ΕΠΑΜ (ή αλλιώς λίγο απ’όλα με greek tzatziki παραπάνω)

Posted: by παντιγέρα in
1
Εφημερίδα τοίχου που κολλήθηκε την περασμένη εβδομάδα στην κέρκυρα σχετικά με το ΕΠΑΜ από την Πρωτοβουλία για το Ξεσκέπασμα του Συγκαλυμμένου Εθνικισμού


… και ο θεός (ο ελληνικός) έπλασε το επαμ

Τι εστί άραγε ενιαίο παλλαϊκό μέτωπο; Ποιο είναι το ΕΠΑΜ που τόσο υποτιμήσαμε και που μας εκπλήσσει τόσο αρνητικά τελευταία; Αν βάλεις λίγο από αγάπη για την πατρίδα, λίγο από συναγερμό μπροστά στην καταστροφή, λίγο από λαϊκή επανάσταση, λίγο από «εμπεριστατωμένη» οικονομική ανάλυση……… βουαλά…….έχεις το ΕΠΑΜ.

Το ΕΠΑΜ δημιουργήθηκε τον Ιούλιο του 2011 για να σώσει την πατρίδα από τους ξένους λύκους και τους δοσίλογους εντολοδόχους τους, όπως συχνά λένε οι υποστηρικτές του. Να τα πάρουμε όμως από την αρχή. Μετά από τους μεγάλους λαϊκούς αγώνες κατά του μεσοπροθέσμου την άνοιξη του 2011 και τον ξεσηκωμό όλων των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων της χώρας, συμπεριλαμβανομένου και του νεοεμφανιζόμενου κινήματος των αγανακτισμένων, μια νέα δύναμη εμφανίζεται δειλά δειλά σε όλη τη χώρα, οι θαυμαστές του Δημήτρη Καζάκη, ενός γνωστού στα μίντια οικονομολόγου. Εκείνη την εποχή εμφανίζονται διάφοροι επιστήμονες, καλλιτέχνες και «παλαιοί επαναστάτες» που από το γνήσιο, υποτίθεται, ενδιαφέρον τους για τα βάσανα του ελληνικού λαού πηγαίνουν στις πλατείες για να καταθέσουν την «έμπειρη, αμερόληπτη, εμπεριστατωμένη άποψη» τους για την ελληνική κρίση, τα λάθη που έχουν γίνει από τους έλληνες πολιτικούς και για το τι θα μπορούσε να αλλάξει από εδώ και πέρα. Μέσα σ’αυτούς τους επίτιμους καλεσμένους των πλατειών που ήταν πάντα ολίγον θολό το ποιος τους καλούσε, ήταν και ο Καζάκης, του ΕΠΑΜ. Ο Καζάκης αναγνωρισμένος οικονομολόγος με πτυχία και εμπειρία, με επιστημονικό προφίλ, αλλά και λαϊκότητα (ή καλύτερα λαϊκισμό), από την αρχή έπιανε τον παλμό των νεοελλήνων και σουλάτσαρε θεαματικά από πλατείες σε αίθουσες και από αίθουσες σε τηλεοπτικά πάνελ.



ρητορική … πιάτσας & αμφιθεάτρου
Η ρητορική του ήταν ιδιαιτέρως ελκυστική και πονηρά υφασμένη, αφού από τη μία είχε μια οικονομοτεχνική ανάλυση της σύγχρονης (και όχι μόνο) ιστορίας της Ελλάδας, με επιχειρήματα και πληθώρα στοιχείων που θα έπειθαν και τον πιο δύσπιστο μη γνώστη εξειδικευμένων οικονομικών και από την άλλη είχε έναν λόγο εσκεμμένα και κατ’επίφαση λαϊκό που μιλούσε για την ανάγκη να παραγκωνιστούν οι όποιες πολιτικές-ιδεολογικές διαφορές των ελλήνων με σκοπό την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ. Ο Καζάκης αξίωνε οι ταξικές και πολιτικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας (όπως και κάθε κοινωνίας) να τσουβαλιαστούν κάτω από μια επίπλαστη εθνική ενότητα. Ο «καλός» αυτός κύριος είχε πάντα να επιδείξει μία πληθώρα στοιχείων που αποδείκνυαν, υποτίθεται, τη διαχρονική και συστηματική επίθεση των ξένων δυνάμεων, των μεγάλων ξένων συμφερόντων και των διεθνών οργανισμών ενάντια στην ελλάδα. Στο ίδιο συνομωσιολογικό ύφος καταδίκαζε την ξεπουλημένη πολιτική των τελευταίων ελληνικών κυβερνήσεων, όπως κάνει κάθε φιλόδοξος κομματάρχης που σέβεται τον εαυτό του. Το πακέτο λύσεων που πρότεινε ήταν η επιστροφή της Ελλάδας στη δραχμή, η ενδυνάμωση της εθνικής οικονομίας, η εθνική κυριαρχία και άλλα διάφορα εθνικοαπελευθερωτικά. Όσο για τον Καπιταλισμό, ως σύστημα αδηφάγο και υπερεθνικό, ούτε αναφορά. Για την ταξική διαστρωμάτωση των ανθρώπων, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης, επίσης ούτε αναφορά. Για τον συγκαλυμμένα εθνικιστικό λόγο του δόκτωρα Καζάκη, αυτά είναι αναλύσεις ξεπερασμένες μιας και τώρα, η όποια στοιχειωδώς πολιτική θέση, χαρακτηρίζεται ως κομματική αγκύλωση. Ο κύριος Καζάκης μετά από κάθε «παράσταση», όμορφα και ηρωικά, εξαφανιζόταν για να πάει στην επόμενη πλατεία, στην επόμενη πόλη, στο επόμενο κανάλι, αφήνοντας το ενθουσιασμένο κοινό να μιλάει για τον πολύ ενημερωμένο επιστήμονα, αλλά και τον προσιτό άνθρωπο, τον έναν από εμάς, που ξέρει όμως πιο πολλά από εμάς.



φίλοι & εχθροί του επαμ (έθνος VS τάξη γράψατε 1-0)


Και έτσι σιγά σιγά με παρουσία σε όλη την Ελλάδα, με γεμάτες πλατείες και αμφιθέατρα, με όλο και περισσότερο κόσμο να πίνει νερό στο όνομα του Καζάκη, στήνεται ένα κανονικό fan club και ιδρύεται στα μέσα Ιουλίου το Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο. Το ΕΠΑΜ, διατείνεται ότι δεν είναι κόμμα και μάλιστα ότι δεν επιθυμεί τον εγκλωβισμό των Ελλήνων στις κομματικές και όποιες άλλες ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές. Το ΕΠΑΜ διατείνεται ότι είναι μέτωπο και ο ρόλος του είναι προσωρινός και στοχεύει μόνο στην ανασυγκρότηση της χώρας, όπως το ΠΑΣΟΚ στοχεύει στο σοσιαλισμό, το ΚΚΕ στον κομμουνισμό κ.ο.κ. Στο ΕΠΑΜ χωράνε οι πάντες, αριστεροί και δεξιοί, ακροαριστεροί και ακροδεξιοί. Πατριώτες να είναι και να θέλουν να σωθεί το έθνος και όλα τα άλλα λύνονται. Και οι εχθροί, τότε, ποιοι είναι για το ΕΠΑΜ; Οι ξένοι, φυσικά, που μας πολεμούν από τα γενοφάσκια μας, οι γερμανοί κατακτητές, η Μέρκελ και ο Σαρκοζί, οι τούρκοι που καιροφυλακτούν στα σύνορά μας, οι ξένοι πολυεθνικοί όμιλοι και όλοι οι έλληνες πολιτικοί που ξεπουλάνε την εθνική μας κυριαρχία. Τόσο απλά είναι τα πράγματα για το ΕΠΑΜ. Και στον αγώνα που έχει εξαπολύσει απέναντι σε όλα αυτά τα δεινά ευπρόσδεκτοι είναι όλοι, και πάνω απ’όλα όλοι οι ένστολοι, στρατιωτικοί και αστυνομικοί, η εκκλησία που πρέπει να οργανώσει λαϊκοκληρικές συνελεύσεις και όλη η ελληνική ομογένεια. Δηλαδή με άλλα λόγια, ευπρόσδεκτοι είναι ακόμα και αυτοί που πατάγανε με τα άρβυλα τους τα δημοκρατικά δικαιώματα των επαναστατημένων ανθρώπων κατά τη διάρκεια της δικατατορίας του Παπαδόπουλου, ακόμα και αυτοί που σπάνε τα κεφάλια των διαδηλωτών με τα γκλομπ τους στις αντιμνημονιακές πορείες, ακόμα και οι πλούσιοι παπάδες που απολαμβάνουν την αμύθητη εκκλησιαστική περιουσία και διαπλέκονται σε τεράστια οικονομικά σκάνδαλα, ακόμα και οι businessmen της διασποράς που επεκτείνουν τις μεγαλοεταιρείες τους στο εξωτερικό. Είναι ευπρόσδεκτοι όλοι οι απανταχού έλληνες μόνο και μόνο επειδή είναι έλληνες. Και οι μετανάστες που ζουν εδώ; Για αυτούς γιατί δε μιλάει το ΕΠΑΜ; Αυτοί δεν είναι οι πρώτοι που πλήττονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων, της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ.; Με αυτούς δε βράζουμε στο ίδιο καζάνι; Όχι, εμείς ταιριάζουμε πιο πολύ με τους έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες και τραπεζίτες που είναι μέσα στις ζεστές τους βίλλες! Άλλωστε για το ΕΠΑΜ, σύμφωνα με άρθρο στο site του, η σημαία και το εθνικό νόμισμα είναι τα σύμβολα αυθυπαρξίας μίας χώρας. Το κόμμα του κυρίου Καζάκη, και σε άλλα άρθρα στο site του, δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει την εθνική μας καταγωγή και τους εθνικούς μας εχθρούς, όπως στο άρθρο για την επέτειο των Ιμίων, που μόνο ακροδεξιές οργανώσεις θα έβρισκαν επίκαιρο.



μεταξύ μας μεταξάς


Αν το Ε.ΠΑ.Μ., σας θυμίζει και λίγο από Ε.Α.Μ. (εθνικό απελευθερωτικό μέτωπο) και αν η «ευπρόσδεκτη» ΕΛ.ΑΣ (ελληνική αστυνομία) σας θυμίζει και λίγο από Ε.Λ.Α.Σ. (ελληνικός λαϊκός απελευθερωτικός στρατός), αυτή ακριβώς είναι η επιτυχία της σούπας του Καζάκη που μυρίζει τόσο πατριωτισμό και λαϊκισμό όσο και η σούπα κάποιων άλλων (εθνικο)σοσιαλιστών του παρελθόντος που μιλούσανε πάντα με το έθνος πρώτη λέξη και μετά σφαγιάζανε εκατομμύρια ανθρώπων που δε γουστάρανε. Και γι’αυτούς που δε φοβούνται τα ζόμπι του μεταξά και του χίτλερ, να μην αυταπατώνται: ο απολυταρχισμός μεταλλάσεται με τον καιρό, βγάζει τη σβάστικα και το χακί, φοράει γραβάτα και σακάκι, και μας λέει «ωραία, δημοκρατικά, επιστημονικά λόγια» που μας μιλάνε στο μυαλό και στην καρδιά…

Συνέχεια...

Υποκρισία ρε μαλάκα!

Posted: by παντιγέρα in
0
Βλέπεις τον μετανάστη να κοιμάται στο πεζοδρόμιο και απλά θέλεις να τον μαζέψουν. Κι ας τον κάνουν ό,τι θέλουν μετά. Ας τον μαντρώσουν κάπου να μην τον έχεις μες στα πόδια σου. Ας τον απελάσουν. Ας τον πετάξουν σε χαντάκι. Στ’ αρχίδια σου. Εσύ μόνο να μην είσαι μπροστά να βλέπεις όταν θα τον σακατεύουν στο ξύλο, γιατί σου γυρίζει το στομάχι με κάτι τέτοια.

Στ’ αρχίδια σου αν ο τύπος δεν έχει χαρτιά επειδή σκόπιμα δεν του τα δίνει ο κρατικός μηχανισμός, που έχει υπογράψει συμβάσεις να μην προωθεί μετανάστες σε Ευρωπαϊκές χώρες – με αντάλλαγμα τρεις μίζες, μία φρεγάτα και πέντε δάνεια. Δεν παίζει ρόλο το ότι πρόκειται για τον ίδιο κρατικό μηχανισμό που βρίζεις πρωί-μεσημέρι-βράδυ επειδή είναι διεφθαρμένος, τεμπέλης και υπέρβαρος. Ούτε το ότι τις σχετικές πολιτικές αποφάσεις τις έχουν εγκρίνει οι ίδιοι άνθρωποι που κατηγορείς για εθνική προδοσία. Και τους οποίους κανένας μετανάστης δεν ψήφισε.

Στ’ αρχίδια σου αν πρόκειται για πρόσφυγα, γιατί στην πατρίδα του σφάζονται, βομβαρδίζονται, βασανίζονται ή απελευθερώνονται από δυνάμεις στις οποίες ενίοτε συμμετέχουν και Έλληνες. Θαρραλέοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί που υπερασπίζονται με περηφάνεια τα συμφέροντα ξένων πετρελαϊκών τραστ. Με δικά μας έξοδα.

Στ’ αρχίδια σου αν κάνει κουμάντο στη χώρα του τύπου κάποιος μη εκλεγμένος μπάσταρδος και δεν έχει ο λαός τη ρώμη και την αποφασιστικότητα να επαναστατήσει και να τιμωρήσει όλο το σάπιο καθεστώς όπως του αξίζει. Σαν εμάς καλή ώρα, που έχουμε στήσει κρεμάλες στις πλατείες και περιμένουμε υπομονετικά πότε θα μας ανακοινώσουν εκλογές για να τις μαζέψουμε. Ώστε να πάμε να τους εμπιστευτούμε για μία τελευταία φορά, με απαράβατο όρο ότι έτσι και τα σκατώσουν ακόμα περισσότερο θα σηκωθούμε να φύγουμε. Μετανάστες.

Στ’ αρχίδια σου αν ο Χ φουκαράς έφυγε από το κωλομπαγκλαντές του επειδή εκεί τα μεροκάματα είναι πιο της πείνας κι από τα δικά μας (κι άμα σηκώσεις κεφάλι σε δέρνουν, ενώ στην Ελλάδα όχι). Κι είναι εντελώς τυχαίο το ότι ο Μπαγκλαντεσιανός μπορεί να κατασκεύαζε πλαστικά καπάκια για τα smartphones που πλήρωσες μια περιουσία για να αγοράσεις. Τον έπιασαν κορόιδο οι εργοδότες του κι οι πολιτικοί του γιατί ήταν βλάκας και καλά να πάθει. Ας έκανε καλύτερες διαπραγματεύσεις, όπως εμείς που έχουμε πάρει τα παπάρια μας και τώρα ρίχνουμε την ευθύνη στην απληστία του συνδικαλισμού – που ζήταγε οχτάωρα, υπερωρίες, δώρα Πάσχα, σύνταξη, κοινωνικές παροχές και λοιπές κομμουνιστικές παθογένειες.

Στ’ αρχίδια σου αν ο βρωμομετανάστης κατουράει σε εισόδους πολυκατοικιών γιατί δεν υπάρχουν καθαρές και ασφαλείς δημόσιες τουαλέτες που ήδη έχεις πληρώσει με τους φόρους και τις εισφορές σου. Στ’ αρχίδια σου αν πουλάει πρέζα στο απέναντι σοκάκι από το Έβερεστ και οι δελτάδες τον βλέπουν και πίνουν φραπέ. Στ’ αρχίδια σου αν κουβαλάει καλάσνικοφ κι όλα τα κονδύλια που αφορούν στη δημόσια τάξη πάνε σε δακρυγόνα και ασπίδες που χρησιμοποιούνται εναντίον σου και όχι εναντίον του.

Στ’ αρχίδια σου αν έχουν παρατήσει έναν άνθρωπο στο γκέτο σαν σκουπίδι επειδή δεν μπορούν και δεν θέλουν να στήσουν στοιχειώδεις υποδομές αληθινής ανάπτυξης – δίνοντας έτσι δουλειά και στέγη σε μετανάστες αλλά και σ’ ένα σωρό Έλληνες. Οι οποίοι έχουν ρημαχτεί στο μεταξύ από την ανεργία, αλλά σε ελάχιστο ποσοστό επειδή τους πήραν τη δουλειά οι ξένοι. Που ως γνωστόν έχουν φάει όλα τα καλά πόστα σε ειδικότητες μάνατζμεντ, μάρκετινγκ, HR και ΙΤ, ενώ στο όντιτινγκ παίρνουν πια μόνο Νιγηριανούς. Τι; Φραουλοχώραφα και μηχανότρατες; Ξεσκάτωμα γέρων; Θα αστειεύεσαι βέβαια…

Στ’ αρχίδια σου αν ο παππούς σου δούλευε κι αυτός σε φραουλοχώραφο ή μηχανότρατα, αν στα νιάτα του είχε την ίδια σκαμμένη φάτσα και την ίδια καμπουριασμένη πλάτη με τον μετανάστη που μόλις βούτηξαν κάτι μαυροντυμένοι και οι περαστικοί χειροκροτάνε και τραβάνε βίντεο με τα κινητά τους (για να ποστάρουν μετά οι φίλοι τους στο Φου-Μπου σχόλια του τύπου “και σ’ όποιον δεν αρέσει, να τον βάλει στο σπίτι του” κι από κάτω να έχει δέκα like). Κι αν πρόκειται για καμιά χαροκαμένη με μαντήλα στο κεφάλι, είναι καθαρή σύμπτωση το ότι η γιαγιά σου κυκλοφορεί ακόμα έτσι (και τώρα που της έκοψαν τη σύνταξη κι εσύ δεν μπορείς να τσοντάρεις, παίζει να βγει η γριούλα στο δρόμο να ζητιανέψει).

Γιατί στην τελική, στ’ αρχίδια σου αν αυτός που θα πιάσουν και θα στιβάξουν σαν το ζώο σε μια αποθήκη δεν είναι μετανάστης και είναι Έλληνας. Στ’ αρχίδια σου αν είναι ο γείτονας σου, ο συμμαθητής σου από το δημοτικό, ο εγγονός του συγχωριανού σου, ο άσχετος που κάποτε μοιραστήκατε το ίδιο λεωφορείο. Δεν τα κατάφερε το παιδί και βρέθηκε στο δρόμο. Συμβαίνει. Κι αν τον πυροβολήσουν τίποτα μπάτσοι κατά λάθος, παράπλευρη απώλεια θα είναι και κρίμα τον άνθρωπο που ήταν και δικός μας αλλά καλύτερα να μην το μάθουμε ποτέ γιατί θα στεναχωρεθούμε.

Κυρίως όμως να μην το πούμε ποτέ στα παιδιά μας. Τσιμουδιά. Δεν θέλουμε να μάθουν ότι κάποτε είχαμε τυφλωθεί τόσο πολύ από την πληγωμένη μας αξιοπρέπεια ώστε να επικροτούμε τη μαζική εξαθλίωση και εξόντωση συνανθρώπων μας. Τους οποίους βλέπουμε σαν ζώα γιατί αρνούμαστε να αποδεχτούμε ότι κάποτε κι εμείς έτσι ήμασταν, και τώρα που αγριεύουν οι εποχές κινδυνεύουμε να ξαναγίνουμε.

Πάτα τώρα κλικ να δεις το κωλοπειραγμένο αμάξι που δεν θα πάρεις ποτέ και το κωλοχαριτωμένο γατάκι που μια μέρα θα αναγκαστείς να μαγειρέψεις και να φας.

Αναδημοσιεύση απο: nefelikas.wordpress.com

Συνέχεια...
1
Από τότε που επέστρεψα από Πορτογαλία και Ιταλία πριν από 2 μήνες, είμαι συνεχώς σε ένα τρένο, αυτοκίνητο, λεωφορείο ή τουλάχιστον σε κάποιον δρόμο που καταλήγει σε μια αίθουσα γεμάτη ανθρώπους που ψάχνουν για κάτι διαφορετικό και δέχομαι τη φιλοξενία ανθρώπων που πλέον θεωρώ οικογένεια.

Από παρουσίαση σε παρουσίαση και σε πρακτικά εργαστήρια, συνεντεύξεις και συναντήσεις, ένα πράγμα που μου δίνει τη δύναμη να συνεχίσω με αυτούς τους ρυθμούς και να αισθάνομαι πως το σπίτι μου είναι παντού είναι μάτια που γεμίζουν ενθουσιασμό και καρδιές που ξεχειλίζουν από ελπίδα καθώς τους παρουσιάζω μέσα από τα δικά μου βιώματα την αεικαλλιέργεια (permaculture)*.

Η αεικαλλιέργεια μας δίνει εφικτές λύσεις που δεν είχαμε καν φανταστεί και μας λύνει τα χέρια, γιατί μας δείχνει πως μπορούμε να σχεδιάσουμε τη ζωή μας έτσι ώστε να ζούμε σε αρμονία με τη φύση και να έχουμε όλες μας τις ανάγκες καλυμμένες.

Για μένα το ταξίδι της αεικαλλιέργειας ξεκίνησε από τότε που ήμουν μικρή και δεν είχε κανένα όνομα. Ήταν κάτι μέσα μου που με ωθούσε να συντηρώ το νερό, να σβήνω τα φώτα και να μην με ενδιαφέρει ο καταναλωτισμός, αν και με κατέκριναν οι φασιονίστες για την έλλειψη στοιχείων μόδας στη γκαρνταρόμπα μου. Δεν ήξερα πως να δικαιολογηθώ για την έλλειψη ενδιαφέροντος προς την καταναλωτική ζωή και πολλές φορές η ανικανότητά μου να εξηγήσω ακριβώς γιατί δεν ήθελα να είμαι μέρος αυτού του συστήματος, μου δημιουργούσε συναισθήματα ανεπάρκειας. Τώρα η ικανότητά μου επεκτείνεται όχι μόνο στο να εξηγήσω ακριβώς γιατί είμαι έτσι, αλλά στο να εμπνεύσω τους ανθρώπους να δουν τα πράγματα αλλιώς.

“Σε αυτόν τον κόσμο, τα πράγματα είναι πολύπλοκα και αποφασίζονται από πολλούς παράγοντες. Πρέπει να κοιτάμε τα προβλήματα από διαφορετικές πλευρές, όχι μόνο από μια” – Mao Tse Τung, 1945

Η φιλοσοφία που διέπει την περμακουλτούρα είναι της συνεργασίας και όχι του ανταγωνισμού με τη φύση, της παρατεταμένης και προσεκτικής παρατήρησης και όχι της παρατεταμένης και άλογης δράσης, της προσέγγισης των ζωντανών συστημάτων για όλες τις λειτουργίες τους και όχι μόνο για την απόδοση ενός και μοναδικού προϊόντος από αυτά και της διαχείρισης των οικοσυστημάτων με τρόπο που να τους επιτρέπει να εκδηλώνουν την ιδία τους εξέλιξη.

Ο Bill Mollison (συν-θεμελιωτής της permaculture) λέει πως η διαφορά στην άποψη αυτή είναι σαν να κοιτάς τη διαφορά μεταξύ των ιθαγενών της Αυστραλίας (Aborigines) και των κλασσικών γεωργών: Ο γεωργός θα έκοβε το στήθος της μητέρας του για να πάρει το γάλα, ενώ ο ιθαγενής θα πάρει μόνο αυτό που του δίνει η γη και θα το πάρει με ευλάβεια.

Αισθάνομαι πως έχουμε αποστασιοποιηθεί από τη γη τόσο πολύ, που δεν είμαστε καν συνειδητοί πως είμαστε ένα με αυτήν. Από αυτή γεννηθήκαμε και με αυτή θα συγχωνευθούμε. Όπως η γη αποτελείται από χώμα, νερό, αέρα και φωτιά, έτσι και εμείς. Όταν σκάβουμε τη γη κάνουμε πληγή. Όταν παίρνουμε, χωρίς να επιστρέφουμε τίποτα, δημιουργούμε κενά τα οποία βλάπτουν τη γη και εμάς κατά συνέπεια….μόνο και μόνο γιατί είμαστε αναπόσπαστο κομμάτι της. Και στην τελική, αν δεν υπάρχει υγεία στη γη, έχουμε πεθάνει και εμείς.

“Οι αλλαγές, για να έχουν αξία, πρέπει πρωτίστως να επιδρούν στο βασικό φιλοσοφικό επίπεδο” – Masanobu Fukuoka

Οι αλλαγές που χρειάζονται είναι θέμα φιλοσοφίας, και δεν εστιάζουν μόνο στις απαντήσεις, αλλά στο να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις. Δηλαδή μπορούμε να ρωτήσουμε: ¨Τι μπορώ να απαιτήσω από τη γη;” ή “τι μπορεί να μου δώσει η γη;” και αυτή η ερώτηση θα καθορίσει είτε το βίαιο χειρισμό της γης είτε τη βιώσιμη διαχείρισή της.

Κοιτάζοντας γύρω μας, θα καταλάβουμε πως έχουμε τα πάντα στη διάθεσή μας για να ζήσουμε μια πλήρη και αυτάρκη ζωή: ήλιο, αέρα, ανθρώπους, ζώα, φυτά, γνώσεις, υλικά.

Μόνο αν κρατάμε ανοιχτό το μυαλό, τα μάτια και την ψυχή μας μπορούμε να δούμε πως αυτά είναι τα μόνα που χρειαζόμαστε και ότι τα χρήματα, η κατανάλωση, η ιδιοκτησία και εν τέλη ο αχόρταγος εγωισμός μας είναι αυτά που μας έχουν καταστρέψει.

Μερικοί από εμάς έχουμε το θέμα της “ντροπής” – ντρεπόμαστε να πάρουμε ένα ταπεράκι με φαγητό από το σπίτι στη δουλειά, ντρεπόμαστε να γεμίσουμε το μπουκάλι από τη βρύση ή ντρεπόμαστε να καταδεχθούμε να φορέσουμε ρούχα από άλλον. Αν υπάρχει θέση για ντροπή σε αυτό τον κόσμο, θα έπρεπε ίσως να είναι στο ότι ΔΕΝ κάνουμε αυτά τα πράγματα καθώς και στην άγνοιά μας για τις συνέπειες των πράξεών μας. Πώς έχει καταλήξει η υπερ-κατανάλωση να δείχνει πολιτισμό από τη στιγμή που αυτές οι κινήσεις έχουν γεμίσει τον κόσμο μας με σκουπίδια; Δείχνουμε δηλαδή “πολιτισμό” και “εξέλιξη” καθώς μεταφέρουμε αυτό τον τρόπο ζωής και στα παιδιά μας; Για να ξυπνήσουμε λιγάκι!!

Στην καρδιά της αεικαλλιέργειας υπάρχει η θεμελιώδης επιθυμία να κάνουμε αυτό που πιστεύουμε ότι είναι σωστό και δρώντας με αυτόν τον τρόπο να γινόμαστε μέρος της λύσης αντί μέρος του ίδιου του προβλήματος.

Με άλλα λόγια, σε όλο αυτό υπάρχει μια αίσθηση ηθικής, που μπορεί να συνοψιστεί στα παρακάτω:

Φροντίδα για τη γη: Η επιβίωσή μας εξαρτάται από τη Γη, η οποία είναι ένας ζωντανός, ενιαίος οργανισμός και είμαστε μέρος της, όπως τα ζώα. Όλα τα ζωντανά και μη ζωντανά έχουν εγγενή αξία, όλα είναι σημαντικά. Υιοθετώντας την περμακουλτούρα, μπορούμε να αυξήσουμε την παραγωγικότητα της γης σε τέτοιο βαθμό που να χρειαζόμαστε πολύ λιγότερη καλλιεργήσιμη έκταση, αφήνοντας έτσι περισσότερο χώρο στην άγρια φύση.

Φροντίδα για τον άνθρωπο: Η φροντίδα για τον άνθρωπο είναι εξίσου σημαντική με την φροντίδα για τη γη. Αν δεν προσέξουμε τους εαυτούς μας, πώς θα είμαστε σε θέση να προσέξουμε τη γη; Αυτό μπορεί να σημαίνει τα πάντα – από το να διδάξουμε στον εαυτό μας την τέχνη του να επικοινωνεί και να ακούει, μέχρι το να σχεδιάσουμε εκ νέου πόλεις που να επιτρέπουν την κάλυψη των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών. Ας ξεκινήσουμε με κάτι εύκολο: Ένα χαμόγελο στον συνάνθρωπό μας!

Δίκαιος μερισμός: Ο δίκαιος μερισμός είναι να αποδεχτούμε ότι η Γη έχει όρια. Δεν έχει άπειρο μέγεθος, συνεπώς και η όρεξή μας δεν μπορεί να είναι άπειρη. Το να ανακυκλώνουμε ή να αγοράζουμε “περιβαλλοντικά φιλικά” προϊόντα, δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δραστική μείωση της κατανάλωσης, οπότε βάζουμε όρια στη κατανάλωση και μοιραζόμαστε δίκαια το πλεόνασμα με τους ανθρώπους και τη γη.

Από εμάς εξαρτάται! Εμείς πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη για όσα γίνονται στη ζωή μας, γιατί ο εξωτερικός μας κόσμος είναι μια προβολή της εσωτερικής μας κατάστασης και όσο το συντομότερο καταλάβουμε πως όλα ξεκινάνε από εμάς τους ίδιους, τόσο πιο γρήγορα θα πάρουν τα πράγματα τη σωστή ροή για εμάς, την κοινωνία μας και το πανέμορφο περιβάλλον μας.

*Σημείωση: H λέξη permaculture προέρχεται από τη “permanent agriculture (μόνιμη γεωργία)” και τη “permanent culture (μόνιμη καλλιέργεια)”. Εγώ έχω επικεντρωθεί στον ορισμό αεικαλλιέργεια ο οποίος προέρχεται από τις λέξεις αειφόρος + καλλιέργεια και πιστεύω πως είναι η πιο πιστή ελληνική απόδοση της λέξης permaculture. Θα μου ξεφεύγει όμως μερικές φορές ο όρος περμακουλτούρα που είναι η ελληνικοποίηση της αγγλικής λέξης permaculture και η αγαπημένη ορολογία μερικών συνεργατών μου! Ωστόσο, χρησιμοποιούνται επίσης οι ορολογίες: Συνεχής Καλλιέργεια, Μόνιμη Καλλιέργεια, Διαρκής Καλλιέργεια και Αειφόρος Καλλιέργεια.

Βιβλιογραφία: Permaculture (Συνεχής Καλλιέργεια) με λίγα λόγια, του Patrick Whitefield, εκδόσεις Λευκό Κυπαρίσσι

Πηγή: kangouro.gr

Συνέχεια...

1821... μύθοι

Posted: by παντιγέρα in
0

Η μπροσούρα εκδόθηκε από στέκια, καταλήψεις, χώρους και ομάδες στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Διανέμεται σε 6.000 αντίτυπα, χέρι με χέρι, σε γειτονιές, σε δρόμους, σε πλατείες, σε σχολεία περιοχών της δυτικής Αθήνας και του Πειραιά.
Συνέχεια...

Ψηλά τις μαυροκόκκινες!

Posted: by παντιγέρα in
0
Θάνος Ανεστόπουλος-Η Γαλέρα (il galeone) (Σκλάβοι στα όπλα) Mουσικό πριόνι Νίκος Γιούσεφ.



Από πηγές στα ιταλικά και στα αγγλικά το τραγούδι αυτό μάλλον γράφτηκε στη φυλακή Fossombrone το 1967 από τον Belgrado Pedrini, αναρχικό και αντιφασίστα, φίλο του Μαλατέστα σε νεαρή ηλικία. Ο αρχικός τίτλος του ποιήματος ήταν Schiavi (σκλάβοι) και όταν αργότερα μελοποιήθηκε άλλαξε τίτλο σε Il Galeone (Η γαλέρα).
Ο Belgrado Pedrini αρχικά φυλακίστηκε το 1937-1938 για διάδοση αντιφασιστικής προπαγάνδας. Το 1942 με άλλους 2 συντρόφους του αφόπλισαν και έδειραν σε ένα μπαρ 5 φασίστες και διωκόμενοι από το καθεστώς κατέφυγαν στο Μιλάνο. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους καθώς κολλούσαν αφίσες που καλούσαν το λαό να ξεσηκωθεί ενάντια στους φασίστες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αστυνομία και κατάφεραν να διαφύγουν έπειτα από ανταλλαγή πυροβολισμών.

Ένα χρόνο αργότερα και όντας στην λίστα των καταζητούμενων της μυστικής αστυνομίας του Μουσολίνι τους περικύκλωσαν σε ένα ξενοδοχείο στη La Spezia και έπειτα από νέα ανταλλαγή πυροβολισμών που διήρκεσε αρκετές ώρες και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός μπάτσου συνελήφθησαν σοβαρά τραυματισμένοι.

Μεταφέρθηκαν στη φυλακή Massa με σκοπό να δικαστούν συνοπτικά και να εκτελεστούν, όμως τον Ιούνιο του '44 απελευθερώθηκαν έπειτα από επίθεση στη φυλακή από την ιταλική Αντίσταση στην οποία ο Pedrini προσχώρησε ξανά και πήρε μέρος σε μάχες και σαμποτάζ εναντίον των φασιστών.

Λίγο πριν την απελευθέρωση συνελήφθη ξανά τον Μάη του '45 και το '49 καταδικάστηκε σε ισόβια καθώς οι δικαστές αγνόησαν επιδεικτικά τον πολιτικό χαρακτήρα της αντίστασης στους φασίστες κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Στη φυλακή κατηγορήθηκε αρκετές φορές για υποκίνηση εξεγέρσεων και προσπάθειες απόδρασης με αποτέλεσμα τη συχνή μετακίνηση του από φυλακή σε φυλακή.

Αποφυλακίστηκε το 1975 και μέχρι το θάνατο του το 1979 ασχολήθηκε με τη συγγραφή προκηρύξεων και αφισών και την προετοιμασία έκδοσης της εφημερίδας L’Amico del Popolo της οποίας το πρώτο φύλλο τυπώθηκε λίγους μήνες πριν πεθάνει.

Μια πολύ σπάνια εκτέλεση ενός αναρχικού ύμνου στα ελληνικά. Από live συναυλία στη Ζάκυνθο. Ακυκλοφόρητο κομμάτι, αποκλειστικά από τους RossoNero με την συγκατάθεση του ίδιου του καλλιτέχνη. μουσικό πριόνι Νίκος Γιούσεφ.

Πηγή: zbaro.blogspot.com , anarkismo.net

Συνέχεια...

Εκτος απ' τον καπιταλισμό, είμαστε κι εμείς, ηλίθιε

Posted: by παντιγέρα in
0
Ζούμε ένα παρατεταμένο εφιάλτη, από τον οποίο δεν ξεφεύγουμε ξυπνώντας.
Έχουμε αρχίσει να βαδίζουμε στην έρημο και ξέρουμε πως έχουμε μπροστά μας ολόκληρη τη Σαχάρα.

Μετά την υπερψήφιση της νέας ταφόπλακας από τα 199 ανδρείκελα, αυτά που βιώνουμε τα δύο τελευταία χρόνια, περικοπές, εργασιακές ανατροπές, απολύσεις, εφεδρείες, ανεργία, πείνα, νεόφτωχοι, νεοάστεγοι κλπ κλπ θα λογίζονται ωq μερικές σκηνές από το έργο. Η ταινία αρχίζει μόλις τώρα.

Κι όμως! Ακόμη και αυτή τη στιγμή κάποιοι πείθονται πως υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ. Και μάλιστα το βλέπουν, χωρίς να αντιλαμβάνονται πως είναι το τρένο που έρχεται κατά πάνω μας.


Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος το είπε γλαφυρά. Θα έχουμε, μέσα σε δυο χρόνια , μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά μια τουλάχιστον δεκαετία.
Πρόκειται για μια μεθοδευμένη γενοκτονία. Την είδαμε να συμβαίνει κι αλλού. Όπου πάτησε το πόδι του το ΔΝΤ, άφησε πίσω του καμένη γη, εκατομμύρια εξαθλιωμένους, χιλιάδες αυτοκτονημένους.


Όπου συγκροτήθηκε λυκοσυμμαχία, σαν την Ε.Ε, έβαλαν τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα και δε βρέθηκε ούτε η προβιά τους.


Και ενώ μας τυλίγει η φρίκη, άλλοι μιλούν για αεροπορικούς μαζικούς ψεκασμούς με κατασταλτικά (πώς γίνεται όμως κάποιοι να κρατούν ομπρέλα;), άλλοι προσποιούνται πως αν δεν μιλούν για όλ’ αυτά, μπορούν κιόλας να τα ξορκίζουν, πως συνεχίζει να υπάρχει μια «κανονικότητα», πως όσο η Τρέμη και ο Καψής βγαίνουν στα τηλεπαράθυρα, όλα ‘βαίνουν καλώς’, πως αν πάρουμε το μπακαλοδέφτερο και λογαριάσουμε πώς θα μοιράσουμε τις πενταροδεκάρες, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι, ή τέλος πάντων να κοιμόμαστε, έστω και ανήσυχοι.


Και μέσα σ΄αυτή την έρημο που δεν έχει ούτε αντικατοπτρισμούς ούτε οφθαλμαπάτες. τα αμετανόητα πασόκια συνεχίζουν να οργανώνουν και να μιλάνε ανοιχτά, με κυνισμό, για το πολιτικό τους αύριο, η γαλάζια γενιά να προθερμαίνεται για την εξουσία και οι κατάμαυροι νεοφασίστες να έχουν δημόσιο βήμα και να εξαπολύουν φληναφήματα.


Εκεί που θα ‘πρεπε να πάψουν να υπάρχουν, πολιτικά και βιολογικά, να έχουν φύγει νύχτα από το ρημαγμένο τόπο και, όσοι έχουν μείνει να νοιώθουν ντροπιασμένοι και να δείχνουν αμήχανοι, υπάρχουν και συνεχίζουν να είναι το ίδιο κυνικοί και ξεδιάντροποι.

Και οι άλλοι; Πού είναι οι άλλοι;



Μάλιστα! Όλο αυτό είναι ο καπιταλισμός, που άφησε να μεσολαβήσει μια ανάσα πλαστικής ευημερίας, δανεικού καταναλωτισμού και χρεωμένης αυταπάτης και μας έπιασε στον ύπνο.
Και τι θα πούμε λοιπόν; Πως, μπλα-μπλα-μπλα μας παγίδεψαν; Πως μπλα-μπλα-μπλα τους πιστέψαμε;


Και τι σημαίνει αυτό; Αν τα παιδιά μας αποφάσιζαν να δικάσουν κι εμάς ως συνένοχους, μαζί με τους πρωταίτιους, για την ερήμωση της ζωής τους, θα μας έδιναν το ακαταλόγιστο;
Στην καλύτερη δηλαδή περίπτωση, θα μας αθώωναν ως ηλίθιους;


Στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, στις 12 του μαυροφλέβαρου, είχε πολύ κόσμο. Οι δεκάδες χιλιάδες όμως πάνω από τους πολλούς στην Αθήνα και στην επαρχία - αχ στην επαρχία - πού ήταν; Πού ήταν το ένα εκατομμύριο άνεργοι; Πού κλείστηκαν όλοι αυτοί που τελούν 'υπό εφεδρεία'; Σε ποιο καναπέ βούλιαξαν όλοι αυτοί που βλέπουν τους δικούς τους να παίρνουν τη μεταναστευτική βίζα; Σε ποια άπρακτη απόγνωση χώθηκαν όλοι αυτοί που έχουν άρρωστο το δικό τους άνθρωπο και δε βρίσκουν ούτε σύριγγα στα νοσοκομεία; Με πόσους τόνους ηλιθιότητας ψεκάστηκαν όσοι προχτές ήταν και πάλι απεργοσπάστες;

O τίτλος του κειμένου και οι σκέψεις που ακολουθούν, σε καμιά περίπτωση, ας μη θεωρηθούν ως συμπλήρωμα ή αντιπερισπασμός στο σπουδαίο βιβλίο του Μπογιόπουλου. Θα ήταν πολύ αλαζονική και υπερφίαλη κάθε απόπειρα συμπλήρωσής του. Στο κάτω-κάτω ας την επιλέξει ο ίδιος ο συγγραφέας.


Ας πούμε λοιπόν ότι το βιβλίο του Μπογιόπουλου δίνει το ερέθισμα για μερικές σκέψεις. Μιας και δεν είναι αυτή η πρώτη απεύθυνση στον κοινωνιολογικά και ιστορικά «ηλίθιο», ας συμπεριλάβουμε ως ερέθισμα και το βιβλίο του Μάικλ Μουρ, «Ηλίθιε Λευκέ», μια επίσης σπουδαία ανάλυση της σύγχρονης αμερικάνικης κοινωνίας.


Και ο Μπογιόπουλος και ο Μουρ, χρησιμοποιώντας αυτή την κλητική προσφώνηση, μάλλον συνοψίζουν αρκετά γλαφυρά την αγανάχτησή τους, για την κοινωνιολογική τύφλα που έχει πάρει διαστάσεις ηλιθιότητας. Επειδή όμως αυτή η ερμηνεία της προσφώνησης μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη και άσχετη με την κρίση και τα συναισθήματα των δύο συγγραφέων, ας την περιορίσουμε στο πώς την προσλαμβάνει προσωπικά η γράφουσα, για να γλιτώσουμε πιθανές παρεξηγήσεις.


Και επιπλέον για την αποφυγή παρεξηγήσεων, αυτές οι σκέψεις ας μη θεωρηθούν ως κριτικό σημείωμα, αλλά και ως αυτοκριτική απολογία. Κι ας κάτσει ο καθένας από μας να επιμερίσει για τον εαυτό του, την πράξη ή την απραξία του, την ηθελημένη αφέλειά του και τη συνειδητή του αναισθησία, την κουτοπόνηρη περιχαράκωσή του και τη μίζερη ηττοπάθεια, με λίγα λόγια το μερίδιο ηλιθιότητας που μας αναλογεί.


Γιατί είναι σίγουρο πως, για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε, ο καθένας από μας δεν έκανε αυτό που όφειλε να κάνει, σύμφωνα με τον κοινωνικό του προσδιορισμό.
Το καθήκον τους απέναντι στην τάξη τους το έκαναν υποδειγματικά, μόνο αυτοί που ερημώνουν σήμερα τις ζωές μας. Μπορούμε να τους κατηγορήσουμε για πολλά, όχι όμως για ταξική ασυνέπεια. Υπερασπίστηκαν και υπερασπίζονται τα συμφέροντα της τάξης τους με 'συγκινητική' επιμονή.
Εμείς βρεθήκαμε ασυνεπείς και ηθελημένα εξαπατημένοι ή εξαγορασμένοι.
Άλλοτε παραδομένοι σε μια ξεφτιλισμένη δημοκρατία όλο επιφάσεις και τρικλοποδιές, άλλοτε πλαδαρά χουχουλιασμένοι επί του καναπέως και άλλοτε εξαντλημένοι σε θεωρητικές αναλύσεις και περιγραφές αλλά στην πράξη ολίγιστοι, εκθρέψαμε μόνοι μας τον Γκοτζίλα και τον αφήσαμε να μας τρομοκρατεί.



Βέβαια – κι αυτό ας μην αποτελέσει άλλοθι αλλά ερμηνεία – οι φυσικοί λένε πως όσο περισσότερα και απανωτά χτυπήματα καταφέρνεις σ’ ένα αντικείμενο, τόσο του παρατείνεις την αδράνεια.
Σ’ ένα αντικείμενο…
Μιας και αυτή, η εξερεύνηση της ηλιθιότητάς μας, παραπέμπει και στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, ας κρατήσουμε απ’ το βιβλίο του μεγάλου μυθιστοριογράφου, μια αποστροφή από τις εξομολογήσεις του Μίσκιν: «…πάντα, όποτε η αρρώστια μου τύχαινε να επιδεινώνεται και με έπιαναν απανωτές κρίσεις, βυθιζόμουν σε πλήρη αποβλάκωση, έχανα εντελώς το μνημονικό μου και παρ’ ότι δούλευε το μυαλό μου, ανατρεπόταν θαρρείς, η λογική ροή των σκέψεών. Κατά συνέπεια μου ήταν αδύνατο να βάλω σε τάξη παραπάνω από δυο τρεις ιδέες.»
Ο Μίσκιν βέβαια περιέγραψε έτσι τα συμπτώματα της επιληψίας από την οποία έπασχε. Μια παθολογική κατάσταση για την οποία δεν έχει καμιά ευθύνη αυτός που υποφέρει και δεν έχει καμιά σχέση με την ηλιθιότητα. Η αποστροφή του Μίσκιν καταγράφεται, όχι γιατί εμείς πάσχουμε από επιληψία, αλλά γιατί τα συμπτώματα της κοινωνικής ηλιθιότητας είναι σχεδόν τα ίδια. Το δικό μας «βύθισμα στην αποβλάκωση» έχει επίσης πάρει παθολογικές διαστάσεις, όμως δεν επιδέχεται φαρμακευτική αγωγή. Η δική μας ηλιθιότητα είναι, στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτέλεσμα μιας αριστοτεχνικής και αδιάκοπης χειραγώγησης και λιγότερο, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητα, συνέπεια προσωπικού εφησυχασμού και ηθελημένης άγνοιας.


Ο «ηλίθιος» του Μουρ ή του Μπογιόπουλου είναι αυτός που αγνοεί την κοινωνική του θέση και τον ιστορικό του προορισμό. Είναι αυτός που συνειδητά ή ασυνείδητα αυταπατάται. Αυτός που θεωρεί τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις ως τυχαία και αναπόφευκτα, ασύνδετα συμβάντα, λίγο-πολύ ως φυσικά φαινόμενα και πιστεύει ότι αδυνατεί να τα καθορίσει ή, ακόμη χειρότερα, αδιαφορεί γι αυτά.
Ο κοινωνιολογικά και ιστορικά «ηλίθιος» δεν έχει μειωμένη εγκεφαλική ουσία. Μπορεί μάλιστα να είναι ιδιοφυής σ’ ένα συγκεκριμένο τομέα. Ιδιαίτερα σήμερα, που η αυστηρή όλο και πιο στενή εξειδίκευση σαρώνει, ιδιοφυείς άνθρωποι σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο, πολιτογραφούνται σωρηδόν στην αυτοκρατορία των ηλίθιων.
Ή όπως το λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Χαριτόπουλος στο Εγχειρίδιο Βλακείας,
«…το χαρτί δεν είναι πιστοποιητικό ευφυΐας. Αν το μυαλό κάποιου φτάνει για να πάρει δίπλωμα οδήγησης, κατά πάσα πιθανότητα φτάνει και για να πάρει ένα δίπλωμα σπουδών. Τα νοητικά απαιτούμενα είναι περίπου ισοδύναμα…
Δεν είναι σπάνιο το ενσταντανέ του Μπούλη να ποζάρει με την τήβεννο του Χάρβαρντ και το πτυχίο ρολό στα χέρια του να μην ξέρει που να το βάλει».


Το βιβλίο Μογιόπουλου μπορεί λοιπόν να δίνει το ερέθισμα, ο λόγος όμως είναι η σημερινή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Ο κυνισμός της δουλικής πολιτικής, η εξουθενωτική πλύση εγκεφάλου, ο προσανατολισμός της δημόσιας εκπαίδευσης στην ακριβοπληρωμένη παραγωγή «χρήσιμων ηλίθιων» και, πάνω απ’ όλα, η εξαθλίωση των πολλών ανθρώπων, δημιουργούν σε όλο και περισσότερο κόσμο την απορία, πώς είναι δυνατό όλα να γίνονται τόσο ξεφωνημένα και απροκάλυπτα και τα θύματα αυτής της φρίκης να μην αντιδρούμε.
Η ανοχή της κοινωνικής πλειοψηφίας μοιάζει να παίρνει διαστάσεις γενικευμένης ύπνωσης, καθολικής αποβλάκωσης.


Βέβαια οι ιστορικοί χρόνοι δεν είναι ημερολογιακοί και ίσως έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι είναι ανιστόρητη και μικροαστική η βιασύνη στην απαίτηση κοινωνικής αντίδρασης. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη διασταλτικότητα του ιστορικού χρόνου και την αποτελεσματικότητα της χειραγώγησης, η απορία για την κοινωνική αδράνεια συνεχίζει να είναι ένα μεγάλο ζητούμενο.
Παρακάτω ακολουθούν ορισμένες κατηγορίες κοινωνικής ηλιθιότητας, με διαφορετική ίσως προέλευση, αλλά κοινή κατάληξη. Σε κάποια από αυτές μπορεί ο καθένας να βρει το προσωπικό του στίγμα. Και για να μη βιαστεί κανείς να προσβληθεί, ας πούμε ξανά ότι, η γράφουσα, έχω κατά καιρούς φιλοξενηθεί σε πάνω από μία κατηγορίες .


ΔΙΑΡΚΗΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΗΛΙΘΙΩΝ

Πάρτε το πιο όμορφο τριαντάφυλλο.
Αν το βάλετε σε διάλυμα χλωρίνης, σε λιγότερο από μια ώρα
ο μίσχος του θα γείρει και τα πέταλα θα μαυρίσουν.
Μόνο τα αγκάθια του θα μείνουν όρθια.


Το διακύβευμα για τον καπιταλισμό είναι μεγάλο. Τα αμύθητα κέρδη και η δύναμη της εξουσίας. Δυο αδιαπραγμάτευτα προνόμια που, όχι μόνο δεν είναι διαθέσιμος να ρισκάρει, αλλά οπλίζεται προκαταβολικά για να τα υπερασπιστεί, με νύχια και με δόντια. Και επειδή ξέρει καλά ότι η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία, έχει οργανώσει ένα πολυδαίδαλο μηχανισμό, επιστημονικής αρτιότητας και μηχανικής τελειότητας που φροντίζει για τη μαζική αποβλάκωση από τα πολύ τρυφερά παιδικά χρόνια ως την ενήλικη πιστοποίηση. Για τα μελαγχολικά γηρατειά, ενώ ξέρει ότι μπορεί να επαφίεται στη βιολογική αδυναμία, και πάλι δεν εφησυχάζει. Κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι ‘η εξέγερση της τρίτης ηλικίας’ είναι μόνο σενάριο επιστημονικής φαντασίας.


Σχολείο, θρησκεία, στρατός, βιοπορισμός, ΜΜΕ και μια ψεύτικη δημοκρατία όλο ανέκδοτα και παραισθήσεις, συγκροτούν το μηχανισμό μεθοδευμένης εξηλιθίωσης.
Το παιδί μαθαίνει, από πολύ μικρό, πώς να υποτάσσεται, να αγελοποιείται, να μαθαίνει πώς να μη μαθαίνει, να αυτοενοχοποιείται, να υπακούει, να καταναλώνει, να αρκείται, να ‘ενημερώνεται για το πρέπον’ και οπωσδήποτε να νοιώθει συμμέτοχος και πρωταγωνιστής σε μια ‘δημοκρατία’ των εν λευκώ αναθέσεων, που του κλείνει το μάτι κάθε τέσσερα χρόνια και όλο το υπόλοιπο διάστημα τον φτύνει στα μούτρα. Από το φοβισμένο δούλο στον πολίτη Γκα-γκα και από το μαστίγιο στον Πρετεντέρη, ο διασταλτικός ιστορικός χρόνος συμπύκνωσε νέες μεθόδους για να διαφυλάξει τα καλά και συμφέροντα.


Λοιπόν, μπορεί να πει κάποιος, να που πρόκειται για έναν αναπόδραστο μηχανισμό.
Δεν είναι όμως έτσι. Τουλάχιστον πάλι η ίδια η ιστορία έχει αποδείξει ότι δεν είναι έτσι. Ότι, αν μέσα στο πιο οχυρωμένο κλουβί το λιοντάρι ψάχνει τρόπο διαφυγής, ο άνθρωπος μπορεί να το τινάξει ολόκληρο. Η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού δε βρίσκεται στην αδυναμία διάλυσής του, αλλά στη «θαλπωρή» που προσφέρει. Η αποδοχή αυτής της θαλπωρής συνιστά την ηλιθιότητα.
Ο ηλίθιος - της καλύτερης εκδοχής - αγανακτεί καφενειακά με την αθλιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ενίοτε επιτίθεται στο δάσκαλο, μαθαίνει εύκολα να πληρώνει γι αυτό που δικαιούται, προτιμά να καταφεύγει στο μεταθανάτιο παράδεισο, αφήνεται να κολακευτεί από τον πολιτικάντη, ανοίγει τ΄αυτιά του μόνο στο δελτίο των 8 και το βρίσκει πιο χρήσιμο να σωπαίνει όταν εντέλλεται. Ο ηλίθιος συρρικνώνεται και φροντίζει να συρρικνώσει και τα παιδιά του, ώστε να περάσουν όλοι μαζί λάθρα βιώσαντες’ αυτή μάταιη ζωή. Εξάλλου του λέει και ο παπάς πως αυτό είναι ψυχοσωτήριο.
Η μηχανή δεν είναι ανίκητη. Ίσως είναι απλά φιλόξενη.


ΗΘΕΛΗΜΕΝΗ ΑΦΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗ ΚΟΥΤΟΠΟΝΗΡΙΑ

Ο φτωχός ονομαζόταν κάποτε προλετάριος στη Δύση και κολασμένος της γης στον τρίτο κόσμο.
Σήμερα έχουν κατά πολύ εκλείψει αυτές οι ορολογίες. Θεωρούνται παλιομοδίτικες και ξύλινες.
Ο φτωχός, στο διάστημα της πλαστικής ευημερίας, διέγραψε ο ίδιος τον εαυτό του από την κοινωνική του τάξη.
Με τηλεόραση πλάσμα στο δυάρι, μπιντέ στην τουαλέτα κι ένα Φίατ με δόσεις, θεώρησε την ταξική πάλη υπόθεση παρωχημένων εποχών.
Τον είπαν μικροαστό κι αισθάνθηκε το μπόι του να ψηλώνει.
Τον είπαν « κοινωνικό εταίρο» στις διαπραγματεύσεις για το πώς θα τον σφάξουν κι αισθάνθηκε ισότιμος με το βιομήχανο «συνομιλητή».
Άφησε να πάνε οι λαθρομετανάστες στη θέση των προλετάριων και ο ίδιος απαρνήθηκε την προέλευσή του. Οι δάσκαλοι ξέχασαν πως ήταν παιδιά αγροτών, οι αγρότες επιδοτήθηκαν για να γίνουν επιχειρηματίες εναλλακτικού τουρισμού και κολακεύτηκαν απ’ αυτό.
Και επειδή η αποποίηση της κληρονομιάς απαιτεί ειδική πράξη, για να νοιώθει όλο και λιγότερο φτωχός, αποφάσισε να ξεμπερδεύει τους λογαριασμούς του με τους άλλους φτωχούς.
Δεν συνδιαλεγόταν πια μαζί τους, αγωνιούσε μόνο να μεταπηδήσει σε άλλη κατηγορία, Έτσι σιγά-σιγά είδε τους ανθρώπους της τάξης του σαν κοινωνικά απόβλητα. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να μεταχειρίζονται τους όμοιους του σαν οικιακά λύματα, φτάνει να μην ήταν ο ίδιος μέσα.
Δεν θα είχε κανένα πρόβλημα αν έστελναν τους φτωχούς σε τροχιά γύρω από τη γη, γιατί όλοι τον διαβεβαίωναν ότι θα τον εξαιρούσαν, λόγω καλής συμπεριφοράς. Κι όσες αποδείξεις καλής συμπεριφοράς χρειαζόταν, τις έδινε και με το παραπάνω. Θεωρητικοποίησε την απεργοσπασία σε ιερό δικαίωμα στη δουλειά, τις επικύψεις στο αφεντικό σε συνεργατική διάθεση, το γλείψιμο του κάθε πολιτικάντη σε κοινωνική δράση.


Η άλλη περίπτωση μικροαστού που δεν προχώρησε στις παραπάνω προωθημένες δράσεις, επέλεξε ταπεινά το cocooning. Την αμερικάνικη μόδα που σάρωσε στις δεκαετίες του ‘70, ’80: «κλείσου και προφυλάξου στο κουκούλι σου».


Αναλφάβητος ιστορικά και κοινωνιολογικά αφού πέρασε από την προηγούμενη κατηγορία της τυποποίησης και απέκτησε το iso του ηλίθιου, κολακεύτηκε με τα ψίχουλα και τις χάντρες που του έδωσε το αφεντικό, σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε σήμερα νοιώθει ότι μπορεί και να μην τα δικαιούται. Ότι, αν βγάλει το μεγάλο σκασμό, μπορεί και να γλιτώσει τις χάντρες. Ότι, αν συνεχίσει να απαρνιέται την τάξη του, μπορεί και να τη σκαπουλάρει.
Σήμερα, τώρα που μιλάμε, βλέπει να έρχεται το τσουνάμι και να παρασύρει ζωές – τα ίδια τα παιδιά του – και ανεβαίνει στην ταράτσα να μαζέψει τη μπουγάδα για να μη βραχεί.
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι.


ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΡΟΣΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΤΥΦΛΑ


Με βαθύ σεβασμό στους αγωνιστές της Αριστεράς, που δραπέτευσαν από το μηχανισμό της χειραγώγησης και με βαρύ κόστος υπερασπίστηκαν και υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και αγωνίζονται για κοινωνική δικαιοσύνη, δεν μπορεί να μείνουν στο απυρόβλητο αυτοί που "δεν ήθελαν να αλλάξει τίποτα. αλλά ήθελαν να προσποιούνται ότι ήθελαν". Αυτοί που εξαγόρασαν τους αγώνες άλλων, που χουχούλιασαν στη ζεστασιά της συστημικής αντιπολίτευσης, και που σήμερα, την ώρα που εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν, αυτοί θεωρούν ότι επιτελούν το χρέος τους απέναντι στην ιστορία με διαπιστώσεις από άμβωνος, αναθέματα και φοβικές περιχαρακώσεις.


Η κατηγορία αυτή απέκτησε το iso του ηλίθιου πιο βασανιστικά από τις προηγούμενες.
Δεν επαναπαύτηκε στη φιλόξενη μηχανή της χειραγώγησης. Άνοιξε ρωγμές και δραπέτευσε σε κάποιο στάδιο πριν την εξαγωγή του τελικού προϊόντος.
Του τελικού προϊόντος. Γιατί κατά τα άλλα η ως ένα σημείο επεξεργασία, την έκανε ευεπίφορη στη χειραγώγηση. Δε μαζοποιήθηκε στον κανόνα αλλά στην εξαίρεση.
Αν το καταφύγιο του ανθρώπου είναι η κοινωνία, του ηλίθιου είναι η συσπείρωσή του σε μια ομάδα με άλλους ηλίθιους.


Όταν η αναγκαία για την κοινωνική δράση συλλογικότητα, παίρνει τα χαρακτηριστικά της αγέλης και το κοινωνικά αναγκαίο υποκαθίσταται από το κομματικά χρήσιμο, ο ηλίθιος επίσης μεταλλάσσεται από απλό βλάκα, σε πονηρό βλάκα. Ένα ανθρωπάκι υστερικά οχυρωμένο στην κομματική γραμμή και την μονοτονία των τσιτάτων, καχύποπτο έως επιθετικό σε όλους όσους τολμούν να αμφισβητούν το άνωθεν παπικό αλάθητο, περιχαρακωμένο σ’ ένα κοινωνικό αυτισμό που δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του.


Η «διαλεκτική» του σκέψη αρνείται επίμονα να δει σήμερα την αναγκαιότητα ενός πλατιού μετώπου για την απαλλαγή από τα νεκρόφιλα αρπακτικά, την ίδια στιγμή που οικειοποιείται την ιστορία των απελευθερωτικών μετώπων, πλαστογραφεί την υπογραφή τους και μονοπωλεί διαστρέφοντας τους στοχασμούς μεγάλων επαναστατών.
Αυτός ο τύπος του ηλίθιου είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, όχι μόνο γιατί δεν είναι πρόθυμος για κανενός είδους αυτοκριτική, όχι μόνο γιατί μεταστρέφει το κοπαδικό σε ιδεολογικό αλλά γιατί, κυρίως, αποθαρρύνει και αναστέλλει την κοινή δράση, και τη συρρικνώνει σε μικροκομματική κλίμακα.



Έχει δίκιο ο Μπογιόπουλος στη διαπίστωση του επιλόγου του πως οι κοινωνικές διεργασίες, πόσο μάλλον οι κοινωνικές εξεγέρσεις, έχουν μια ατέλεια: δεν μπορούν να παρασκευαστούν με όρους τηλεμαγειρικής, ούτε να προβλεφτούν με την ακρίβεια των αστρολογικών προβλέψεων. Η απάντηση στο ερώτημα ‘ρήξη και ανατροπή ή ενσωμάτωση και αναπαραγωγή του συστήματος πρέπει να λάβει υπόψη της τη φενακισμένη συνείδηση, την ανεστραμμένη εικόνα του κόσμου, σε όλα τα επίπεδα.
Ή θα δούμε και θα μιλήσουμε έντιμα για όλων των ειδών τις ηλιθιότητες, μαζί και αυτήν που μας αφορά, ή θα πάμε στην κατηγορία του γελοίου, του ηλίθιου που δεν αποδέχεται την ηλιθιότητά του και προσπαθεί να εντυπωσιάσει με εξυπνακισμούς.


Ο βαρύς χειμώνας που αφήσαμε να σαρώσει τα καλοκαίρια, η έρημος που μας την έδειχναν και αλληθωρίσαμε βλέποντας το δάχτυλο, επελαύνουν με αμείλικτη ορμή.
Δεν έχουμε πια κανένα άλλοθι.


Νίνα Γεωργιάδου

Πηγή: ΑΝΤΙΤΕΤΡΑΔΙΑ της Εκπαίδευσης

Συνέχεια...

Προσαρμογή στην εξαθλίωση;

Posted: by παντιγέρα in
0
Όσο περνούν οι μήνες, τόσο η κρίση μεταλλάσσεται στο συλλογικό μας φαντασιακό. Αρχικά, ήταν μια έκπληξη για την νανουρισμένη με καταναλωτικούς μύθους, ελληνική κοινωνία. Έπειτα, αποτέλεσε ανησυχία, καθώς άρχισε να πλήττει όλο και μεγαλύτερο τμήμα των πολιτών, που αντιλήφθηκε μια καλπάζουσα μείωση του βιοτικού του επιπέδου. Στη συνέχεια, η κρίση έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο, που είναι αυτό της εξαθλίωσης και του θρυμματισμού της κοινωνικής συνοχής. Με τον ψυχολογικό καταναγκασμό να προωθείται συνεχώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, που πιστά στο Νεοφιλελεύθερο δόγμα ρίχνουν τις ευθύνες σε έναν ολόκληρο «τεμπέλη λαό που είχε καλομάθει να ζει με δανεικά και τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσει» (επιχειρήματα που χρησιμοποιούν διάφοροι διάσημοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί) ολόκληρη η χώρα μοιάζει μ’ ένα εργαστήρι κοινωνικών πειραμάτων. Και, όσο περνάει ο καιρός, η πλειοψηφία των συνανθρώπων μας, αντί να αφυπνίζεται, αντί ν’ αμφισβητεί τις καπιταλιστικές αξίες που μετέτρεψαν ολόκληρο τον πλανήτη σε οικονομικό καζίνο, αναζητώντας νέους δρόμους, αρχίζει να προσαρμόζεται, αρχίζει να το συνηθίζει, ενδοβάλλοντας το αίσθημα της αποτυχίας και αποδεχόμενη την κατάσταση ως αναπόφευκτη ή μη αναστρέψιμη (και ανατρέψιμη).

Το παλιό ρητό «όλα μια συνήθεια είναι», τείνει να γίνει μια καθολική παραδοχή σε μια κοινωνία που όταν κοιμάται ονειρεύεται πως αντιδρά και όταν είναι σε «εγρήγορση» είναι παραδομένη άνευ όρων στην μοιρολατρία. Ίσως μια εξήγηση της νοσηρής αυτής εικόνας να είναι ότι τα από πολύ καιρό εν υπνώσει κοινωνικά αντανακλαστικά των περισσότερων δεν κατάφεραν να επανενεργοποιηθούν ταυτόχρονα. Η φτώχεια, ο ολοκληρωτισμός, η στέρηση κάθε ελπίδας, επιβάλλονται σιγά – σιγά, σταδιακά, στα κοινωνικά στρώματα και στις κοινωνικές ομάδες. Ο καθένας ατομικά, όντας μαθημένος εντελώς διαφορετικά, τρέφει μια κρυφή, ανομολόγητη, σχεδόν μεταφυσική ελπίδα πως προσωπικά «τελικά θα την γλιτώσει», πως θα ξυπνήσει από τον εφιάλτη. Άλλοι πάλι, ψάχνοντας για απαντήσεις στα τεράστια αυτά προβλήματα, υιοθετούν εύπεπτα σενάρια που μοιάζουν με ταινία επιστημονικής φαντασίας, πως πίσω απ’ όλα κρύβεται μια κλίκα ανθρώπων, μια υπερεθνική ελίτ που στόχο έχει να διαλύσει τους λαούς και την εθνική τους ταυτότητα ώστε να μπορεί να τους ελέγξει. Έτσι, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, το δράμα των ανέκαθεν εξαθλιωμένων, μεταμορφώνεται σε συλλογικό, καταλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρη την αδικαιολόγητα απροετοίμαστη κοινωνία μας που αποδείχτηκε ανίκανη να δημιουργήσει νέες δομές/αντιδομές και να εξελιχθεί διαφορετικά, ερχόμενη σε ρήξη με τις ήδη δοτές νόρμες. Μια κοινωνία που δείχνει να πιστεύει πως η ενασχόληση με τα κοινά θα ήταν χαμένος χρόνος, πως θα πρέπει να συμφιλιωθούμε με αυτά που το σύστημα μας προτείνει ή να κρεμάσουμε μια χούφτα ανθρώπους στις πλατείες προκειμένου να λυθούν όλα μας τα προβλήματά μας. Ή που ελπίζει (αν δεν εύχεται) ότι ο καπιταλισμός θα ξαναβρεί το «ανθρώπινο» πρόσωπό του, είτε (στη χειρότερη των περιπτώσεων) ότι η Ελλάδα θα μετατραπεί σε μια χώρα όπως το Ιράν (το πρότυπο των ακροδεξιών), η Βόρεια Κορέα ή η ΕΣΣΔ του Στάλιν (το πρότυπο των αριστερών). Πάνω απ’ όλα, αντικρίζουμε μια δυστοπική κοινωνία που είχε πιστέψει μέχρι τα μύχια της ύπαρξής της ότι το να επιδιώκει τη γνώση, την πολιτικοποίηση, την συνειδητοποίηση είναι μια ουτοπία (ατομική, επαγγελματική, κοινωνική).

Η σημερινή εξόφθαλμη πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή, σε όλη της την διάσταση ούτε με τα μάτια ορθάνοιχτα. Τουλάχιστον από τους περισσότερους: Καθημερινά, ο πληθυσμός των ανθρώπων που είτε ήδη ζει στους δρόμους, είτε πλησιάζει σε αυτό το σημείο, αυξάνεται. Ο αριθμός των οικογενειών που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα σίτισης, επίσης. Αντί, όμως, σαν κοινωνία, να αναρωτηθούμε για το αυτονόητο, δηλαδή σχετικά με την ίδια τη φύση του κέρδους και της ιδιοκτησίας (και τους θεσμούς που την προστατεύουν ανάγοντάς την στην υπέρτατη αξία), αντί να μας απασχολεί το πώς θα βρεθεί τρόπος να εξασφαλιστούν τα βασικά για όλους και πώς θα εξαλειφθούν οι αιτίες των ανισοτήτων, από την μια αναλωνόμαστε σε μια υποκριτική φιλανθρωπία – που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική κοινωνική αλληλεγγύη – που συνήθως διοργανώνεται από φορείς όπως η «φιλάνθρωπη» Εκκλησία Α.Ε, από διάφορες αγνώστου προέλευσης οργανώσεις που ξεφυτρώνουν κατά δεκάδες (πολλές εκ των οποίων ανήκουν σε πολιτικούς γνωστών κομμάτων), ή από άλλες «ανθρωπιστικές εταιρείες» (τις αγαπημένες μας εταιρείες που λένε και οι διαφημίσεις…), όπως τηλεοπτικοί σταθμοί (που στηρίζουν φανατικά τα μέτρα εξαθλίωσης) ή οι γνωστές αλυσίδες των σούπερμάρκετ (που παρεμπιπτόντως, αν και διατυμπανίζουν πως κρατούν τις τιμές τους στα επίπεδα π.χ. του 2008, αποφεύγουν να εξηγήσουν γιατί οι τιμές τους είναι υψηλότερες στην Ελλάδα απ’ ότι στο εξωτερικό, ακόμα και όταν πρόκειται για ελληνικά προϊόντα).

Από την άλλη, έχοντας χάσει την ψυχραιμία μας και νιώθοντας αδύναμοι να τα βάλουμε με τον γίγαντα του καπιταλισμού (τόσο αξιακά όσο και στο πρακτικό επίπεδο), δημιουργούμε αόρατους εχθρούς, είτε αρκούμαστε στο να ρίξουμε το μπαλάκι των ευθυνών σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, μειονότητες, άνεργους). Τελικά, όπως όλα δείχνουν, δεν έγινε μόνο η εξαθλίωση συνήθειά μας, αλλά και η κάθε μας συνήθεια (διανοητική και πρακτική) κυριαρχείται από μια άνευ προηγουμένου μορφή εξαθλίωσης, που γιγαντώνει ακόμα περισσότερα τα κοινωνικά αδιέξοδα.

Η αλληλεγγύη στους συμπολίτες μας είναι φυσικά αναγκαία. Αλληλεγγύη, όμως, που δεν σημαίνει «ας δώσουμε ένα ξεροκόμματο στον καημένο το φτωχό», αλλά έμπρακτη αλληλεγγύη για κοινή συνδιαμόρφωση μιας κοινωνίας στην οποία δεν υπάρχουν άστεγοι, πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι. Στην απελπισία αυτών των ανθρώπων, στήνεται σιγά σιγά η ηθική νομιμοποίηση της ανέχειας, η θέαση των αστέγων, των ανέργων, των αναξιοπαθούντων ως κάτι φυσιολογικό. Με τη δημιουργία κέντρων αστέγων, με τα συσσίτια της ελεημοσύνης, οι φτωχοί, ενώ σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν οι εξεγερμένοι, στη δική μας πραγματικότητα θα είναι οι ελεήμονες. Οι εν δυνάμει αλληλέγγυοι θα μεταμορφώνονται σε δικλείδα ασφαλείας, απορροφώντας κάποιους κραδασμούς που θα διατάρασσαν την σταθερότητα του συστήματος, και, οι τελευταίοι έχοντες, θα ζουν με την ψευδαίσθηση (ή θα παριστάνουν) ότι έκαναν το χρέος τους, ως σύγχρονοι πεφωτισμένοι δουλοκτήτες που «είναι πλήρεις συναισθημάτων για τον δικό τους Μπαρπα-Θωμά»…
Μέσα από το διαστρεβλωτικό πρίσμα των ΜΜΕ, αντικρίζουμε τον κόσμο ως στατικό, την υπάρχουσα κατάσταση ως τη μόνη δυνατή, τον αγώνα μας για επιβίωση υπό αυτές τις συνθήκες ως τη μόνη λύση. Είναι όμως έτσι; Είναι τα μόνα δυνατά προτάγματα τα «αντιμνημονιακά»; Θεωρούμε το συλλογικό μας εαυτό, ανίκανο να εξελίξει τον εαυτό του και ό,τι τον περιβάλλει, αλλά μόνο ικανό να επαναδιεκδικήσει (και αυτό ανεπιτυχώς) όσα «κεκτημένα» είχε κερδίσει στο παρελθόν; Θα γίνει ρόδινος ο κόσμος αν απλά «φύγει η τρόικα»; Ή από την άλλη θα επαναστατήσουμε αν απλά «την πέσουμε στους μπάτσους»;

Αν ισχύει ότι: α) αντιμνημονιακοί είναι και πολλοί εθνικιστές, καιροσκόποι, αποτυχημένοι πλην φιλόδοξοι πολιτικάντηδες κλπ. – που πάντως σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούν τους γενεσιουργούς παράγοντες της σημερινής ζοφερής κατάστασης στον πυρήνα τους (π.χ. αντιπροσωπευτική δημοκρατία, οικονομιστική αντίληψη κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, ετερόνομοι – για να μην πούμε απλώς αποχαυνωτικοί… – θεσμοί όπως, εκκλησία, στρατός, αστυνομία κλπ.) και, ότι β) ως αγωνιστές και αντικομφορμιστές αυτοπροσδιορίζονται αρκετοί άνθρωποι που σε καμία περίπτωση δεν θέλουν να συνδυάσουν την «επαναστατική πρακτική» με ένα γνήσιο και μαζικά συνδιαμορφωθέν επαναστατικό όραμα, μάλλον ούτε «την Τρόικα θα καταφέρουμε να διώξουμε», ούτε «τους μπάτσους να δείρουμε» (όπως τους αξίζει είναι η αλήθεια)…, ούτε να σπάσουμε το φόβο θέτοντας τις βάσεις για μια αξιοπρεπή και εν δυνάμει, «μαγική ζωή».Θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. Θα υποταχτούμε στην ιδέα ότι αν και εξαθλιωμένοι θα επιβιώσουμε – ενώ εξεγειρόμενοι θα τα χάσουμε όλα (όμως, αλήθεια, τι άλλο μας απέμεινε να χάσουμε πια;)

eagainst.com

Συνέχεια...

Ευτυχώς τα παιδιά δεν ξεχνούν

Posted: by παντιγέρα in
0


Οι καλοί σου τρόποι δε σου επέτρεπαν να μιλήσεις με γεμάτο το στόμα. Είχες μπουκώσει από τη μάσα και έμεινες μουγγός όταν σκότωσαν τον Μιχάλη. Κολύμπαγες στα σάλια σου, έγλυφες τα κόκαλα της “αλλαγής” και ρούφαγες τον καταπραϋντικό χυλό της μεταπολίτευσης. Δεν άκουσες ποτέ τον πυροβολισμό. Χόρευες καρβελοτσιφτετέλια στα ορθάδικα της “γαλάζιας γενειάς” και ψάρευες κουμπαριές στη Μύκονο. Δε σε ένοιαξε. Εσύ δεν ήσουν αλήτης, δεν ήσουν περιθωριακός. Εσύ ήσουν νέος σοβαρός κομουνιστής, ήσουν περιφρουρητής του κόμματος, ήσουν πρώτος στα μαθήματα – ήσουνα πρώτος στον “αγώνα”, ήσουνα πλέον νόμιμος “επαναστάτης”. Δεν μύρισες ποτέ το αίμα. Φορούσες τόνους ινδικό πατσουλί και πολυλογάδικη θεωρία και μόστραρες τη φάτσα σου στα in κουλτουροποτεία του Κολωνακίου. Δεν είδες τίποτα. Τα μάτια σου είχαν θολώσει από τις αντανακλάσεις της βιτρίνας με τα κουστούμια και τον ζεστό κοπανιστό αέρα εισαγωγής. Δεν κατάλαβες τίποτα. Διάβαζες αθλητικές φιλάδες και σφαζόσουνα στα μπιλιάρδα για μια στημένη φάση. Ονειρευόσουνα να διοριστείς μπάτσος, δάσκαλος, εφοριακός ή έστω να κάνεις ένα “κόλπο”, μια αρπαχτή, μια κομπίνα με επιδότηση, ή να ανοίξεις ένα ιατρείο στα βόρεια προάστια, να χωθείς, να αναμιχθείς, να “γίνεις”, να “πετύχεις”. Δεν είχες παιδιά και εξ άλλου, αν είχες, θα τα μεγάλωνες αλλιώς εσύ, με αξίες, με ιδανικά, με τρόπους. Δεν έδωσες σημασία, η ζωή σου θα κυλούσε μια χαρά, γιατί να να σκάσεις για ένα 15χρονο ταραξία ; Ας καθότανε στα αυγά του είπες. Όχι πως το σκέφτηκες, αλλά έτσι είπαν όλοι οι άλλοι, έτσι είπες και συ, αυτόματα, όπως έκανες τον σταυρό σου από συνήθεια όταν πέρναγες από εκκλησία.

Πάχυνες και χόντρυνες τόσο, που έκανες κυτταρίτιδα στο μυαλό. Δεν ήθελες να μάθεις τίποτα, ούτε τη νύχτα που εκτέλεσαν τον Αλέξανδρο. Ζάπαρες ασύστολα τα “ελεύθερα” κανάλια της, Hi tech επίπεδης, τηλεόρασης σου, να ακούσεις τους δείκτες του χρηματιστηρίου και να καυλώσεις με το μέγεθος των καταθέσεων σου. Δεν θυμήθηκες. Είχες πλέον βηματοδότη στον εγκέφαλο και ταμειακή μηχανή στη καρδιά σου. Μέτραγες μονάχα αριθμούς, θυμόσουν μονάχα στατιστικές και δημοσκοπήσεις. Δεν αναρωτήθηκες για τίποτα. Από τη θαλπωρή του πανάκριβου τετρακίνητου τζίπ, χάζευες το κακόγουστο ολυμπιακό δέντρο μπροστά στο κοινοβούλιο και ένιωθες ασφαλής και προστατευμένος. Ωραίος, Ευρωπαίος, Ελληναράς κουβαρντάς, νοικοκυραίος και προπάντων περήφανος φιλήσυχος οικογενειάρχης. Δεν ανησύχησες για τίποτα. Η μεζονέτα σου ήταν χτισμένη σε γερά θεμέλια, βαμμένη με μονωτικό ξανθό του μεσημεριανάδικου, με χρυσά κάγκελα, πλαστικό γκαζόν και εντοιχισμένα παιδιά. Δεν συνειδητοποίησες πότε μεγάλωσαν τα παιδιά σου. Ο χρόνος ήταν χρήμα και το χρήμα, θηλασμός, νανούρισμα, παιδεία και ανατροφή. Μια ολάκερη ζωή ήσουν σε λαιμαργία νάρκη : “Ο μπαμπάς και η μαμά είναι κουρασμένοι και θέλουν να κοιμηθούν, σκάστε κωλόπαιδα και παίξτε στον καναπέ με το καινούργιο σας play box 360, ένα σκασμό λεφτά μας κόστισε, τι σκατά σας λείπει επιτέλους και γκρινιάζετε συνέχεια ;” Ποτέ δεν κατάλαβες τίποτα. Ροχάλιζες φαρμακωμένος από τα ψυχοφάρμακα και τα τηλεβαρβιτουρικά και ονειρευόσουνα νούμερα. Ήσουν ευτυχισμένος που, από το τίποτα, έγινες μικρό μηδενικό που ονειρεύονταν μεγάλα νούμερα.

Όταν έτσουξε ο καπνός στα μάτια σου, υπέθεσες πως καίγεται κάπου μακριά η χωματερή. Πολύ μακρυά στην υποβαθμισμένη συνοικία, εκεί που καταλήγουν τα πλούσια αποφάγια σου και τα σινιέ αποφόρια σου. Δεν ήξερες καν πως υπάρχουν δακρυγόνα, εξ άλλου είχες ξεχάσει πως έχεις δάκρυα και σε τι ακριβώς χρησιμεύουν. Γιατί να κλάψεις ; Ευημερούσες. Όταν άκουσες τον θόρυβο από τα τζάμια που έσπαζαν, φαντάστικες πως κατεδάφιζαν το γειτονικό χαμόσπιτο, εκεί που μένανε κατά δεκάδες στοιβαγμένοι κάτι μετανάστες, αυτό το άθλιο αυθαίρετο που σου χάλαγε τη θέα. Αυθαίρετο σαν το δικό σου αλλά μίζερο, σου χάλαγε την αισθητική. Ερεθίστηκες στην ιδέα να φτιαχτεί στη θέση του ένα πάρκο, αλλά μετά σκέφτηκες τις ενοχλητικές φωνές των παιδιών που παίζουν στα πάρκα και φαντάστικες πως θα ήταν καλύτερο ένα Mall. Δεν θα άνοιγες ποτέ το παράθυρο σου για να κοιτάξεις έξω, έτσι κι αλλιώς. Ποτέ δε το είχες ανοίξει, είχες αρκετά παράθυρα στο PC σου με θέα στη τσόντα και στο στοίχημα, τι ενδιαφέρον να δεις εκεί έξω ;

Όταν ένιωσες τη ζέστη απ τη φωτιά έτρεξες να περισώσεις τις πιστωτικές σου κάρτες, το κινητό, τα μετρητά και την γραβάτα. Η γραβάτα ήταν το πολυτιμότερο παράσημο σου. Η γραβάτα ήταν η ταυτότητα σου, η γραβάτα … χωρίς αυτήν ήσουν απλά ένα τίποτα, ένα τίποτα χωρίς τα αγαπημένα σου μηδενικά. Αναγκάστηκες να ανοίξεις το παράθυρο, η φωτιά σε ανάγκασε. Τέρμα η ασφάλεια, τέρμα η κλιματιζόμενη, αποστειρωμένη ζωή στο μικρό σπίτι στο λιβάδι. Τέρμα η ησυχία, τέρμα η ευταξία, τέρμα ο ύπνος, τέρμα η αποχαύνωση. Αναγκάστηκες να ανοίξεις το παράθυρο. Αναγκάστηκες να κοιτάξεις έξω. Αναγκάστηκες να αντικρίσεις επιτέλους τα παιδιά σου, γιατί τα είδες να είναι εκεί έξω, να φορούν κουκούλα και να πετούν μολότοφ. Θυμήθηκες πως θυμήθηκες να περισώσεις την γραβάτα, αλλά ξέχασες τα παιδιά σου. Θρήνησες τα ATM των τραπεζών σαν να ήτανε δικές σου, αλλά δε βρήκες λέξη να πεις για τη ζωή ενός παιδιού που θα μπορούσε να είναι το δικό σου. Σιώπησες γιατί ήταν και το δικό σου δάχτυλο μπλεγμένο στη σκανδάλη. Όχι πως είχες ενοχές, τις συνέπειες φοβόσουν. Τι ενοχές να χει το τίποτα που έγινε μηδενικό που ονειρεύεται νούμερα ; Μόνο φόβο μη χάσει την ικανότητα να αθροίζει αριθμούς μπορεί να νιώσει. Να φοβάσαι λοιπόν από δω και πέρα, όχι αόρατους εχθρούς και εισβολείς, όχι προβοκάτορες και ξένες δυνάμεις. Να φοβάσαι τα παιδιά σου, αυτά που δεν σεβάστηκες. Να φοβάσαι, άθλιο νούμερο, πως κάποια μέρα από μηδενικό θα σε κάνουν τίποτα. Να φοβάσαι. Αφού δε σού μεινε άλλο αίσθημα να νιώθεις πάρα μόνο φόβο, γιατί τα υπόλοιπα τα αντάλλαξες σε τιμή θανάτου, να φοβάσαι. Σου αξίζει να φοβάσαι. Μην ελπίζεις πως θα ξεχάσουν. Ευτυχώς τα παιδιά δεν ξεχνούν.

Όσο το δικό σου παρελθόν θα πυροβολεί το μέλλον τους, τόσο για να έχουν μέλλον θα πυρπολούν το παρελθόν σου. Ευτυχώς τα παιδιά δεν ξεχνούν …

Mind the Gap

Συνέχεια...

back to top