α.) με τους γηγενείς. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι παρά τον μειοψηφικό χαρακτήρα της στο σώμα των μεταναστών η συγκεκριμένη συνθήκη που περιγράψαμε παραπάνω είναι αυτή γύρω από την οποία αρθρώνονται τόσο η επίσημη κρατική ρατσιστική πολιτική, όσο και η διεύρυνση του ακροατηρίου που ασπάζεται την ρατσιστική & φασιστική ιδεολογία αλλά και πρακτική της Χ.Α. Άρα δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας και να μην προσπαθήσουμε να εντάξουμε στην προβληματική και την ανάλυση μας τα παραπάνω στοιχεία. Στην αντίθετη περίπτωση απλά συμβάλουμε μέσω της τυφλότητας μας στην επικράτηση της νέας βαρβαρότητας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Από τα «σημεία τριβής» στους «τόπους συνάντησης»

Αποτελεί επιτακτική ανάγκη να συγκροτήσουμε μια στρατηγική η οποία να μπορεί να είναι ανταγωνιστική και να αντιπαρατεθεί στους βιοπολιτικούς χειρισμούς της καπιταλιστικής εξουσίας. Mέσα στην κοινωνική συνθήκη που περιγράψαμε προηγουμένως από την μια ο φασισμός θα διευρύνει συνεχώς τα ερείσματα του, ενώ οι δυνατότητες για μια χειραφετητική κοινωνική προοπτική θα εκμηδενίζονται μέσα στον κατακερματισμό και την αντιπαλότητα των κοινωνικών (και πολιτικών) δυνάμεων που θα μπορούσαν να συμβάλουν σ’ αυτή.

Πρέπει να βαδίσουμε ενάντια στην μορφές βιοπολιτικής διαχείρισης της μεταναστευτικής συνθήκης. Απέναντι στα «σημεία τριβής» πρέπει να αναδείξουμε «τόπους» συνάντησης, συνύπαρξης και συγκρότησης κοινών υλικών συμφερόντων και ανασύστασης του κοινωνικού ιστού των από κάτω ντόπιων & μεταναστών, με στρατηγικό στόχο να ανασυστηθούμε ως ένας νέος Λαός, πέρα από εθνικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς, έμφυλους διαχωρισμούς και ταυτότητες, ως ένας λαός που κατοικεί σ’ αυτό τον τόπο και δημιουργεί αυτόν τον νέο κόσμο για να ζήσει μια άλλη ζωή.

Μια γενικόλογη αντιρατσιστική ρητορική με ταξική εσάνς είναι προφανώς ανεπαρκέστατη, πιο καταστροφικό όμως θα ήταν το μη άγγιγμα του ζητήματος ή η μετατόπιση του οπτικής πάνω στο ζήτημα από πρόβλημα κρατικό- καπιταλιστικής διαχείρισης της μετανάστευσης, σε πρόβλημα της μετανάστευσης καθεαυτό, πράγμα που θα οδηγούσε σε μια συντηρητική πολιτική μετατόπιση πάνω στο ζήτημα και μ’ έναν τρόπο που θα ακύρωνε όλη την προηγούμενη κριτική μας.

Δεν πρέπει να σταματήσουμε να διεκδικούμε την δυνατότητα απεγκλωβισμού όσων μεταναστών ενδιαφέρονται να πάνε σε άλλους προορισμούς, να αρνηθούμε την μετατροπή της χώρας σε ανάχωμα τον μεταναστευτικών ροών προς την Δύση και να μην δεχτούμε την ανάπτυξη μιας μορφής οικονομίας (επίσημής και «συμπληρωματικής») πάνω σ’ αυτόν τον ρόλο. Πρέπει να αντισταθούμε στην ουσιαστική κατάργηση της συνθήκης του πρόσφυγα, σε μια εποχή που οι συγκρούσεις στην Μέση Ανατολή ξεριζώνουν χιλιάδες ανθρώπους και που η ανθρωπιστική κρίση αύριο μπορεί να μετατρέψει σε πρόσφυγές τους ίδιους τους έλληνες.

Δεν μπορούμε παρά να συγκρουστούμε με τις μορφές της εγκληματικής «συμπληρωματικής» οικονομίας και να προσπαθήσουμε να ακυρώσουμε την ύπαρξη των «σημείων τριβής» που δημιουργούνται εξαιτίας της ύπαρξης τους. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αντιγράφοντας λογικές περί «καθαρών πόλεων» κλπ, ούτε χωρίς να προσπαθήσουμε να κάνουμε ορατά τα συμφέροντα και τις διαπλοκές που υπάρχουν πίσω από αυτά τα «σημεία τριβής». Κομβικό ρόλο σ’ αυτή την κατεύθυνση θα παίξει η συμβολή μας στην συγκρότηση εναλλακτικών στις προηγούμενες, μορφών επιβίωσης των μεταναστών, στα πλαίσια των «τόπων αλληλέγγυας συνύπαρξης» και άρα ουσιαστικής «ακύρωσης- απενεργοποίησης» των «σημείων τριβής» . Δηλαδή να προσπαθήσουμε να δώσουμε πειστικές και έμπρακτες απαντήσεις στα προβλήματα υποβάθμισης των συνολικότερων όρων της ζωής μας, μεταναστών και ντόπιων , περιλαμβάνοντας και τους ίδιους τους μετανάστες ως ενεργό παράγοντα σ’ αυτή την διαδικασία.

Όπου κυριαρχούν οι πιάτσες της πρέζας και όπου κάνουν κουμάντο οι νταβατζήδες δεν μπορούν να αναδυθούν ούτε οι δομές κοινωνικής αλληλεγγύης ούτε τα εγχειρήματα αλληλέγγυας/ συνεργατικής οικονομίας, ούτε οι μορφές συνύπαρξης. Όπου οι μορφές εγκληματικής οικονομίας υπονομεύουν οποιαδήποτε δυνατότητα ανασύστασης του κοινωνικού ιστού, το αίτημα για ασφάλειά και δεσποτικό κράτος θα επανέρχεται χέρι χέρι μαζί με την μισαλλόδοξη και μισάνθρωπη ιδεολογία των φασιστών. Καμία κοινότητα υλικών συμφερόντων των από κάτω δεν μπορεί να συγκροτηθεί στο βαθμό που κάποιοι από τους από κάτω επιλέγουν να ταυτίσουν τα συμφέροντα τους με τις μαφίες (όπως οι απεργοσπάστες με τα αφεντικά τους, οι μισθοφόροι προλεταριακής καταγωγής με τους στρατηγούς κλπ), ή σωστότερα δεν μπορεί να συγκροτηθεί παρά σε ρήξη και σύγκρουση μαζί τους.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι οι ίδιοι οι μετανάστες είναι ένα μεγάλο κοινωνικό δυναμικό το οποίο θα μπορούσε να έχει τεράστια συμβολή στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της κοινωνικής και παραγωγικής ζωής προς μια χειραφετητική κατεύθυνση. Μπορούμε να φανταστούμε ότι εάν αυτό το δυναμικό περιθωριοποιείται συνεχώς ή με ένα «μαγικό» δηλαδή εφιαλτικό τρόπο εξαφανιστεί/ εξοντωθεί, τα αποτελέσματα θα ήταν το ίδιο καταστροφικά όσο είναι η διάλυση της αγροτικής παραγωγής κλπ.

Πρέπει να επιμείνουμε ότι οι μετανάστες μέσα από την ισότιμη κοινωνική τους ένταξη μπορούν να είναι παράγοντας κοινωνικής ευημερίας (όχι με την στενή καπιταλιστική της έννοια) πολλαπλασιάζοντας τις κοινωνικές ικανότητες και ταυτόχρονα την δυνατότητα για νέα απελευθερωτική κοινωνική δομή.

Αντίθετα με ότι ισχυρίζονται οι φασίστες και ο αστικός πολιτικός κόσμος μαζί με τα κανάλια, αν έφευγαν οι μετανάστες δεν θα μειωνόταν η ανεργία ούτε θα αναβαθμίζονταν οι κοινωνικές υποδομές ή οι λαϊκές γειτονίες. Αντίθετα, θα είχαμε μια ακόμα μεγαλύτερη ερημοποίηση του κοινωνικού και οικονομικού ιστού, η ύφεση και μαζί της η ανεργία θα μεγάλωναν, το έλλειμμα θα αυξανότανε και μεγάλοι τομείς τις οικονομίας όπως είναι τώρα διαρθρωμένοι θα κατέρρεαν (αυτό δεν σημαίνει ότι υπερασπιζόμαστε την συνέχιση αυτής της κατάστασης…).

Στην πραγματικότητα ούτε οι φασίστες ούτε το κράτος έχουν στόχο να εξαλείψουν τους μετανάστες και την μετανάστευση, ο στόχος τους είναι να παραμένει και να ενταθεί η βιοπολιτική και επικοινωνιακή τους διαχείριση. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν μετανάστες φτιάχνοντας κάποια στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρητικότητας το πολύ λίγων χιλιάδων , επαναπροωθώντας πίσω στις χώρες τους μερικές εκατοντάδες. Ούτε μπορούν να σταματήσουν ανθρώπους που ξέφυγαν από την φρίκη του πολέμου και τα βασανιστήρια δικτατορικών καθεστώτων, ο φράκτης στον Έβρο ή τα πογκρόμ των χρυσαυγιτών.

Με τη διατήρηση των μεταναστών σε μια κατάσταση άγριας εκμετάλλευσης, χωρίς καμία δυνατότητα διεκδίκησης, θέλουν να πετύχουν το καθεστώς παρανομοποίησης και ποινικοποίησης τους . Τον εύκολο χειρισμό τους τόσο στα πλαίσια της «επίσημης» όσο και της εγκληματικής «συμπληρωματικής» οικονομίας μέσα από την συνθήκη του φόβου και της διαρκούς επιτήρησης.

Η αυτοάμυνα των ίδιων των μεταναστών, των πολιτικών αντικαπιταλιστικών εγχειρημάτων, των κοινωνικών κινημάτων , αλλά και της αριστεράς κοινοβουλευτικής ή μη, απέναντι στην προσπάθεια να φασιστών να κυριαρχήσουν στους δρόμους, αλλά και να πλασάρουν για τον εαυτό τους την εικόνα των τρομακτικών και αήττητων «ταγμάτων εφόδου» είναι ένα κομβικό σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί η μέγιστή σοβαρότητα και προσοχή. Αντιγράφοντας την ρήση ενός ραβίνου θα προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε στο εξής:

«Αν δεν βοηθήσω εγώ τον εαυτό μου ποίος θα το κάνει; Εάν το κάνω μόνο εγώ τότε τι είμαι; ΑΝ ΟΧΙ ΤΩΡΑ, ΤΟΤΕ ΠΟΤΕ;» (…αν όχι κάποιες, πώς;)

Ο δρόμος είναι ένα από τα βασικά πεδία άσκησης της αντισυστημικής πολιτικής, σε περιόδους βαθιάς κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, ο ρόλος του αναβαθμίζεται. Είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να συμπυκνωθεί η οργή των λαϊκών στρωμάτων και να αποτελέσει εφαλτήριο απρόβλεπτων εξελίξεων, που θα ανατρέπουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις επιλογές της καπιταλιστικής τάξης και των πολιτικών της επιτελείων. Αν η αστική τάξη στηρίζει άρρητα αλλά πολλές φορές ρητά τους φασίστες της Χ.Α. ( συνεργασία και επιχειρησιακή στήριξη από τις μονάδες καταστολής, δικαστική ασυλία και αρωγή από το δικαστικό σύστημα, υιοθέτηση και εφαρμογή της φασιστικής ατζέντας από το αστικό πολιτικό μπλοκ, προβολή και προώθηση των φασιστικών θέσεων από τα ΜΜΕ) αυτό δεν γίνεται καθόλου τυχαία. Είναι μια κίνηση που αποσκοπεί από την μια στον έλεγχο του δρόμου και την απενεργοποίηση του από πεδίο άρθρωσης της αντικαπιταλιστικής πολιτικής, των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων και διεκδικήσεων και ευρύτερων ριζοσπαστικών ζυμώσεων στην κοινωνία. Ενώ από την άλλη μέσω του ιδεολογήματος των δυο άκρων θα συμβάλει στην «απονομιμοποίηση» των λαϊκών συγκρουσιακών διαθέσεων και τον ασφυκτικό περιορισμό της Αριστεράς στο πεδίο της «νομιμότητας».

Τον δρόμο δεν μπορούμε να τον εγκαταλείψουμε, ο δρόμος είναι απαραίτητος για την συγκρότηση του εδάφους των «τόπων συνάντησης». Όμως για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τον δρόμο δεν φτάνει μονάχα (όσο απαραίτητη και εάν είναι) η συγκρουσιακή μας διάθεση και διαθεσιμότητα. Απαιτείται μια συνολικότερη στρατηγική «ανακατάληψης» και οικειοποίησης, στην οποία πολλές φορές οι ασύμμετρες πρακτικές & τακτικές, ως προς την κρατική καταστολή, φασιστική βία και μαφιόζική ιδιοποίηση, μπορεί να παίζουν πιο καταλυτικό ρόλο από την άμεση και «κατά μέτωπο» συγκρουσιακή αντιπαράθεση. Η φαντασία, η δημιουργικότητα και η έμπνευση μπορεί να συγκροτήσουν μορφές Δύναμης που να απενεργοποιούν την βία σε μεγαλύτερο βαθμό από το να αντιπαραθέσουμε απλά μια συμμετρική μορφή βίας από την δικιά μας μεριά. Γιατί η δικιά μας δυνατότητα έγκειται στο να υπάρχουν τα κοινωνικά υποκείμενα στον δρόμο, προκαλώντας ασυμμετρίες και όχι στην αντιπαράθεση συμμετρικών «μηχανισμών» βίας, πεδίο στο οποίο μάλλον δύσκολα θα έχουμε την υπεροχή από τον πολύμορφο αντίπαλο μας. Η συγκρότηση των Ομάδων Λαϊκής Αυτοάμυνας είναι απαραίτητη, όχι ως ένας αυτονομημένος μηχανισμός, αλλά ως συμπληρωματική δομή που θα διασφαλίζει την περιφρούρηση όσων περιγράψαμε παραπάνω.

Ο ιδεολογικός αντιφασιστικός αγώνας δεν πρέπει να στοχεύει τόσο στην επίκληση της μνήμης από την θηριωδία του φασισμού ( χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπαίνουμε σε μια διαδικασία λήθης), όπως την βίωσαν οι λαοί στο μεσοπόλεμο και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά στην ανάδειξη της συμπληρωματικότητας του φασισμού, ως προς την βαθιά καπιταλιστική αναδόμηση που επιχειρείται μέσω της κρίσης. Να στοχεύει στην αποδόμηση του υποτιθέμενου αντισυστημικού της ρόλου (πόσους τραπεζίτες και μεγαλοεπιχειρηματίες έδειρες σήμερα χρυσαυγίτη;), να αναδεικνύει το πόσο βαθιά συστημική είναι η Χ.Α. (π.χ. πρόταση Χρυσής Αυγής για πρόσθετες φοροαπαλλαγές στους εφοπλιστές). Είναι αναγκαίο να καταρρίπτουμε συνεχώς τον μύθο της «αντισυστημικής» Χ.Α. και να αναδεικνύουμε την συμπληρωματικότητα της με το πιο βάρβαρο και άγρια εκμεταλλευτικό πρόσωπο του σύγχρονού καπιταλισμού. Ο φασισμός δεν είναι μια «παρεκτροπή» της αστικής δημοκρατίας , είναι η επιλογή του κεφαλαίου σε συνθήκες ολοκληρωτικής ταξικής επίθεσης στα λαϊκά στρώματα. Είτε καθολική με την συγκρότηση φασιστικών καθεστώτων, είτε συμπληρωματική με την ενίσχυση των φασιστικού βραχίονα καταστολής των ταξικών & κοινωνικών αγώνων και διαίρεσης των από κάτω.

Επειδή όμως ο φασισμός είναι μια ιδεολογία που πέρα από το «λογικό» και το «πολιτικό» χειρίζεται το θυμικό και το ένστικτό, ο ιδεολογικός αγώνας πρέπει να μεταφερθεί και στο πεδίο της «κουλτούρας». Από την μια μεριά η ανασύσταση της ιστορικότητας του αντιφασιστικού αγώνα και η ανάδειξη των ριζωμάτων του στην ιστορία του λαού αυτού του τόπου (είμαστε όλοι εδώ κομμουνιστών εγγόνια…) αλλά και η καλλιέργειας μια βαθιάς πολύ-επίπεδης αντιφασιστικής κουλτούρας που θα μπορεί να βρίσκει ερείσματα και δίαυλους επικοινωνίας με την νεολαία ( αντιφά μουσικές μπάντες και συναυλίες, αντιφά κόμικς, και ταινίες, ταύτιση των φασιστών με τους ανεγκέφαλούς μισαλλόδοξους σε αντιπαράθεση με μια αντιφασιστική κουλτούρα δραστήρια, δημιουργική ευφυή, που θα εδράζεται στην πολυσυλλεκτικότητας της σύνθεσης της σημερινής μαθητικής νεολαίας).

Μέσα στην αμείλικτη πραγματικότητα που ζούμε δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε ούτε βήμα πίσω, έχουμε όμως την ικανότητα να βαδίσουμε τα σωστά βήματα προς τα μπρος;
ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ, η συστημική Χρυσή Αυγή να σαρωθεί απ’ τον πολύπλευρο αγώνα μας.

Κώστας Σ.

Πηγή: ΔΟΚΙΜΗ

Συνέχεια...

back to top