Ακόμη τούτο το φθινόπωρο ραγιάδες

Posted: by παντιγέρα in
0
Ακόμη τούτο το φθινόπωρο ραγιάδες, ραγιάδες κι αν δεν αντιδράσουμε δραστικά να γίνει το σεφέρι..., πολύ φοβάμαι ότι ακόμη κι αν το πράξουμε αργότερα θα είναι πολύ αργά.
Αυτή η εκτίμηση προκύπτει και από ένα κείμενο του 1792 με τίτλο «Η εγκαθίδρυση του δεσποτισμού», του μεγάλου γάλλου επαναστάτη Ζαν Πολ Μαρά, που αναφέρεται στην αξιοποίηση των κρίσεων από τους κυρίαρχους και στην καθυστερημένη λαϊκή αντίδραση στα καταστροφικά μέτρα που παίρνουν οι κυβερνώντες για την αντιμετώπισή τους, το οποίο ας μου επιτραπεί να παραθέσω ως έξοχο δείγμα επικαιρότητας κλασικών επαναστατικών κειμένων...
Γράφει λοιπόν ο Μαρά: «Μερικές φορές ο ηγεμόνας, για να επιβουλευτεί την ελευθερία περιμένει τη στιγμή της εκδήλωσης μιας ανησυχητικής κρίσης, που έχει προετοιμάσει ο ίδιος· τότε, με το πρόσχημα της φροντίδας για τη σωτηρία του κράτους προτείνει καταστροφικά μέτρα, που τα καλύπτει με το πέπλο της αναγκαιότητας, του κατεπείγοντος, των περιστάσεων, της κακοδαιμονίας των καιρών. Εγκωμιάζει την αγνότητα των προθέσεών του, εκφωνεί μεγάλα λόγια για την αγάπη του δημοσίου συμφέροντος, διαλαλεί τη μέριμνα της πατρικής του αγάπης. Κι αν δει ότι υπάρχει δισταγμός για να γίνουν δεκτές οι προτάσεις του, βάζει αμέσως τις φωνές: Πώς, δεν θέλετε; Ε, τότε βγείτε μόνοι σας από την άβυσσο! Κανείς δεν έχει τη δύναμη να αντισταθεί, κι ο καθένας αφήνεται στο έλεος των πραγμάτων, παρ' όλο που δεν έχει καμιά αμφιβολία γι' αυτό που κρύβουν τα μέτρα αυτά, όπου κάτω από το όμορφο περίβλημα βρίσκονται τα πιο μοχθηρά σχέδια. Η παγίδα αποκαλύπτεται όταν δεν υπάρχουν πλέον χρονικά περιθώρια για να αποφευχθεί: τότε ο λαός σαν το λιοντάρι που πέφτει μέσα στα δίχτυα κρυμμένα κάτω από τα φυλλώματα, παλεύει για να τα σπάσει και το μόνο που καταφέρνει είναι να μπλέκεται περισσότερο».(1)
Πολύ φοβάμαι ότι μια τέτοια προοπτική δεν είναι καθόλου απίθανη και σήμερα. Αν όπως υπογραμμίζει ο Ρουσό ναι μεν «η βία είναι εκείνη που δημιούργησε τους πρώτους σκλάβους, η δειλία τους όμως (είναι εκείνη) που διαιώνισε τη σκλαβιά»(2), αν όπως έλεγε ο Χιουμ, είμαστε σε τέτοια κατάσταση που έχουμε «εθιστεί τόσο έντονα στην υπακοή και την υποταγή που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναζητούν να πληροφορηθούν περισσότερα για την προέλευση ή την αιτία της, παρά όσο για τις αρχές της βαρύτητας, της αδράνειας ή για τους γενικούς νόμους της φύσης»,(3) αν όπως έγραφε ο Λένιν, έχουμε να κάνουμε με «ευχαριστημένους σκλάβους που απαρνούνται την ιδέα της εξάλειψης της σκλαβιάς»,(4) αν όπως έγραφε σε ένα άλλο κείμενό του ο Μαρά, έχουμε μετατραπεί σε ανθρώπους δειλούς και διεφθαρμένους ...πρόθυμους να ξεπουληθούν, σε ανθρώπους που μπορεί να αναγνωρίσουν τον εαυτόν τους στις σάτιρες του Ιουβενάλη, (5) αν έχουν καταφέρει να μας μετατρέψουν σε ένα λαό «αμαθή, ελαφρύ επιπόλαιο (...) μεγαλωμένο μέσα στο φόβο την υποκρισία, τη δολιότητα, το ψέμα, αναθρεμμένους μεσ' στην ευελιξία, την ίντριγκα, την κολακεία, την τσιγκουνιά, την αισχροκέρδεια», αν όπως γράφει ο αναρχικός Ιταλός Ερίκο Μαλατέστα, δεν αποβάλουμε εκείνα τα «προβατίσια ένστικτα και συνήθειες τα οποία (μας) χάραξαν στο μυαλό ολόκληροι αιώνες σκλαβιάς»,(6) τότε είναι πολύ πιθανόν αντί μιας μαζικής λαϊκής αντίδρασης στα μέτρα κατά της κρίσης να βρεθούμε σε μια κατάσταση σαν κι εκείνη που περιγράφει στο πρώτο κείμενο που παραθέσαμε ο Μαρά.
Σε μας εναπόκειται να αποδείξουμε το αντίθετο.
Και να μην ξεχνάμε ότι, όπως λέει και ο ποιητής, «εγώ κι εσύ και τα εκατομμύρια τιποτένιοι σαν και σένα και σαν εμένα.
Υποκριτές, φιλόδοξοι, μικρόψυχοι, εγωιστές, δειλοί εμείς κρατάμε μες στα ένοχα παράφορα τούτα χέρια τις τύχες του κόσμου. Να το θυμάσαι αυτό».(7)

(1) Από το βιβλίο Οι αλυσίδες της σκλαβιάς, εκδ. έτος 1ο της Δημοκρατίας, 1774, στο Μαρά, Σεν-Ζιστ, Ροβεσπιέρος - Κείμενα, Επιλογή-Μετάφραση-Προλογικά: Μάριος Βερέτας, Σύγχρονη Εποχή, 1989, σελίδα 69.
(2) Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Το κοινωνικό συμβόλαιο, Εκδόσεις Δαρέμα 1957, σελίδα 47.
(3) David Hume, Essai sur le contrat primitive, traduction anonyme du XVIIIeme siecle, Amsterdam, J. Η. Schneider editeur, 1752.
(4) Λένιν, Μαρξισμός και ρεφορμισμός, Απαντα, τόμος 24, σελίδα 2.
(5) Από τον Φίλο του Λαού, Νο 539, 27 Αυγούστου 1791, στο Μαρά, Σεν-Ζιστ, Ροβεσπιέρος - Κείμενα, ό.π., σελίδες 104-105.
(6) Ερίκο Μαλατέστα, Χωρίς εξουσία, Ελεύθερος Τύπος, σελίδα 76.
(7) Τάσος Λειβαδίτης, από τη «Συμφωνία αριθ. 1» 1957. 



Συνέχεια...

Συνέντευξη: Χρόνης Μίσσιος

Posted: by παντιγέρα in
0
Δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα, όμως δεν θα επιτρέψω ούτε σ’ αυτό να με αλλάξει...

Από τους αγνότερους εκπροσώπους μιας γενιάς που οραματίστηκε το θρίαμβο του σοσιαλισμού επί της βαρβαρότητας, ξαπόστειλε θαρραλέα το ωραίο όνειρο όταν αποδείχτηκε εφιάλτης, αφήνοντας τις «κόκκινες» πολιτείες για τις «πράσινες»: H ολιστική οικολογία και τα εναλλακτικά δίκτυα κοινωνικής οργάνωσης είναι, λέει, η μόνη μας βιώσιμη ελπίδα απέναντι στον «χρηματιστηριακό ιμπεριαλισμό» που σαρώνει τον πλανήτη. Και, πάνω απ’ όλα, ο έρωτας – «πολιτισμό και προϋπόθεση ελευθερίας» τον χαρακτηρίζει, κι αν τον ακούσεις να μιλά γι’ αυτόν μαγεύεσαι...
 
Εμφύλιος, φυλακές, βασανιστήρια, αγώνες, διώξεις, εξορίες... Μια ζωή σαν παραμύθι, κι όμως, εντελώς πραγματική, αποτυπωμένη σε κάθε ρυτίδα του προσώπου αυτού του λεβεντάνθρωπου. Σήμερα, στα ογδόντα τόσα χρόνια του, ο συγγραφέας τού «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» παραμένει μαχητής («Δεν άλλαξα το σύστημα, αλλά ούτε εκείνο θα με αλλάξει»), εξακολουθεί να γράφει, αν και αναρωτιέται πού να τοποθετήσει τους ήρωές του «αφού θα κινδυνεύουν διαρκώς με σύλληψη, ξύλο ή απέλαση!», και μένει σε ένα νοικοκυρεμένο αγρόκτημα στο Μικροχώρι Καπανδριτίου απ’ όπου δίνει, λέει, «την ύστατη μάχη της ζωής του». Δεν κατεβαίνει Αθήνα, δεν έχει καν Internet –κι όμως, στη σελίδα που του έφτιαξαν στο facebook «μετρά» πολυάριθμους «φίλους»!– και μοιράζεται τις μέρες του με τη Ρηνιώ, τα βιβλία, τα δέντρα και τα δυο σκυλιά του: η καλύτερη πατρίδα για έναν αληθινό «σύντροφο».
 
Το 2010 βρήκε μια Ελλάδα χρεοκοπημένη, στο έλεος της Κομισιόν, του ΔΝΤ και των διεθνών αγορών. Περιμένατε, αλήθεια, μια τέτοια εξέλιξη;
Όχι, βέβαια. Το ίδιο, νομίζω, ισχύει και για τον μέσο Έλληνα. Η κοινωνία όλη έπαθε εγκεφαλικό... Στην εποχή, βλέπετε, του καταιγισμού της πληροφορίας ο πολίτης παραμένει τραγικά απληροφόρητος. Και… καλά αυτός, οι τύποι που ορκίστηκαν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της χώρας και του λαού της τι διάολο κάνανε τόσα χρόνια; Ή είναι παντελώς ανίκανοι ή πράκτορες ξένων συμφερόντων. Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα - κυβέρνηση, κόμματα συνδικάτα...

Δεν φέρει, όμως, κι ο μέσος Έλληνας μια κάποια ευθύνη;
Φυσικά, στο βαθμό που ανέχτηκε κι εκμεταλλεύτηκε κάποιες καταστάσεις. Αλλά, καθώς είπα, υπήρξε και απληροφόρητος. Χάρη στην κρίση αντιληφθήκαμε επιτέλους ότι περάσαμε στο χρηματιστηριακό στάδιο του καπιταλισμού. Βρισκόμαστε μπροστά σε πολλές δικτατορίες. Ένας χρηματιστηριακός ιμπεριαλισμός σαρώνει τον πλανήτη. Και δεν παράγει πλούτο (παρά μόνο για τους λίγους), παράγει όμως «φούσκες». Η τοκογλυφία καθορίζει τη μοίρα λαών, αλλάζει κυβερνήσεις, κλέβει πόρους.

Ακούγεστε απαισιόδοξος.
Είμαι, διότι βλέπω, δυστυχώς, να τρεμοσβήνει η σπίθα που μεταμορφώνει τον άνθρωπο από σκλάβο σε επαναστάτη, από οπαδό σε πολίτη. Στην εποχή μου η εξουσία ασκούσε βία στο κορμί μας. Σήμερα κάνει «λοβοτομή», μας καθιστά άβουλα αντικείμενα παραγωγής και κατανάλωσης προϊόντων. Την οποία κατανάλωση βεβαίως προωθεί η διαφήμιση, ένα καρκίνωμα που καβαλά σε κάθε δημιουργία τσαλαπατώντας την ανθρώπινη σκέψη. Ένα παρασιτικό, χυδαίο φαινόμενο, που ουδείς ενοχλείται γιατί κρατά απ’ το λαιμό τα ΜΜΕ.

Δηλαδή, δεν υπάρχει ελπίδα;
Καμιά χώρα σήμερα δεν μπορεί να ονειρεύεται ένα ελεύθερο μέλλον. Πώς να πείσεις την Τουρκία, π.χ., να μη χτίσει πυρηνικά εργοστάσια που σε περίπτωση ατυχήματος θα κάνουν όλους τους γείτονές της «ραδιενεργούς»; Και μην ακούτε τα περί ασφαλούς πυρηνικής ενέργειας, κολοκύθια στο πάτερο είναι! Ή πώς να πείσεις την BP να μην κάνει γεωτρήσεις στον Κόλπο του Μεξικού, όταν το μόνο που τη νοιάζει είναι πόσα σεντς θα κοστίσει την ώρα η αποκατάσταση της τεράστιας διαρροής; Η κοινωνία, βεβαίως, μεταβάλλεται – και μέσα στην κρίση η σπίθα που λέγαμε μπορεί να γίνει φλόγα, ανεβάζοντας το λαό στο επίπεδο της ιστορικής του συνείδησης. Έτσι, ναι, ίσως υπάρξει ελπίδα. Από πεφωτισμένους ηγέτες και σωτήρες χορτάσαμε!

Τι να κάνουμε με το χρέος της χώρας, να το πληρώσουμε ή όχι;
Δεν ξέρω, δεν είμαι οικονομολόγος. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, χρειάζεται να αλλάξουμε. Να αποσυμφορήσουμε την Αθήνα, να τονώσουμε την επαρχία, να ξαναβρούμε τις αξίες τού ευ ζην, να στραφούμε σε άλλες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Ήδη ακούω για πρωτοβουλίες νέων αγροτών στη Θεσσαλία και αλλού, που έχουν καταργήσει το χρήμα κι ανταλλάζουν προϊόντα και υπηρεσίες.

«Η αστική δημοκρατία είναι ένας σκελετός» είχατε πει. Υπάρχει, όμως, αξιόπιστη εναλλακτική;
Κοιτάξτε, το σύστημα δεν ανατρέπεται συνολικά. Σπάει, όμως, σε μικρά κομμάτια κι έτσι μπορεί να το ελέγξουμε. Το πρόβλημα δεν είναι να κατακτήσουμε πολλές μικρές ελευθερίες, όπως έλεγε ο Μαρκούζε, αλλά να ανατρέψουμε κατ’ αρχήν το κομμάτι του συστήματος που έχουμε εσωτερικεύσει. Μόνη διέξοδος είναι η ολιστική οικολογική σκέψη, φιλοσοφία, συμπεριφορά. Η πραγματική οικολογία καταργεί την εξουσία, προωθεί την άμεση δημοκρατία, την αποκέντρωση, τις μικρές αλληλέγγυες κοινότητες, την εναλλακτική τεχνολογία.

Με τους έλληνες Πράσινους έχετε επαφές;
Είχα, αλλά διαφωνούμε – γιατί η οικολογία, πιστεύω, αξίζει μόνον ως αυθόρμητο κίνημα, διαφορετικά ενσωματώνεται στο σύστημα. Καλός ο ακτιβισμός, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται να γίνει τρόπος σκέψης και ζωής του καθενός. Και, κατ’ αρχήν, οικολογία και ανθρωποκεντρισμός δεν συμβιβάζονται.

Η Αριστερά;
Δεν ξέρω τι σημαίνει πια Αριστερά. Οι ταμπέλες; Τα λάβαρα; Η Αριστερά που γνώρισα πάλευε με τον πολιτισμό και, όταν χρειάστηκε, με το τουφέκι. Πάλευε, έστω, με τα λάθη της. Σήμερα, όμως, δεν παράγει τίποτε. Στον Συνασπισμό τριάντα χρόνια τώρα σκοτώνονται – ξεφτίλα. Στο ΚΚΕ βγαίνει η Αλέκα και μιλά λες και διαβάζει έκθεση της β’ λυκείου...

Έχουμε, όμως, ακόμα «αντάρτικο» – πόλεων...
Το «αντάρτικο» αυτό, η τρομοκρατία που λέμε, πιθανόν να χρησιμοποιείται από κάποιους κύκλους, πιθανόν να είναι απλώς κάποια τρελόπαιδα – δεν εννοώ, βέβαια, τους δολοφόνους. Αλλά δεν είμαστε στον 19ο αιώνα. Αν είστε μάγκες, αντί να σπάτε βιτρίνες και να βάζετε γκαζάκια, κατακτήστε την τεχνολογία, σπάστε τους κωδικούς των τραπεζών και μοιράστε τα λεφτά στον κόσμο.

Είπατε κάποτε «ευτυχώς που δεν νικήσαμε», αναφερόμενος στον Εμφύλιο.
Ναι, γιατί αλλιώς θα ήμασταν πολλές δεκαετίες πίσω – και όσοι σκεφτόμαστε διαφορετικά θα βλέπαμε τα ραδίκια ανάποδα! Θυμάμαι τους καθοδηγητές… καθίκια σκέτα. Αυτοί υπουργοί; Θεός φυλάξοι!

«Ο έρωτας είναι το πιο προσωπικό καταφύγιο του ανθρώπου, η πιο απελευθερωτική του διαδικασία» έχετε πει. Θα μας έσωζε, πιστεύετε, ο έρωτας;
Στα χρόνια της χολέρας πού να τον βρεις τον έρωτα! Σεξ βρίσκεις άφθονο, πορνό επίσης, έρωτα όμως... Ο άνθρωπος γίνεται μονοσήμαντος, αποσυναισθηματοποιείται, αποξηραίνεται εσωτερικά από το άγχος μιας βάρβαρης, ανήθικης πραγματικότητας. Το σύστημα καθαγιάζει τη βία και τον πόλεμο και ενοχοποιεί τον έρωτα, τη φωτιά της ζωής… έγραφε ο Μπορίς Βιάν. Είναι, βλέπεις, αντιπαραγωγικός και δυνάμει ανατρεπτικός. Η σεξουαλική απελευθέρωση κατάντησε ένα καταναλωτικό αλισβερίσι, το σεξ έγινε εμπόρευμα, όπως και η αμφισβήτηση – δες τον Τσε...

Ελάχιστοι παλιοί αριστεροί ύμνησαν τον έρωτα όπως εσείς. Είχατε «τολμήσει» να μιλήσετε ακόμα και στο περιοδικό «Κράξιμο» της τραβεστί Πάολας...
Ναι, υπήρξαν εποχές που η Αριστερά υπήρξε συντηρητική, σεμνότυφη. Εγώ δεν έγινα κομπλεξικός, γιατί από μικρό με αγαπούσαν οι γυναίκες! Με τη Ρηνιώ είμαστε μαζί 47 χρόνια κι ακόμα αγαπιόμαστε. Ούτε χαλιόμουνα ποτέ με το πώς τη βρίσκει ο καθένας, ο έρωτας είναι παντού και πάντα ίδιος. Ο ερωτευμένος ανθίζει, μεταβάλλεται, ο έρωτας είναι πολιτισμός και προϋπόθεση ελευθερίας, θέλει όμως χώρο σε μυαλό και ψυχή για να υπάρξει.

Τι σας κράτησε, αλήθεια, ζωντανό τα χρόνια της φυλακής;
Η πεποίθηση ότι συμμετείχα σε ένα παγκόσμιο όνειρο. Νομίζαμε πως πλάθαμε ιστορία. Ήμασταν πλούσιοι σε ψευδαισθήσεις, βλέπαμε ακόμα και τους βασανιστές με επιείκεια. Αυτή η ιδεολογία ως άρωμα ενός νέου κόσμου με κράτησε άνθρωπο. Δίχως κακία, δίχως μίσος, αλλά με κάποια σοφία, που ωστόσο μοιάζει άχρηστη πλέον... Γι’ αυτό και απελπίζομαι βλέποντας σημερινά παιδιά να αντιγράφουν πολιτικά τη γενιά μου – μα τίποτα καινούργιο δεν υπάρχει;

Δορυφόροι-κατάσκοποι, συστήματα παρακολούθησης, κάμερες παντού... Βαδίζουμε, λέτε, σε μια κοινωνία οργουελιανή;
Μα έχουμε ξεπεράσει ήδη τον Όργουελ. Ο Χάξλεϊ ακούγεται πιο προχωρημένος, γιατί στη δική του δυστοπία τα βιβλία δεν καίγονται – απλώς δεν ενδιαφέρουν πια τους ανθρώπους.

Με την επίσημη πολιτική δεν ασχολείστε πια;
Όχι, αλλά μήτε έχω αποσυρθεί, όπως με αγένεια μου είπαν κάποτε. Δίνω πλέον την ύστατη μάχη μου. Δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα, όμως δεν θα επιτρέψω ούτε σ’ αυτό να με αλλάξει. Με ρωτούν άλλοτε πώς αντέχω τη μοναξιά εδώ στο χωριό. Θρασύτατη ερώτηση – η πραγματική μοναξιά είναι στις πόλεις! Έχω τη Ρηνιώ, τους φίλους, τα σκυλιά μου, τα δέντρα και μια κόλλα χαρτί που μπορεί να σε ανοίξει σε περιπέτειες που δεν φαντάζεσαι...

*Συνέντευξη στον Θοδωρή Αντωνόπουλο απο το περιοδικό "Υποβρύχιο".

Συνέχεια...

Περί εκλογικής αποχής

Posted: by παντιγέρα in
0
Η αποχή από τις εκλογές δεν είναι μια συναισθηματική αντίδραση ή "απάθεια", αλλά μια συνειδητή επιλογή με λογική βάση. Η άρνηση της αντιπροσώπευσης είναι η αμφισβήτηση της κρατικής κυριαρχίας και η αποχή από τις εκλογές η έμπρακτη άρνησή της. Με λίγα λόγια δε θέλουμε ένα κόσμο χωρισμένο σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Το ζήτημα της ιεραρχίας είναι πάνω απ’ όλα ηθικό.
Όλα ξεκινούν από το ερώτημα κατά πόσο συμμετέχουμε όλοι στις αποφάσεις. Και με ποιο τρόπο; Μέσω των αντιπροσώπων; Το πρόβλημα δεν είναι η εκλογή κάποιου για να κάνει κάτι για κάποια ομάδα ανθρώπων. Το πρόβλημα είναι η απόλυτη εξουσία του εκλεγμένου.
Τι εννoούμε: Σε μια ελευθεριακή οργάνωση της κοινωνικής ζωής, οι αποφάσεις θα παίρνονται μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και οι επιμέρους ομάδες στα ευρύτερα σχήματα θα εκφράζονται μέσω εκπροσώπων. Ο εκπρόσωπος είναι ο εκφραστής του συνόλου το οποίο εκπροσωπεί. Είναι ορισμένος για μια συγκεκριμένη αποστολή και μετά απ’ αυτήν ανακαλείται, σε αντίθεση με τον αντιπρόσωπο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ο οποίος δεν θα ανακληθεί παρά σε 5 χρόνια (περίπου). Ο εκπρόσωπος επίσης δεν έχει δικαίωμα απόφασης και αυτή είναι η σημαντικότερη διαφορά του από τον αντιπρόσωπο ο οποίος αποφασίζει για μας και μάλιστα “εν λευκώ”. Ο δεύτερος έχει απόλυτη εξουσία έναντι του συνόλου από το οποίο έχει εκλεγεί. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η διαφορά μεταξύ εκπροσώπου και αντιπροσώπου, η διαφορά μεταξύ άμεσης και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ή ακόμα καλύτερα μεταξύ δημοκρατίας και κρατικής εξουσίας...
Οι εκλογές δεν είναι παρά ένα μέσο για να σερβίρεται καλύτερα το παραμύθι της δημοκρατίας, το παραμύθι της λαϊκής κυριαρχίας και της άμεσης συμμετοχής στις αποφάσεις. Όλα συγκαλύπτονται πίσω από αόριστες εκφράσεις και γενικολογίες. Η κοινωνία αναθέτει την εξουσία σε μια μειοψηφία και ορίζει αρμόδιους για την επίλυση των προβλημάτων της.
Ακόμα όμως κι αν παρακάμψουμε το ηθικό ζήτημα του κοινοβουλευτισμού, ακόμα κι αν συναινέσουμε σε μια αστική δημοκρατία, οι αντιπρόσωποι που ο καθένας μπορεί να ψηφίζει στο εκλογικό κέντρο ποιους αντιπροσωπεύουν? Για την Ε.Ε. και την λεγόμενη «οικονομική ανάπτυξή» εις βάρος πάντα των απλών ανθρώπων. Τις τεράστιες επιχειρήσεις που αναπτύσσονται ενώ μικρομαγαζάτορες ή άλλοι ιδιώτες εξαφανίζονται. Την παιδεία που απ’ το δημοτικό μέχρι το πανεπιστήμιο, προσαρμόζεται στα μέτρα των επιχειρήσεων. Την αστυνομοκρατία, τον έλεγχο και την επιτήρηση. Την ιδιωτικοποίηση... Ο κατάλογος δεν τελειώνει...
Ποιανού επιλογή είναι λοιπόν? Ποιος κυβερνάει?
Χρειάζεται να αντιτάξουμε μια άλλη αντίληψη της πολιτικής, καθολικά αντίθετης προς τα κόμματα και τον κοινοβουλευτισμό. Μιας πολιτικής που θ’ αποτελεί μια αδιάκοπη διαδικασία ριζοσπαστικού μετασχηματισμού, που έχει ως στέρεο σημείο εκκίνησης «αυτό που μπορεί ν’ αλλάξει στις παρούσες συνθήκες για να κατορθώσει αυτό που πρέπει να είναι μια ορθολογική κοινωνία». Μιας πολιτικής που θα μετατρέψει αυτό που σήμερα λέγεται σώμα ψηφοφόρων ή φορολογούμενων υπηκόων σε ενεργούς κι ελεύθερους ανθρώπους. Μιας πολιτικής που θ’ αναδημιουργήσει τις πρόσωπο με πρόσωπο σχέσεις δημιουργώντας αμεσοδημοκρατικές δομές σε τοπικό επίπεδο. Μια τέτοια αναπτυσσόμενη πολιτική ανασύστασης τοπικών κοινοτικών δομών, συνδεόμενων μεταξύ τους με συνομοσπονδιακό τρόπο, θα μπορέσει κάποια στιγμή ν’ αντιπαρατεθεί στον συγκεντρωτισμό του κράτους ή των υπέρ-κρατικών μηχανισμών. Σ’ επίπεδο δήμου, τέτοιες κοινοτικές δομές (συνελεύσεις γειτονιάς, αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι, κλπ) μπορούν ν’ ασκήσουν αρκετά αποτελεσματικές πιέσεις στις τοπικές αρχές και ν’ αποκτήσουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων.
Επίσης, χρειάζεται μια άλλη αντίληψη της έννοιας αλλά και της λειτουργίας της οικονομίας, αντίθετης προς την καπιταλιστική. Μιας οικονομίας που δε θα καθορίζεται από το καθεστώς της μισθωτής εργασίας και την επιδίωξη για διαρκώς αυξανόμενο κέρδος για λίγους αλλά από τις ανθρώπινες ανάγκες και θα περιορίζεται από τους ζωτικούς γνώμονες. Αυτό σημαίνει, όπως αναφέρει και ο Λούις Μάμφορντ μια γενική μετάβαση από την οικονομία χρήματος (την οικονομία της αγοράς) σε μια οικονομία ζωής. Μια τέτοια οικονομία ζωής μπορεί να υλοποιείται όχι μέσω προγραμμάτων που θ’ αποσκοπούν να μαζευτεί το χρήμα στην τσέπη ορισμένων με τη – φτηνή, προσωρινή, μαύρη ή προσωρινή- δουλειά των πολλών, αλλά μέσω κοινοτικοποιημένων οικονομικών συστημάτων που θα στοχεύουν στη διασφάλιση μιας αξιοπρεπούς ποιότητας ζωής σε όλους και που παράλληλα μπορούν ν’ αντισταθμίσουν την αυξανόμενη εξουσία του συγκεντρωτικού κράτους και των συγκεντρωτικών οικονομικών επιχειρήσεων.
Αυτή η αντιπρόταση απέναντι στο «μονόδρομο» της καπιταλιστικής βαρβαρότητας δεν αποτελεί μια ανέφικτη στο σήμερα «ουτοπία». Τα τελευταία μάλιστα χρόνια, μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης, όπως λαϊκές συνελεύσεις στις πλατείες, η διαχείριση εργοστασίων, ή μικρότερων παραγωγικών μονάδων από τους ίδιους τους εργαζόμενους και η δημιουργία πλήθους άλλων κοινοτικών οικονομικών προγραμμάτων, έχουν κατακλύσει πολλές χώρες του κόσμου, ιδίως της Ν. Αμερικής. Στην Αργεντινή για παράδειγμα, μετά την οικονομική κατάρρευση που συντελέστηκε πριν από περίπου οκτώ χρόνια, οι κοινοτικές αυτές δομές πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης έχουν γυρίσει την πλάτη τους στην εξουσία και σε μεγάλα και μικρά κόμματα. Αυθόρμητες συνελεύσεις ξεπήδησαν σε όλη τη χώρα και είναι ανοιχτές σε όλους (στις περισσότερες αποκλείονται κομματικά στελέχη και μμε). Οι συνελεύσεις ασχολούνται με διάφορα τοπικά ζητήματα ή προβλήματα όπως: διαχείριση διάφορων εγχειρημάτων με κοινοτικό έλεγχο (αρτοποιεία, καλλιέργειες, εργοστάσια, νοσοκομεία κλπ), ανταλλαγή προϊόντων και εργασίας με δημιουργία δικού τους ανταλλακτικού νομίσματος, εναλλακτική ενημέρωση κ.α. Για τους περισσότερους είναι η πρώτη φορά που συμμετέχουν σε οποιαδήποτε μορφή κινητοποίησης σε επίπεδο βάσης κι όχι ιεραρχίας στη ζωή τους. Εκεί συνειδητοποιούν ότι οι προσωπικοί καθημερινοί τους αγώνες συνδέονται με τα προβλήματά των διπλανών τους και ότι οι ρίζες των προβλημάτων είναι κοινές. Εκεί οι άνθρωποι συζητούν για την αυτοδιαχείριση, κατανοούν τον κοινωνικό αναρχισμό και τον εφαρμόζουν στη γειτονιά τους.. Παρόμοια παραδείγματα είναι οι Ζαπατίστας, κινήματα σε Ευρώπη και ΗΠΑ, και άλλα παλιότερα ιστορικά γεγονότα όπως η κοινωνική επανάσταση σε Ισπανία 36’, Γαλλικός Μάης 68’ κ.α
Τη δημιουργία συγκεκριμένων κοινοτικών δομών που θ αποδίδουν το πραγματικό περιεχόμενο σε λέξεις, όπως είναι π.χ. η πολιτική "(...) Αυτό που μέχρι τώρα ονομάζεται πολιτική, υπήρξε σχεδόν πάντοτε ένα μίγμα, στο οποίο εδέσποσε η πλευρά της χειραγώγησης, ο χειρισμός δηλαδή των ανθρώπων ως αντικειμένων, με βάση τις ως γνωστές υποτιθέμενες ιδιότητες και αντιδράσεις τους. Αυτό που εμείς ονομάζουμε επαναστατική πολιτική, είναι μια πράξη που τάσσει ως αντικείμενο στον εαυτό της την οργάνωση και τον προσανατολισμό της κοινωνίας, με σκοπό την αυτονομία όλων...(...)Δημοκρατία σημαίνει κυριαρχία του δήμου, του λαού και είμαι κυρίαρχος σημαίνει είμαι τέτοιος επί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο(...) "(Κ. Καστοριάδης). Την οικονομία "(...)Κάθε βήμα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ελευθερίας, κάθε νίκη ενάντια στον καπιταλισμό, θα είναι συγχρόνως ένα βήμα προς την πολιτική ελευθερία, προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης από τον κρατικό ζυγό, μέσω της ελεύθερης συμφωνίας, εδαφικής, επαγγελματικής και λειτουργικής. Και κάθε βήμα προς την κατεύθυνση της αφαίρεσης από το κράτος οποιασδήποτε εξουσίας και αρμοδιότητας του, θα βοηθήσει τις μάζες να κερδίσουν μια ακόμα νίκη επί του καπιταλισμού. ” (Π. Κροπότκιν). Την οικολογία "(…) τα οικολογικά μας προβλήματα προέρχονται από βαθύτατα κοινωνικά προβλήματα ( ...).Το ανταγωνιστικό «πνεύμα» της φιλελεύθερης αγοράς, η ελεύθερη οικονομία, ο καταναλωτισμός, το περιβόητο "grow or die" των σύγχρονων επιχειρήσεων, ο απόηχος του μύθου της προόδου (που μετέτρεψε το βακωνικό όραμα της επιβολής του ανθρώπου στη φύση, στον εφιάλτη της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο και παράλληλα στην αλόγιστη οικολογική καταστροφή), δεν είναι τίποτε άλλο, από έκφραση της υπολανθάνουσας νοοτροπίας της κυριαρχίας…" (M. Μπούκτσιν).
Αν υπάρξουν μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης και αντίστασης, οι λέξεις αυτές, σε συνδυασμό με πολλές ακόμα άλλες δεν θα υπόκεινται αυτή την ωμή αλλοίωση του ετυμολογικού αλλά και αρχικού τους νοήματος στα λόγια του εκάστοτε κομματικού παράγοντα στον τηλεοπτικό αγώνα, που όλες αυτές τις μέρες διεξάγεται αμείωτος.
Η ανάπτυξη μιας τέτοιας συνολικής ριζοσπαστικής πολιτικής, η διεύρυνση της αυτονομίας της κοινωνίας απέναντι στις επιταγές της παγκόσμιας αυτοκρατορίας της αστικής δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς αλλά και του τοπικού κεφαλαίου, έχει μονάχα ένα δρόμο να διαβεί: αυτόν της καθολικής ρήξης με την εκλογική κοροϊδία, αυτόν της ολοκληρωτικής σύγκρουσης με τον κοινοβουλευτισμό.
Καταμετρώντας ως πραγματική συμμετοχή τον πολιτικό ακτιβισμό, την καθημερινή δράση των ανθρώπων στους δρόμους και τους χώρους λαϊκής αυτοοργάνωσης και όχι το σταύρωμα κάποιων υποψηφίων σ’ ένα χαρτί, κρίνουμε πως η συμμετοχή μας στην εκλογική πανήγυρη έχει νόημα μόνο γι’ αυτούς που κυβερνούν ή θέλουν να μας κυβερνήσουν.

Αψηφίστε τους!!!


Συνέχεια...

Patriotism Crisis: a love story

Posted: by παντιγέρα in
0
γιατί αν υπάρχει σήμερα μια κρίση αυτή βρίσκεται σίγουρα στη μνήμη

Στις 8 Φεβρουαρίου ανακοίνωσε ο έλληνας πρωθυπουργός «Πατριωτισμός σήμερα, σημαίνει να βάλουμε όλοι πλάτη για να βγούμε από την κρίση που απειλεί τη χώρα μας». Κάθε φορά που ακούγαμε για κρίση κάτι βρωμούσε στην υπόθεση. Κάθε τρεις και λίγο, εδώ και πόσες δεκαετίες ακούμε για αυτή την κρίση. Έπειτα: νέα μέτρα, «μέτρα λιτότητας» έλεγαν στα media και από κοντά και οι αντιδράσεις από τους εργατοπατέρες. «Ο κόσμος δεν έχει λεφτά». Απεργίες, διαδηλώσεις, αντιπαραθέσεις στα media. Τελικά περνούσαν τα «νέα» μέτρα ή περνούσαν αργότερα σε πιο light μορφή. Κάθε φορά που ανεβαίνουν στην κυβέρνηση οι «σοσιαλδημοκράτες» η διαχείριση μάλιστα είναι πιο εύκολη: αυτοί ξέρουν τα κόλπα, τα συνδικαλιστικά, τα της ελεγχόμενης διαμαρτυρίας, τα της συσπείρωσης για «τον τόπο»[1]. Έτσι, ήταν σίγουρο πως θα μπούμε πάλι σε μια «κρίση». Αυτή η κρίση έχει ένα παλιό και ένα καινούργιο στοιχείο. Το καινούργιο είναι πως το λένε όλοι πως είμαστε σε κρίση («όλοι» είναι αυτοί που έχουν ένα κάποιο κύρος και εσωτερικά: η Γερμανία, η Ε.Ε., το Δ.Ν.Τ.). Το παλιό στοιχείο είναι ότι η κρίση αποτελεί ένα μηχανισμό εκφοβισμού του πλήθους, ένας τρόπος να συσπειρώσεις το πόπολο γύρω από μια εθνική προσπάθεια που χρειάζεται θυσίες από όλους και όλες, ανεξαρτήτως κοινωνικής-ταξικής θέσης, κομματικών ταμπελών και άλλων τέτοιων πραγμάτων. Όπως και στην περίπτωση κάθε κρίσης, κι αυτή η κρίση καταφέρνει το εξής: κάνει το Έθνος αόρατο… Κατά τη γνώμη μας, αυτή δεν είναι μια καινούργια κατάσταση. Πολλές φορές στο άμεσο ή απώτερο παρελθόν έγινε προσπάθεια μείωσης των μισθών – κάτι που με όρους μιας παραδοσιακής κριτικής πολιτικής οικονομίας θα λεγόταν «προσπάθεια διαπραγμάτευσης μιας ευνοϊκότερης για το κεφάλαιο αναδιάρθρωσης του ταξικού ανταγωνισμού». Τώρα, όμως, γιατί τόσος «πατριωτισμός» στο προσκήνιο; Γιατί τόση κινδυνολογία; Ο πρωθυπουργός έδωσε πράσινο φως στην Ε.Υ.Π. λένε (μυστικές υπηρεσίες) να ερευνήσουν το ποιοι (μπορεί να) είναι οι κερδοσκόποι. Με αυτή την απλή κίνηση υπονόησε το ότι οι κερδοσκόποι – σαν υφαντές μιας ξενόφερτης συνωμοσίας – έρχονται «απ’ έξω».



Δείγμα ενδεικτικό της εθνικιστικής πρόσληψης της κρίσης είναι και ο όψιμος αντι-γερμανισμός που προέκυψε το τελευταίο τρίμηνο από πλευράς ελληνικών ΜΜΕ και πολιτικών, σε αγαστή φυσικά συνεργασία με τα οφέλη του κράτους. Στα τέλη Φεβρουαρίου ο πρόεδρος της ελληνικής Βουλής, εκπροσωπώντας την πλειοψηφία των εδώ βουλευτών, κάλεσε τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα να δώσει εξηγήσεις για τα δημοσιεύματα της εφημερίδας Bild και του περιοδικού Stern, καθώς και το εξώφυλλο του περιοδικού focus με την Αφροδίτη της Μήλου να κάνει κωλοδάχτυλα κάτω από τη λεζάντα «απατεώνες στην ευρω-οικογένεια». Η «επιθετικότητα» κάποιων γερμανικών ΜΜΕ παραλληλίστηκε με την επιθετικότητα των… Ναζί και έτσι επινοήθηκε ως εχθρός το «Δ’ (οικονομικό) γερμανικό Ράϊχ». Όταν πια στη Γερμανία εμφανίστηκαν δηλώσεις βουλευτών που παρότρυναν το ελληνικό κράτος να πουλήσει κάποια νησιά του ή την Ακρόπολη για να βρει χρήματα να ξεπληρώσει το χρέος του, ήταν η εδώ αριστερά (τα κόμματα του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ) που ανέλαβε την αντεπίθεση επαναφέροντας στη Βουλή το θέμα των αποζημιώσεων της ελλάδας από τη γερμανία από την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. «Δεν έχουμε παραιτηθεί ποτέ. Το θέμα υφίσταται στις διμερείς σχέσεις», επιβεβαίωσε έπειτα και ο πρωθυπουργός. Ο εκπρόσωπος της εδώ κυβέρνησης έκανε αναφορά στο θέμα σε συνέντευξή του στο BBC και η γερμανική κυβέρνηση, διά στόματος Ούλριχ Βίλεμ, αναγκάστηκε να απαντήσει θεωρώντας το θέμα των αποζημιώσεων άσχετο με το χρέος της ελλάδας που την οδήγησε σε κρίση. Η ελληνική κυβέρνηση ανταπάντησε κτλ κτλ. Αυτή τη μικρή και επιφανειακή όξυνση στις ελληνογερμανικές σχέσεις, η οποία υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ανάξια λόγου και σχολιασμού, την αναφέρουμε εδώ για να μας βοηθήσει να κάνουμε μια μίνι σημαντική αναδρομή στις ρίζες του ελληνικού καπιταλισμού στην «ευρωοικογένεια» αλλά και για να αναδείξουμε κάποιες σημαντικές συνιστώσες της κρίσης της μνήμης από την οποία εμείς πιστεύουμε ότι πλήττεται ο ελλαδικός χώρος και ο πληθυσμός του. Μάλιστα λέμε σε αυτό το κείμενο πως οι κρίσεις στη μνήμη ή αλλού είναι για μας σημαντικότερες από τις οικονομικές κρίσεις και στο μέτρο φυσικά που οι τελευταίες προσλαμβάνονται ως εθνικές μελαγχολικές εξάρσεις του ότι «ο κόσμος δεν έχει λεφτά»[2].

Βάστα Ρόμελ![3]
«Ο Αλέξης μισούσε τους Γερμανούς γιατί ήταν δυνατοί. Περιφρονούσε τους Ελληνες γιατί ήταν αδύνατοι. Ελυσε το ζήτημα του ίδιου του του αντρισμού εκμεταλλευόμενος και τους δυο. Οι Ελληνες που είχαν ιδανικά γελοιοποιήθηκαν. Οι Γερμανοί που είχαν τα όπλα και τα τανκς νικιόνταν με την εξυπνάδα. Το να τους ξεπεράσεις σε εξυπνάδα σήμαινε να τους πάρεις χρήματα. Το να κάνεις να σωπάσει η φωνή της συνείδησης σήμαινε να πετάξεις τα χρήματα. Ηταν εικοσιέξι χρονών κι έλεγε πως θα σκοτωνόταν πριν απ’ το τέλος του πολέμου. Η ζωή έπρεπε λοιπόν να είναι διασκέδαση»[4].

Η περίοδος 1941-1945 πέρα από όσα άλλα υπήρξε – το ελληνικό Ολοκαύτωμα, το λιμό του χειμώνα του ‘42, το κάψιμο χωριών και άλλα πολλά – ήταν αναμφισβήτητα και μια «χρυσή εποχή» για ένα κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού. Όπως έχει γραφτεί αλλού: «μια πελώρια ευκαιρία οικονομικής και κοινωνικής ανόδου για χιλιάδες έλληνες πολίτες. […] Βιομήχανοι που έκαναν χρυσές δουλειές χάρη στις παραγγελίες της Βέρμαχτ ή την παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης, υπεργολάβοι δημοσίων έργων που άνοιγαν δρόμους κι έφτιαχναν λιμάνια ή αεροδρόμια για λογαριασμό του στρατού κατοχής, μικροί και μεγάλοι μαυραγορίτες, «διαμεσολαβητές» κάθε λογής που έσωζαν (ή «προσπαθούσαν να σώσουν») ζωές με αντάλλαγμα χρυσές λίρες – όλοι αυτοί αποτέλεσαν τους κερδισμένους των ημερών, τη σπονδυλική στήλη της εθνικοφροσύνης και τη μαγιά του «αναπτυξιακού θαύματος» των επόμενων δεκαετιών»[5]. Αρκετοί από τους 1,500 «αγοραστές» την εποχή της Κατοχής έφτασαν να βρίσκονται μεταπολεμικά με 11 έως 20 ακίνητα παραπάνω. Πολλά από αυτά τα ακίνητα «κόστισαν» τότε μέχρι και μία λίρα ενώ αδιευκρίνιστο μένει πόσα από αυτά ήταν στη Θεσσαλονίκη και ανήκαν σε μέλη της εβραϊκής κοινότητας. Ένας από τους σημαντικότερους «αγοραστές» ήταν το νομικό πρόσωπο της ελληνικής Εθνικής Τράπεζας.

Φασίστες, δωσίλογοι ή απλώς καιροσκόποι και εκμεταλλευτές του πόνου «άλλων» δεν ήταν ποτέ δύσκολο να βρεθούν στην Ελλάδα. Αυτή η ραχοκοκαλιά του έθνους για διάφορους λόγους ούτε νέα πέθανε ούτε τσακίστηκε μεταπολεμικά αλλά όπως ξέρουμε εξυψώθηκε και ανταμείφθηκε με τις μεγαλύτερες τιμές. Για αυτό ήταν κάπως οξύμωρο τώρα πια που το ελληνικό κράτος δέχτηκε κάτι κωλοδάχτυλα να θυμηθεί γερμανικές αποζημιώσεις από την Κατοχή. Οι άντρες των ταγμάτων ασφαλείας απελευθερώθηκαν από τον ονομαζόμενο και «γέρο της δημοκρατίας» Γεώργιο Παπανδρέου, παππού του σημερινού πρωθυπουργού, οι δωσίλογοι και οι μαυραγορίτες δεν φυλακίστηκαν ποτέ ενώ οι βιομήχανοι που τότε συγκαταλέγονταν στους κατοχικούς «αγοραστές» είναι και σήμερα επίκεντρο της μικρής βιομηχανίας και των βιοτεχνιών (πχ Χυτήρογλου, Λαναράς).

Μετά, εξάλλου, υπήρχε η μαγική χρονιά του 1959. Ας δώσουμε προσοχή σε αυτό: τρεις εξελίξεις υπάρχουν μέσα σε αυτή τη χρονιά, όλες κοντά μεταξύ τους. Πρώτον, ένας έκτακτος νόμος του πρωθυπουργού Καραμανλή με βάση τον οποίο αρνείται το ελληνικό κράτος να διεκδικήσει πολεμικές αποζημιώσεις από το γερμανικό για όσα έκανε το τελευταίο στα 1941-1944. Δεύτερον, άλλος ένας έκτακτος νόμος με βάση τον οποίο αμνηστεύονταν οι ναζί εγκληματίες πολέμου στην ελλάδα και οι φάκελοι μεταβιβάζονταν οριστικά στη Δ. Γερμανία[6]. Άμεση συνέπεια αυτού του δεύτερου νόμου ήταν πως η Ελλάδα θα αποφυλάκιζε τον Μαξ Μέρτεν, νούμερο ένα υπεύθυνο για τη γενοκτονία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και μόνο φυλακισμένο ναζί στην Ελλάδα (με ποινή 25 χρόνων)[7]. Δεύτερη συνέπεια αυτού του νόμου θα ήταν, επίσης, το να μη ζητήσει τον Αλοις Μπρούνερ, νούμερο δύο υπεύθυνο για τις εξοντώσεις εβραίων στη Θεσσαλονίκη, να εκδοθεί από τη Συρία, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης[8]. Η τρίτη εξέλιξη που έχουμε το 1959 είναι βέβαια η αίτηση του ελληνικού κράτους για να ενταχθεί στην ΕΟΚ, αίτηση που κρίθηκε πετυχημένη δύο χρόνια αργότερα οπότε και ξεκίνησε η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Τα δύο χρόνια ελληνογερμανικής συνεργασίας χαρακτηρίστηκαν πετυχημένα, ίσα ανταλλάγματα τέθηκαν και κανένα από τα ονόματα ελλήνων που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν οι ναζί δεν βγήκε στο προσκήνιο. Έτσι ξεκινάει και η βρώμικη ιστορία της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οπότε, κανένα πρόβλημα.

Όλα αυτά σήμερα κρύφτηκαν στις πίσω σελίδες της ιστορίας για να αναδειχτεί το πρότυπο της Ελλάδας ως ενός ‘φτωχού συγγενή μα περήφανου πατριώτη’, παραπονεμένου μέλους της Ε.Ε. Έτσι όταν ακούμε το ελληνικό κράτος να ωρύεται με έναν όψιμο αντι-γερμανισμό και «αντι-ναζισμό» δεν θα έπρεπε να παραπλανηθούμε. Το εδώ κράτος πληγώνεται βεβαίως και σκυλιάζει όταν το «μαλώνει» η Γερμανία όμως παράλληλα αυτό το κλάμα «πουλάει» προς τα έξω και θα σιωπήσει μόλις επιτύχει τους στόχους του (πχ Δανειοδότηση). Εκμεταλλεύεται, έτσι, τις σταθερές ποιοτικές διαφορές μεταξύ των δύο καπιταλισμών – ο ένας καπιταλισμός μαυραγορίτικος, κομματάκι loser με σταθερή έλλειψη μνήμης, «πολυμήχανος» αλλά και θρασύς, ο άλλος πια ως εκφραστής μιας τεχνικής τελειότητας («τα τρένα έρχονται πάντα στην ώρα τους» λέει μια έκφραση) και μιας αλαζονικής εθνικής διάθεσης για μόχθο[9]. Δεν θα θέλαμε να μπούμε στα της ουσίας της διαμάχης: το τι ακριβώς αρνούταν το γερμανικό κράτος και κεφάλαιο από το ελληνικό και τους ποικίλους τρόπους εκβιασμού που επιστράτευσε το ελληνικό. Θέλουμε απλά να πούμε πως ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ένας μαυραγορίτικος καπιταλισμός και το κράτος του ένα κράτος των συνεργατών των ναζί, ακόμα και σήμερα, απλώς κάτω από μεταπολεμικές συνθήκες. Και το αποκορύφωμα του είναι πια η πλατειά υποστήριξή του από την απόλυτη πλειοψηφία του ελληνικού λαού και όλων των στρωμάτων του, από αγρότες μέχρι εργάτες και μικροαστούς, και όλες ανεξαιρέτως τις πρωτοπορίες του, μιας και οι οικονομικοί αγώνες, όπως φαντάζεστε κατά την άποψή μας, δεν είναι από μόνοι τους επαναστατικοί, ιδιαίτερα δε όταν γίνονται σε βάρος μειοψηφιών.

Σαν κατακλείδα για το θέμα θα έπρεπε να ειπωθεί πως ο όψιμος ελληνικός «αντι-γερμανισμός» είναι σκέτη ιδεολογία, λόγος εθνικής συσπείρωσης και τίποτα άλλο. Όλα αυτά μας λένε πως οι «αποζημιώσεις των γερμανών» χρησιμοποιούνται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις , και πάντα με την πλήρη υποστήριξη του λαού, σαν κωλόχαρτα για να σκουπίζουν τους κώλους της μετα-Άουσβιτς γερμανίας. Εμείς λέμε ότι το αίτημα για αποζημίωση των τεράστιων εγκλημάτων και καταστροφών και ιδιαίτερα οι αποζημιώσεις των ελλήνων εβραίων, τόσο από τους γερμανούς όσο και από τους έλληνες δωσίλογους, θα πρέπει να μπαίνει μόνιμα μέχρι την πραγματοποίησή του αλλά και μέχρι την οριστική τιμωρία των συμμετεχόντων, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει κρίση ή όχι, ανεξάρτητα από το αν ανέβηκε ή όχι το spread. Όταν το αίτημα για αποζημιώσεις, όμως, μπαίνει σαν ατού για φτηνότερο δανεισμό, θα πρέπει να καταγγέλλεται σαν μια δεύτερη λεηλασία, αυτή τη φορά ηθική.

Αργεί κι άλλο ο «εργατικός Δεκέμβρης»;
Μεσολάβησε η παραπάνω ιστορική αναφορά για να δείξουμε την κρίση στη μνήμη, μια από τις σημαντικότερες πλευρές της σημερινής κρίσης κατά τη γνώμη μας. Παρά το θάψιμο αυτών των δυσωδών ιστοριών σχετικά με το τι σημαίνει ανάπτυξη, πρόοδος και εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους, αυτή η κρίση συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες είτε με το κόλπο «εθνική συμφιλίωση» και «πρόοδος» μετά τις δεκαετίες ’40, ‘50, ’60, είτε με το θάψιμο κάθε όξυνσης και κοινωνικών ανταγωνισμών στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τα τελευταία 20 χρόνια κάπως έτσι κατάφεραν να γίνουν τα χρόνια ευημερίας του ελληνικού λαού και του καπιταλισμού. Καθόλου τυχαία, ήταν τα τελευταία αυτά ακριβώς 20 χρόνια του επενδυτικού επεκτατισμού στα Βαλκάνια, της άγριας εκμετάλλευσης των μεταναστών στο εσωτερικό της χώρας και της μικροαστικοποίησης- ανόδου του ατομικισμού που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία. Σήμερα αυτή η κρίση για την οποία όλοι μιλούν, λένε ότι θα είναι καθοριστική για το μέλλον του πολιτικού συστήματος στην ελλάδα. Προφανώς αερολογίες και αοριστίες και τίποτα σημαντικό δεν κρύβεται πίσω από αυτά τα λόγια. Αυτές οι … προβλέψεις, στον επαναστατικό χώρο, μεταφράζονται σε έναν λίγο-πολύ αστήρικτο αισιοδοξισμό που αγαπά το αυθόρμητο και τον πανικό, νομίζοντας πως η αντίδραση που θα ακολουθήσει τον μεγάλο πανικό θα είναι ντε και καλά μια… ξαφνική αντιεξουσιαστική στροφή. Πολλοί περίμεναν για διάφορους λόγους πως ενόψει κρίσης τώρα θα επαναλαμβάνονταν τα γεγονότα της εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008, απλά αυτή τη φορά σε μεγαλύτερη κλίμακα καθώς πλέον στους δρόμους θα βρισκόταν και η ντόπια εργατική τάξη. Μια θέση αρκετά αισιόδοξη θα λέγαμε που εξάλλου δεν λογάριαζε τον ξενοδόχο: αφενός τα διάφορα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού που έχουν στις πλάτες τους αυτές τις κρίσεις μνήμης που σας περιγράφουμε και μια ανικανότητα να θέσουν μέχρι στιγμής ριζοσπαστικά περιεχόμενα και μορφές αγώνα αλλά και τη συνεχή στρατιωτικοποίηση του κράτους τους, αφετέρου, που αναζητά την περαιτέρω αμύντική του οχύρωση απέναντι σε εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς εχθρούς.

Ενώ, λοιπόν, πολλές κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων αρχίζουν να νιώθουν λίγο από κρίση και δέχονται ήδη τις συνέπειες των «μέτρων της κρίσης», ένας τομέας υπαλλήλων που μένει απείραχτος είναι – μαντέψτε – ο κλάδος των σωμάτων ασφαλείας. Όχι μόνο αυτό αλλά πραγματοποιήθηκαν εντός του περασμένου Μάρτη και 2,500 νέες προσλήψεις αστυνομικών[10] – η μηχανοκίνητη ένοπλη ομάδα «Δίας» - αλλά και άλλες 500 από ειδικούς φρουρούς. Το νέο, για άλλη μια φορά, ασφαλιστικό τους θίγει δε ελάχιστα – δεν είναι έκπληξη. Παράλληλα, ένας υπουργός μόνο, ίσως για τις εντυπώσεις, έθιξε το ζήτημα των προνομιακών όρων των στρατιωτικών συντάξεων. Δεν θα ήταν και πολύ δύσκολο να θιγούν αυτές οι συντάξεις τώρα πια με την αφορμή της κρίσης και της πατριωτικής συσπείρωσης όπου «όλοι» πρέπει να κάνουν θυσίες. Θα μπορούσε εξάλλου να λειτουργήσει και σαν τιμωρία για τα απαίσια συνθήματα που φώναξαν στρατιωτικοί και λιμενόμπατσοι στην τελευταία παρέλαση της 25ης Μαρτίου[11].

Ωστόσο, τον υπουργό επανέφερε στην τάξη το αριστερό κοινοβουλευτικό κόμμα του Συνασπισμού. Το τμήμα σωμάτων ασφαλείας του Συνασπισμού διεμήνυσε πως ο υπουργός δεν έπρεπε να επιδείξει τόση ανευθυνότητα καθώς τέτοιες δηλώσεις «προκαλούν αναστάτωση στο προσωπικό και στη λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας με αρνητικά αποτελέσματα στην Άμυνα, την Δημόσια Τάξη και την Οικονομία της χώρας»[12]. Τώρα το να μιλάς από τη μια ενάντια στην κρίση και από την άλλη να ανησυχείς για το προσωπικό (sic) που «δουλεύει» στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, εμάς δεν μας φαίνεται και πολύ επαναστατικό για να σας πούμε την αλήθεια[13].

Δεν είναι πολύ μακριά από αυτή τη διάθεση και διάφορες άλλες δυνάμεις της αριστεράς, οι οποίες αντί να αναπτύξουν αντιφασιστικά και αντεθνικά ελατήρια απέναντι στις πατριωτικές κορώνες της κρίσης και να θέσουν έτσι τις βάσεις για οποιαδήποτε παραπέρα συζήτηση, ακολουθούν ευχαρίστως το «λαό τους» ο οποίος μάλλον κρατικοδίαιτος παρά αντι-κρατιστής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Έτσι κι αυτοί τείνουν – στην καλύτερη ένδειξη «ριζοσπαστισμού» τους (από τον Μαρκέτο μέχρι τον Λαπαβίτσα) – να συμβουλεύουν το κράτος να κηρύξει παύση πληρωμών και, άρα, να χρεοκοπήσει για να δράσει τουλάχιστον για το καλό… του λαού. Όλες αυτές οι οργανώσεις όχι άδικα ονομάζονται ως «το αριστερό χέρι του κράτους».

Το γενικό αίσθημα στις μέχρι τώρα πορείες είναι ότι «οι πολιτικοί είναι πουλημένοι και ότι έχουν εξευτελίσει τη χώρα» - κλασικός μικροαστικός αντικαπιταλισμός δηλαδή που υπήρχε και «πριν την κρίση». Τίποτα νέο. Παράλληλα μπορεί κανείς να μην στεναχωριέται μεν για το ότι σπάζονται τράπεζες από τα πιο δυναμικά ή ριζοσπαστικά κομμάτια της πορείας, από την άλλη η ταύτιση των τραπεζών με το κεφάλαιο προδίδει συνήθως μια φετιχιστική ανάλυση που της διαφεύγει πως ο καπιταλισμός είναι ένα μάτσο κοινωνικών σχέσεων που δεν μπορείς να τις σπάσεις (ανατινάξεις κτλ) ανεξάρτητα από την προσωπική στάση που κρατάς στην καθημερινότητά σου και σε σχέση με τους γύρω σου και κυρίως τους από κάτω σου… και χωρίς βέβαια μια ανάλυση που επιτίθεται στο καπιταλιστικό σύστημα συνολικά πέρα από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Με λίγα λόγια που ήταν οι αντιδράσεις – όχι στην κρίση αλλά ας πούμε στην «κανονικότητα» του κεφαλαίου – όταν οι πιο πάνω αναφερόμενοι δωσίλογοι επιχειρηματίες έκαναν χρυσές δουλειές και προσελάμβαναν αθρόα αμιγώς ελληνικό προλεταριάτο με καλούς όρους εργασίας κτλ; Τότε ήταν όλα καλά άραγε; Αν ψάχναμε και πιο βαθιά στο ποιοι πλήττονται από την κρίση θα βρίσκαμε ίσως και κάτι άλλους που θίγονται από την κρίση τους οποίους όμως δεν θα θέλαμε να σωθούν με τίποτε… Μιλάμε για τους αγρότες, τους μεσαίους, τους δήθεν μικρούς κτλ που βασανίζουν μετανάστες στα κωλοχώραφα της επαρχίας της Πελοποννήσου, τους ίδιους αυτούς ντόπιους που συνασπίστηκαν από 3-4 χωριά εκεί στο νομό Ηλείας για να ξυλοφορτώσουν όχι μία αλλά δύο φορές οργανωμένα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος που σε μια σπάνια επίδειξη αφέλειας και έλλειψης μάλλον της σωστής γραμμής τόλμησαν να αμφισβητήσουν τον τρόπο μεταχείρισης των μεταναστών-σκλάβων στην περιοχή που βγάζουν τις ωραίες φράουλες Μανωλάδας[14].

Έτσι, όταν βλέπουμε κάποιοι να μιλούν για «κρίση» και κάποιοι άλλοι να ετοιμάζονται για «εργατικούς Δεκέμβρηδες» έχουμε μικρές προσδοκίες. Όχι επειδή είμαστε σκατόψυχοι. Κάποιοι από εμάς δουλεύουμε, με χάλια όρους, και όλοι δε γουστάρουμε. Αλλά… υπάρχουν κάποιες σταθερές όπως το αν υπάρχει αυτοοργάνωση των αγώνων και βέβαια ριζοσπαστικά αιτήματα. Αλλά να, όχι μόνον αυτά στην τελική. Θέλουμε αυτό το πράγμα που θα βγει (αν βγει) να έχει μνήμη, να έχει μνήμη για το ποιους/ες έφτυσε, ποιους/ες πάτησε και ποιους/ες πούλησε όλα αυτά τα χρόνια, πάνω σε τι εθνικά κριτήρια βασίστηκε και πατώντας επί ποίων πτωμάτων την είδε λίγο «αλλιώς». Έχουμε την άποψη πως τα χτεσινά τομάρια της ελληνικής κοινωνίας, ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης, δεν πρόκειται φέτος να γίνουν σούπερ-επαναστάτες. Για αυτό δεν θα τους γλείψουμε. Και ούτε θα τους πούμε τα αυτονόητα.

Είμαστε από αυτούς και αυτές που πιστεύουν – βλέπετε – στην ιστορική μνήμη και ότι η ιστορία δεν συγκροτείται από τυχαία γεγονότα ή ατυχήματα. Να δώσουμε ένα παράδειγμα για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης: ο εθνικισμός και ο αντισημιτισμός που ήταν υπόλογοι στο να διαλυθεί το ιστορικά αυθεντικό διεθνιστικό κίνημα της Φεντερασιόν που είχε η Θεσσαλονίκη στις αρχές του αιώνα καθώς και η με ελληνική συνεργασία εξόντωση του σαλονικιώτικου προλεταριακού εβραϊσμού την περίοδο της γερμανικής κατοχής και το πέταγμα στα σκουπίδια όλης αυτής της εμπειρίας έχουν ιστορικά καταγραφεί στη μνήμη. Η Θεσσαλονίκη και το όποιο μέλλον κίνημά της κατά τη γνώμη μας δεν θα μπορούσε να το ξεπεράσει αυτό σαν ασήμαντο ιστορικό επεισόδιο, δίπλα σε όλα τα άλλα. Σίγουρα ο ντόπιος εθνικισμός και αντισημιτισμός – ακόμη και το Ολοκαύτωμα – δεν είναι πηγή όλων των κακών και λόγος που εξηγεί τα πάντα στο μέλλον. Αλλά το κενό στη μνήμη, οι βρωμιές που θάφτηκαν σε χιλιάδες περιπτώσεις και η άρνηση-θάψιμο αυτών των βρωμιών καθηλώνουν έναν πληθυσμό, μια πόλη στο παρελθόν της. Ένα κομμάτι της ιστορίας λείπει.

Πάμε παρακάτω. Πριν λίγους μήνες Αιγύπτιοι ψαράδες, κοντά στη Ν. Μηχανιώνα Θεσ/νίκης διεκδίκησαν δυναμικά μισθούς και αξιοπρεπή μεταχείριση με αποτέλεσμα να παίξουν και ξύλο με ντόπιους μαφιόζους και φασίστες. Για άλλη μια φορά η απουσία των αλληλέγγυων «εργαζόμενων» ήταν εκκωφαντική. Προφανώς το πρόβλημα που προσπαθούμε να περιγράψουμε δεν είναι απλά η αδυναμία άρθρωσης μιας αντικαπιταλιστικής ανάλυσης και πρακτικής που θα στοχοποιεί τον ελληνικό καπιταλισμό και κράτος, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την ανάθεση της επίλυσης των προβλημάτων σε τρίτους «άλλους».

Κατά την άποψή μας δεν υπάρχει καμιά ιδιαίτερη κρίση σήμερα, με αυτή την έννοια, η οποία κρίση – αν ήταν πραγματική – θα σηματοδοτούταν μόνο αν υπήρχε ένας αξιοπρεπής και σοβαρός αντίπαλος στις κινήσεις του ελληνικού κράτους. Αυτό που λαμβάνει χώρα σήμερα αντιθέτως είναι μια καπιταλιστική αναδιάρθρωση που επιχειρεί να ανανεώνει με το όπλο της δημιουργίας φόβου (για την ‘πατρίδα’ και κατ’ επέκταση για τον καθένα και την καθεμία) τη διαπραγμάτευση νέων όρων εκμετάλλευσης προς το χειρότερο για αυτούς και αυτές που εργάζονται. Αλλά και κάτι άλλο: ένας πειθήνιος πληθυσμός που ψάχνει νέους φταίχτες και ηγέτες λέγοντας παράλληλα στις δημοσκοπήσεις πως τρία χρόνια πριν τις εκλογές δεν θα ψηφίσει κανέναν μα… όλοι/ες ξέρουμε καλά πως όταν έρθουν οι εκλογές, όλα θα είναι στη θέση τους με ελάχιστες μετατοπίσεις. Αυτή η κατάσταση είναι περσινά ξινά σταφύλια για την ελλάδα: τις μέρες που γράφεται το κείμενο ανακοινώθηκε πως το ελληνικό κράτος θα δεχτεί τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου[15], μια εξέλιξη που από πλευράς αριστεράς του αντιδραστικού αντι-καπιταλισμού σηματοδότησε σειρά δηλώσεων ενάντια στην «ολιγαρχική» πλουτοκρατία, τους 10 καπιταλιστές της Goldman Sachs και άλλες τέτοιες φετίχ-ταυτίσεις του καπιταλισμού με ‘πάμπλουτους μεγιστάνες που πίνουν του λαού μας’. Το πρόβλημα των περισσοτέρων με το ΔΝΤ φαίνεται να είναι πως είναι ξένα αφεντικά αντί για ντόπια, πως πλέον μπαίνει ζήτημα εθνικής κυριαρχίας στην οικονομία και δίνουν και παίρνουν οι βλακείες περί «δωσίλογων» πολιτικών, κατοχής της χώρας και πατριωτικές αερολογίες. Από τη δική μας πλευρά – αφού ενηλικιωθήκαμε τουλάχιστον – αρχίσαμε να ψάχνουμε σχήματα και τρόπους σκέψης που σπάνε αμετάκλητα το αφελές δίπολο «καλή κοινωνία/ καλοί εργαζόμενοι» και «κακό κράτος/κεφάλαιο».

Η διαφαινόμενη ήττα των οποιωνδήποτε διαμαρτυριών λαμβάνουν χώρα σήμερα, δίχως να θέλουμε να προκαταβάλουμε την εξέλιξή τους, για μας δεν είναι μια ήττα «κάποιων καλών» γενικά και αόριστα. Έχει δύο πτυχές. Από τη μια επιθυμούμε φυσικά την ήττα πολλών που δεν μας ενδιαφέρουν. Από την άλλη, για τους πιο ειλικρινείς μα πάντα μειοψηφικούς συμμετέχοντες των αγώνων, είναι μια ήττα που προστίθεται πάνω σε παλιές ήττες και μια ήττα που στην επόμενη «κρίση» θα συνυπολογιστεί κι αυτή. Αλλά το βασικότερο είναι ότι τέτοιες «ήττες» αποκρύπτουν το υπόλοιπο της κρίσης, το ηθικό κομμάτι, το κομμάτι της μνήμης. Και έτσι κάπως ανοίγει ξανά το θέμα του ορισμού και του εύρους της κρίσης αυτής. Σε αντίθεση με όσους αποκαλύπτουν πίσω από το κάθε τι οικονομικά κίνητρα και αιτίες, δικιά μας προσκόλληση και κατεύθυνση είναι το ακριβώς αντίθετο: να βρίσκουμε και να ξεσκεπάζουμε δυσώδεις εθνικές ιστορίες πίσω από αυτό που παρουσιάζεται σαν απλώς οικονομικό και μοιρολατρικό.

Οι ντόπιοι ριζοσπάστες, όποιοι υπάρχουν τέλος πάντων, θα έκαναν καλά να αρχίσουν να αναρωτιούνται τι απέμεινε από τον αντι-καπιταλισμό τους; Μήπως η ανάδειξη απλά του στόχου του όχλου (πχ βγενόπουλοι, μπαινόπουλοι και άλλοι;) καθώς και τα αστειάκια για το τι σημαίνουν τα αρχικά του ΔΝΤ; Μήπως απέμεινε μόνον ο λαϊκισμός, τα παχιά λόγια για το αφηρημένο κακό και η κριτική στο σατανά-χρηματοπιστωτικό σύστημα βεβαίως σε αντίθεση με το καλό παραγωγικό κεφάλαιο; Μήπως; Και πέραν αυτού: άντε και μπήκανε στη Βουλή οι κρατικοδίαιτοι φίλοι σας από την μικροαστική/εργατική τάξη. Και μετά τι; Θα δουλέψει άραγε κανείς το πως αλληλοπλέκονται πατριωτισμός και «νέα οικονομικά μέτρα» ή είναι δευτερεύον ζήτημα που θα αντιμετωπίσουμε μετά την… (εθνικοσοσιαλιστική) επανάσταση; Χωράει αντι-ρατσισμός στα κινήματα που ετοιμάζονται; Χωράει απάντηση στις πλήρως νομιμοποιημένες πια λέξεις «τόπος», «πατρίδα», «λαός» που όλο και συχνότερα διαβάζουμε σε κείμενα ελλήνων αριστερών και αναρχικών; Ή μήπως τώρα είναι η ώρα για λείανση των διαφορών μας ενόψει των «μεγαλειωδών διαδηλώσεων»; Μήπως αυτές οι μεγαλειώδεις διαδηλώσεις έγιναν το απόλυτο κριτήριο ακόμη και για να υποθέτουμε χωρίς σιγουριά δολοφονικό κίνητρο στους δράστες της Μαρφίν, απλά για να καθαρίσουμε το… όνομα της αναρχίας/αριστεράς ενώπιον του δήθεν αγνού ελληνικού προλεταριάτου;[16] Ερωτήματα – πιστεύουμε – νόμιμα που θα έπρεπε να απασχολούν αυτούς και αυτές που αναμένουν τον «εργατικό Δεκέμβρη» βλέποντας Μάϊκλ Μουρ και κάνοντας τις καλοκαιρινές τους διακοπές.


Terminal 119
Ιούνης 2010
[το κείμενο αυτό, κάπως μικρότερο, εμφανίστηκε στο τεύχος του Ιούνη 2010 του ριζοσπαστικού γερμανικού περιοδικού Phase2 – ενάντια στην πραγματικότητα, http://phase2.nadir.org/ ]

[1] Γιατί αυτό; Γιατί σχεδόν ο,τι υπήρχε και δεν υπήρχε στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά ως συνδικαλιστικό κίνημα, έπειτα θεσμοποιήθηκε και ενσωματώθηκε από τους σοσιαλδημοκράτες. Ενδεικτικά, μια σειρά προέδρων του μεγαλύτερου φορέα εκπροσώπησης των εργαζομένων, η ΓΣΕΕ, υπουργοποιήθηκαν αμέσως μετά τη θητεία τους.

[2] Δεν θα προχωρήσουμε σε αυτό το κείμενο σε συμβουλές για το πώς φτιάχνονται τα σοβαρά… κινήματα. Αλλά θα θυμίσουμε την ύπαρξη κάποιων θραυσμάτων από το παρελθόν που επιβιώνουν ως και σήμερα. Σκοπός μας δεν είναι να γλείψουμε εργατικές τάξεις, ντόπιες ή άλλες, αλλά ούτε και να καταραστούμε την αφάνειά τους. Έχουμε πει παλιότερα βέβαια μέσα από άλλες δομές πως ο μαρξισμός (ή να λέγαμε καλύτερα «ταξικο-λαγνεία»;) – και ειδικά ο εν ελλάδι μαρξισμός – θα έπρεπε να αναζητηθεί ως ένας από τους κύριους συνυπεύθυνους της ταύτισης της οικονομικής μιζέριας με την οργή και… άρα με τις δυνατότητες για επανάσταση. Αυτό που βρωμούσε ήδη από την αρχή στο μαρξισμό – δηλαδή το να βρεις κίνητρο για την επανάσταση μέσω προσωπικών οικονομικών συμφερόντων γιατί ο… «κόσμος δεν έχει λεφτά» - δεν ήταν δύσκολο να μετεξελιχθεί σήμερα σε βαριά ασθένεια γκρινιάρηδων που βρίζουν τους πλούσιους επιχειρηματίες (ίσως γιατί οι ίδιοι δεν έγιναν τέτοιοι) και νομίζουν πως κάνουν ταξική πάλη – και άρα πιο συγκεκριμένα το «ο κόσμος δεν έχει λεφτά» να μεταφράζεται πιο εύκολα σε «δεν υπάρχει ρευστό στην αγορά». Τα είχε πει ο Αντόρνο (για έναν μέχρις αηδίας υλισμό του μαρξισμού που έτεινε να εξισώνεται με την επιχειρηματική νοοτροπία) αλλά ποιος τον άκουγε;

[3] «Βάστα Ρόμελ!» ήταν η κραυγή των μαυραγοριτών κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής. Η διάλυση της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την υποτίμηση του νομίσματος είχε αναδείξει ένα κομμάτι του πληθυσμού που πλούτιζε πουλώντας πανάκριβα βασικά αγαθά, πχ λάδι, ανταλλάζοντας τα για παράδειγμα με ακίνητα, τεράστιες περιουσίες κτλ. Οι μαυραγορίτες ήλπιζαν στη διατήρηση της γερμανικής Κατοχής ώστε να κάνουν «χρυσές δουλειές». Όντας ενήμεροι για τη σκληρή αντίσταση που συναντούσε ο Ρόμελ στην Αφρική, με την κραυγή αυτή τον παρότρυναν να αντέξει.

[4] Μερκούρη, Μ. Γεννήθηκα Ελληνίδα, Αθήνα 1995, σ.79

[5] Οι χρυσές ευκαιρίες της Κατοχής – Ελευθεροτυπία, 3/4/2010, http://iospress.gr/ios2010/ios20100403.htm

[6] Τις μέρες που γράφεται το κείμενο αυτό, υπουργός της σημερινής κυβέρνησης ανακοίνωσε την πρόθεση του να καταργήσει αυτό το νόμο έστω για να γλύψει λίγο ετεροκαθορισμένα την εβραϊκή κοινότητα.

[7] Για όποιον/α αναρωτιέται, ο Μέρτεν απελάθηκε στη Γερμανία δήθεν για να δικαστεί. Προφανώς δεν εξέτισε καμία ποινή και ψόφησε ήσυχος κάπου στα 1972.

[8] Πάλι για όποιον/α ενδιαφέρεται, τουλάχιστον ο Μπρούνερ από ότι λέγεται έχασε ένα μέρος των χεριών του και το ένα του ματάκι εκεί στη Συρία γιατί, λένε, ήταν πολύ ανυπόμονος όταν άνοιγε το ταχυδρομείο του κι αυτό, όχι σπάνια, έκρυβε εκπλήξεις...

[9] Καλύτερα, για αυτό το τελευταίο δείτε το «Γερμανοί εν καιρώ ειρήνης!», το τελευταίο κείμενο του Café Morgenland που παρουσιάστηκε σε εκδήλωση μιας Antifa στο Βερολίνο και μεταφρασμένο υπάρχει εδώ: http://www.terminal119.gr/cgi-bin/load.cgi?show.php?id=501

[10] Ας σημειωθεί ότι ήδη πριν τις προσλήψεις αυτές η Ελλάδα είχε τους περισσότερους ανά κατοίκους αναλογικά αστυνομικούς από όλες τις χώρες της Ε.Ε. Βλέπε και Λίγο Έγκλημα, Πολλή Αστυνομία, Ελευθεροτυπία, 29/11/09, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=106805

[11] Μεταξύ των συνθημάτων ακούστηκαν και τα «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, το αίμα σου θα χύσουμε γουρούνι Αλβανέ», «Τους λένε Αλβανούς, τους λένε Σκοπιανούς, τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματα από αυτούς». Για την ιστορία, αφού το θέμα πήρε δημοσιότητα από την Ελευθεροτυπία και μόνον τότε, αποφασίστηκε να τιμωρηθεί ένας αξιωματικός των λιμενόμπατσων. Η ποινή άγνωστη αφού ακόμα… διενεργείται έρευνα για το περιστατικό. Βλέπε Ρατσιστικά συνθήματα από ΟΥΚ, Ελευθεροτυπία, 26/03/10, http://www.enet.gr/?i=news.el.ellada&id=145379

[12] Ανακοίνωση του Τμήματος Σωμάτων Ασφαλείας του ΣΥΝ για το ασφαλιστικό και τις δηλώσεις του Υπουργού Εργασίας, 21/01/2010, http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=17527

[13] Ας ειπωθεί ότι το «προσωπικό» αυτό που φώναξε τα συνθήματα στην παρέλαση και δουλεύει στα σώματα ασφαλείας δεν είναι άλλο από αυτό που «υποδέχεται» τις βάρκες των μεταναστών στο Αιγαίο, άλλοτε βουλιάζοντάς τες και άλλοτε τρομοκρατώντας τους μετανάστες και στέλνοντάς τους πίσω στην Τουρκία.

[14] Όταν λέμε για «σκλάβους» και «κακομεταχείριση» όχι μόνο υπερβολικοί δεν είμαστε αλλά και λίγα λέμε. Συγκεκριμένα, πυροβολισμοί και ξυλοδαρμοί εναντίον μεταναστών στην Ηλεία είναι μια πικρή καθημερινότητα. Πριν ένα χρόνο μάλιστα δύο από «αυτούς» τους μετανάστες τους έσυραν οι ντόπιοι με μηχανάκια στην κεντρική πλατεία του χωριού για παραδειγματισμό. Ενώ άλλους αρκέστηκαν να τους δένουν σε δέντρα και να τους μαστιγώνουν. Αμερικάνικος Νότος; Μπά! Τρόπος παραγωγής πελοποννησιακών φραουλών… Μα, φυσικά η επανάσταση τους χωράει όλους.

[15] Φαίνεται πως δεν εισακούστηκαν οι προβληματισμοί του μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ σε ανακοίνωση του στις 18/03/10 για την κρίση: «Δέν γνωρίζομεν ὅτι τό λεγόμενον Διεθνές Νομισματικόν Ταμεῖον (ΔΝΤ) εἰς τήν ἀδηφάγον ἀγκάλην τοῦ ὁποίου μᾶς ὠθεῖ ἡ δῆθεν ἀλληλεγγύη τῶν ἑταίρων μας εἰς τήν Εὐρωπαϊκήν Ἕνωσιν ἀποτελεῖ ἐπιχειρησιακόν βραχίονα τοῦ πανισχύρου κοσμικῶς σατανιστικοῦ καί σιωνιστικοῦ, ἑβραϊκοῦ λόμπυ τῶν Η.Π.Α.;», http://www.imp.gr/Nea.htm

[16] Η συλλογικότητα δεν έκρινε απαραίτητο να τοποθετηθεί με ξεχωριστό κείμενο για τα γεγονότα της Μαρφίν. Το πώς προσλάβαμε το γεγονός φαίνεται και από τη μικρή νύξη που κάνουμε εδώ. Για όσους/ες ξαφνικά ανακάλυψαν πρόβλημα βίας στην ελληνική κοινωνία ας ξανακοιτάξουν καλά, εδώ και 100 χρόνια τι παίζει στην ελλάδα – απλά να κοιτάνε τα θύματα κάθε καταγωγής. Για τους άλλους/ες που αναζητούν λύσεις για το πρόβλημα βίας στο… χώρο δεν έχουν παρά να αρχίσουν συζητήσεις, σοβαρές, στις συνελεύσεις τους και να πάρουν αποφάσεις. Κείμενα και σκέψεις υπάρχουν εδώ και χρόνια (και δικά μας και από άλλους/ες), οπότε καλό διάβασμα και προβληματισμό! Μην ξεχνάμε ότι πολλά ταμπού σπάσανε φέτος γύρω από τη βία: τόσο η χουλιγκανο-κινούμενη επίθεση φασιστικού χαρακτήρα στην ώρα συνέλευσης της κατάληψης Υφανέτ στη Θεσσαλονίκη όσο και η πρόσφατη ρατσιστικής έμπνευσης βόμβα στο σπίτι του Ανουάρ, του προέδρου μιας εκ των πακιστανικών κοινοτήτων στην ελλάδα. Και μάλιστα αυτά τα χτυπήματα έγιναν εν πλήρει συνείδηση των αποτελεσμάτων τους.

Συνέχεια...

Μια άνοδος σημαντικότητας;

Posted: by παντιγέρα in
0
Μια συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη στο Drunken Boat



[«Η συνέντευξη αυτή του Κορνήλιου Καστοριάδη παραχωρήθηκε», σύμφωνα με τον μεταφραστή του Rising Tide of Insignificancy στα αγγλικά, «τον Απρίλη του 1996 στον Max Blechman, εκδότη του αμερικάνικου αναρχικού περιοδικού Drunken Boat, για ένα τεύχος το οποίο εντέλει εκδόθηκε σε μορφή βιβλίου. Η συνέντευξη με τον Καστοριάδη τελικά απορρίφθηκε πριν τη δημοσίευση για λόγους χωρητικότητας της έκδοσης. Όλες οι σημειώσεις, με εξαίρεση την τέταρτη, γράφτηκαν από τον ίδιο τον Blechman. Αυτό το κείμενο και οι σημειώσεις του δόθηκαν προς δημοσίευση για τον τόμο The Rising Tide of Insignificancy με την έγκριση του ίδιου του Blechman». Από αυτή τη μορφή του έργου (που βρίσκεται στη σελίδα www.notbored.org/RTI.html ) είναι που άντλησε και μετέφρασε και το Tristero αυτή τη συνέντευξη πριν από δύο χρόνια περίπου. Πλέον αναδημοσιεύουμε, στα τέλη Γενάρη του 2006, τη μετάφραση με μια νέα επιμέλεια και κάποιες απαραίτητες προσθήκες εκ μέρους του περιοδικού «Terminal 119 – για την κοινωνική και την ατομική αυτονομία». Όπου γίνεται αναφορά στη βιβλιογραφία του Καστοριάδη, που είναι προσιτή στα ελληνικά, δίνουμε τους ελληνικούς τίτλους για μεγαλύτερη διευκόλυνση του αναγνώστη/ της αναγνώστριας.]





Max Blechman: Στη συζήτησή σας το 1993 με τον Olivier Morel για την «άνοδο της ασημαντότητας», μας παρουσιάσατε μια σκληρή εικόνα της γαλλικής κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, η Γαλλία, για να ακριβολογούμε, δεν υποφέρει από κάποια εσωτερική πολιτική κρίση× κι αυτό γιατί υπάρχει μια γενικευμένη συναίνεση που κυριαρχεί στην πολιτική ζωή, μακριά από όποια αντιπαράθεση ή κοινωνική διαμάχη. Για να εξηγήσετε αυτή την κατάσταση, μας ζητήσατε να σκεφτούμε το γεγονός ότι έχει υπάρξει μια σταθερή μείωση στις μέρες των απεργιών στη Γαλλία και ότι τα αιτήματα των εργατών είναι συνήθως κορπορατιστικά. Όταν συμπεριλάβατε αυτή τη συνέντευξη στο βιβλίο σας «La Montee de l’ insignificance», προσθέσατε μια σύντομη σημείωση, γραμμένη κατά τη διάρκεια των απεργιών των σπουδαστών και των εργατών το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη του 1995, όπου δηλώνατε ότι οποιοδήποτε κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα του νέου κοινωνικού κινήματος, υπάρχει μια σχετική ατμόσφαιρα που δικαιολογεί αυτό το χαρακτηρισμό. Αργότερα, σε μια συνέντευξη που παραχωρήσατε λίγο μετά τις απεργίες σχεδόν ολόκληρου του δημόσιου τομέα, που είχαν ουσιαστικά παραλύσει τη Γαλλία για πάνω από ένα μήνα, δηλώσατε ότι το κίνημα δεν ήταν στα θεμέλιά του κορπορατιστικό αλλά, αντίθετα, αποτέλεσε μια ριζοσπαστική απόρριψη των πραγμάτων εν γένει[1]. Αυτό το νέο κίνημα σε συνδυασμό με τη δική σας αλλαγή θέσης υπονοούν ότι έχετε μια πιο αισιόδοξη οπτική για την πολιτική ζωή της Γαλλίας; Δεδομένου ότι αυτό ήταν το πιο ριζοσπαστικό και δημοφιλές κίνημα διαδηλώσεων στη Γαλλία από την εποχή του 1982[2], θα μιλούσατε πλέον για μια νέα «άνοδο» σημαντικότητας;



Κορνήλιος Καστοριάδης: Όχι, αυτό θα ήταν πολύ παράτολμο× εμμένω στις θέσεις μου. Προσέθεσα αυτή τη σημείωση επειδή μου ήταν φανερό ότι αυτό που είχε συμβεί πιο πριν, όσον αφορά την άμβλυνση της πολιτικής και κοινωνικής διαμάχης, αν ακριβολογήσουμε, δε θα μπορούσε να αφορά αυτή την περίοδο, ακριβώς επειδή αυτό το κίνημα, αν και κορπορατιστικό στη μορφή του με μια πολύ στενή οπτική, ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας βαθιάς αίσθησης απογοήτευσης: «On en a marre», «μπουχτίσαμε» με όλα αυτά! Και όλα αυτά δεν οφείλονταν απλά στην προσπάθεια του νεογκωλικού πρωθυπουργού Αλέν Ζιπέ να διαρθρώσει την κοινωνική ασφάλιση[3] ή αυτό και το άλλο και το παρα-άλλο. Έφταιγε το όλο σύστημα. Αυτό, είμαι σίγουρος ότι υπάρχει ακόμα και τώρα, αλλά δε θα βιαζόμουν να κολλήσω ένα χαρακτηρισμό σε ότι συνέβη το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη και στο τι συμβαίνει σήμερα με όρους του στιλ «αυτό ήταν η τελευταία φλόγα» ή «αυτό είναι ένα νέο ξεκίνημα». Πρέπει να δούμε τι θα γίνει. Δεν άλλαξε κάτι πάρα πολύ. Αλλά υπάρχουν σημάδια που καταδεικνύουν ότι συνέβη κάτι παραπάνω από μια «τελευταία φλόγα». Αυτά τα σημάδια είναι, για παράδειγμα, μια αναβίωση της κοινωνικής κριτικής, μια αναβίωση των κοινωνικών αναλύσεων του συστήματος, ακόμη κι αν σκεφτούμε τις προσπάθειες για μια αναθεώρηση του Μαρξ, και εκτός από το μοδάτο ή όχι του κινήματος, ο καθένας συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση βρίσκεται σε αδιέξοδο και ότι αυτό το αδιέξοδο δεν είναι ανεκτό. Οπότε, προς το παρόν, νομίζω, πρέπει να κρατήσουμε τα μάτια μας ανοικτά. Έχω μιλήσει σε κάποιους φίλους για να ξεκινήσουμε κάποιο είδος περιοδικού ή εφημερίδας. Πρέπει να προσθέσω ότι οι παρατηρήσεις μου για την άμβλυνση της πολιτικής και κοινωνικής διαμάχης αφορούν όλες τις πλούσιες χώρες και όχι μόνο τη Γαλλία[4].



MB: Τι θα χαρακτηρίζατε ως σημαντικό σε αυτό το κίνημα πέρα από τη διάρκεια των απεργιών, των αυθόρμητων και μη χειραγωγούμενων από το συνδικάτο απεργιών, το συνολικό αριθμό των απεργών, το μέγεθος των διαδηλώσεων (2.200.000 άνθρωποι στους δρόμους στις 12 Δεκέμβρη και άλλοι 2.000.000 στις 16 του μηνός κτλ); Θεωρείτε, για παράδειγμα, τις γενικές συνελεύσεις των σπουδαστών, τις επιτροπές των καταλήψεών τους που αυθόρμητα αναπτύχθηκαν σε 50 περίπου πανεπιστήμια, την εθνική τους συντονιστική επιτροπή και το διάλογο που αναδύθηκε το Δεκέμβρη ανάμεσα στους σπουδαστές και τους απεργούς εργάτες ότι θεσμίζουν την πιο σημαντική ρήξη με τα κινήματα του Αριστερισμού στη Γαλλία από το 1968;



ΚΚ: Ναι. Αλλά από αυτή την άποψη, εκτός από τους σπουδαστές, οι εργάτες του σιδηρόδρομου και κάποιοι άλλοι, δεν έφτασαν τόσο μακριά όσο το 68’, κι αυτός είναι ακόμη ένας λόγος που είμαι επιφυλακτικός στις εκτιμήσεις μου γι’ αυτό το κίνημα. Δεν υπήρξαν αρκετές επιτροπές εργατικών οργανώσεων που να αξίζει κάποιος να μιλήσει γι’ αυτές όσον αφορά τους εργάτες του σιδηροδρόμου και άλλους. Κι αυτές οι επιτροπές των εργατικών οργανώσεων αποτέλεσαν τις μοναδικές νέες μορφές οργάνωσης που έχουν εμφανιστεί από το 1968. Υπήρξε μια σειρά αντιπροσώπων από διάφορα σημεία της χώρας που προσπάθησαν να πάρουν αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο. Οι τοπικές γενικές συνελεύσεις αποτελούσαν μια προϋπόθεση γι’ αυτό× εξέλεγαν αντιπροσώπους αλλά το πρόβλημα δεν ήταν οι γενικές συνελεύσεις× το πραγματικό ερώτημα ήταν «Τι θα συμβεί στο εθνικό επίπεδο;» Σε προηγούμενους αγώνες των εργατών των σιδηροδρόμων, της Air France και άλλων, οι συντονιστικές επιτροπές είχαν δημιουργηθεί για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα και να προχωρήσουν, να λύσουν το πρόβλημα. Με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να αποφύγουν το γραφειοκρατικό έλεγχο του κινήματος. Αυτό δε συνέβη στο κίνημα του Νοέμβρη και του Δεκέμβρη. Κι αυτός είναι ακόμη ένας τρόπος να πούμε ότι τα συνδικάτα δεν αμφισβητήθηκαν αρκετά.



MB: Από αυτή την άποψη, η ανάλυση για τα συνδικάτα του 50’ και του 60’ που εσείς αρθρώσατε στο Socialisme ou Barbarie ισχύει ακόμη. Η CGT (Confederacion General du Travail) και τα άλλα συνδικάτα ακολούθησαν το κίνημα μόνο για να το αφομοιώσουν και να σιγουρέψουν τη θέση τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με το Κράτος. Θα ήταν σωστό να πούμε ότι, έτσι, εσείς «δείχνετε» τα συνδικάτα, ως σημαντική δύναμη, ή ως την κύρια δύναμη, που μπορεί να αποτρέψει να εξελιχθεί μια απεργία του δημόσιου τομέα σε μια γενική απεργία (και να επεκταθεί στον ιδιωτικό τομέα) ή που μπορεί να περιστείλει την αυτονομία του κινήματος;



ΚΚ: Δε «δείχνω» τα συνδικάτα… αυτό είναι που κάνουν άλλωστε, είναι η δουλειά τους! Είναι σα να με ρωτάτε «Βρίσκετε ότι υπάρχουν πολιτικοί μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα και το Κράτος;» Ε, λοιπόν, ναι, αλλά αυτή είναι η δουλειά τους. Τα συνδικάτα για πάνω από έναν αιώνα τώρα, βασίζονται στο μέγεθος των διαδηλώσεών τους και τη δυσκολία ή την ανικανότητα του εργατικού κινήματος να διαχειριστεί τις υποθέσεις του. Οι εργάτες αναθέτουν την εξουσία τους στη γραφειοκρατία των συνδικάτων και το ίδιο συμβαίνει και στην Αμερική με την AFL-CIO. Φυσικά ο ρόλος των συνδικάτων μπορεί να είναι διφορούμενος, αλλά δε θα έπρεπε κανείς να εκπλαγεί σε περίπτωση που τα συνδικάτα αναλάβουν το ρόλο της καταστολής ή της καταπίεσης ή της παράκαμψης του κινήματος[5]. Αυτή ακριβώς είναι η κοινωνική τους λειτουργία.



MB: Πως βλέπετε ένα συνδικάτο σαν το SUD (Syndicat Unitaire Democratique) που βασίζεται εμφανώς στην αυτοδιεύθυνση (autogestion) και εμπνέεται από την ελευθεριακή πολιτική; Συγκεκριμένα, αμφισβήτησαν την περιοριστική γραφειοκρατία και το ρεφορμισμό των CGT, FO και, ειδικότερα, της CFDT (Confederacion Francaise Democratique des Travailleurs) και είδαν τις γραμμές τους να πυκνώνουν κατά εκατοντάδες, κατά τη διάρκεια και μετά τις απεργίες, κυρίως από τους σιδηροδρομικούς που αποφάσισαν να παρατήσουν τα παραδοσιακά συνδικάτα[6]. Πριν από δύο εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των εκλογών της SNCF (Societe Nationale des Chemins de Fer, η οποία είναι η δημόσια επιχείρηση του γαλλικού σιδηροδρόμου), το SUD εξέπληξε τους πάντες κερδίζοντας ποσοστά αντίστοιχα αυτών της FO και της CFDT. Παρατηρούμε, μήπως, μια ρήξη με τον παραδοσιακό συνδικαλισμό ή πιστεύετε ότι το SUD είναι, λόγω του ότι είναι συνδικάτο, πιθανόν να ξεπέσει τελικά στον παραδοσιακό ρόλο ενός γραφειοκρατικού διαμεσολαβητή μεταξύ των εργατών και του Κράτους;



ΚΚ: Είναι προφανές ότι η επιτυχία του SUD εκφράζει τη βαθιά απογοήτευση που νιώθουν οι εργάτες για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και, συγκεκριμένα, τη γραφειοκρατία της CFDT. Τώρα, όσο υιοθετούν την παραδοσιακή μορφή του συνδικαλισμού, πάντοτε κάποιος θα αναρωτιέται για το αν θα πέσουν στις ίδιες παγίδες που έπεσαν όλες οι ιστορικές απόπειρες για την αναβίωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Θυμηθείτε ότι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που έθετε ο κόσμος κατά τη διάρκεια του κινήματος ήταν ότι δεν ήθελαν ακόμη ένα συνδικάτο. Και μόλις το κίνημα τελείωσε, αρνήθηκαν να συγκροτήσουν συντονιστικές επιτροπές. Αυτό εκφράζει την αληθινή προβληματική της κατάστασης: αν συνεχίζουμε να λειτουργούμε ως συντονιστική επιτροπή, ή θα μετασχηματιστεί αυτή σε συνδικάτο και, έπειτα, το συνδικάτο θα μας δημιουργήσει πάλι τα ίδια προβλήματα, ή παραμένουμε μια συντονιστική επιτροπή, και απλά θα παρακμάσει (επειδή οι άνθρωποι δε θα συνεχίζουν να συγκεντρώνονται σε συναντήσεις σε όλη τη Γαλλία, ταξιδεύοντας 6 ή 12 ώρες στο δρόμο, αν δεν τους δένει πλέον κάτι σαν ένα πολιτικό κίνημα). Οπότε έχουμε πολλά ερωτήματα εδώ και πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση.



MB: Έχετε πάρει τις αποστάσεις σας από μια ενεργή πολιτική δέσμευση μετά τα γεγονότα του Μάη του 68’ κι έχετε, όλο και πιο πολύ, αφιερώσει το χρόνο σας στη θεωρητική δουλειά. Εξεπλάγην, λοιπόν, που άκουσα να λέτε πριν από ένα λεπτό ότι σκέφτεστε να ξεκινήσετε ένα περιοδικό. Ποιο είναι το κίνητρο πίσω από ένα τέτοιο νέο σχέδιο και πως θα το περιγράφατε;



ΚΚ: Το περιοδικό ή η εφημερίδα είναι ένα είδος πειράματος. Αν πετύχει, αυτό σημαίνει κάτι, σημαίνει ότι υπάρχει μια φωτιά που είναι ακόμη ζωντανή. Αν υπάρξει πολύ μικρή ανταπόκριση, αυτό επίσης θα είναι ένα σημάδι, αν και δε θα σημάνει καθαυτό ότι το σχέδιο θα σταματήσει.



MB: Ήταν η αναζωογόνηση μιας ριζοσπαστικής πολιτικής, κατά τη διάρκεια του κινήματος του τελευταίου χειμώνα, που σας ενέπνευσε να ξεκινήσετε αυτό το σχέδιο;



ΚΚ: Όχι, η ιδέα υπήρχε από πέρυσι την άνοιξη. Σκεφτόμενος πόσο καταθλιπτικά έχουν γίνει τα πράγματα, ο κόσμος έλεγε «Γιατί δεν κάνουμε κάτι;» και, ίσως, ήδη οσφραίνονταν τα γεγονότα του Νοέμβρη και του Δεκέμβρη που έπονταν.



MB: Μου φάνηκε ότι είχατε απομονωθεί εντελώς κατά τη διάρκεια των αντιπαραθέσεων (debates) του Δεκέμβρη που ονομάστηκαν «ο πόλεμος των διανοουμένων». Υπήρξαν δύο βασικά στρατόπεδα που αναγνωρίστηκαν κατά την περίοδο αυτή: από τη μια, οι φιλελεύθεροι που υπέγραψαν μια δήλωση που δημοσιεύθηκε στο Esprit υποστηρίζοντας κριτικά τις μεταρρυθμίσεις του Ζιπέ για την Κοινωνική Ασφάλιση (μια στάση που, ειρωνικά, κράτησε κι ο πρώην συνεργάτης σας στο SouB, ο Claude Lefort)[7], και, από την άλλη, αυτοί που βρίσκονταν κοντά στον Pierre Bourdieu, που υπέγραψαν μια δήλωση στη Le Monde που τοποθετούνταν ενάντια στη μεταρρύθμιση αλλά παρέμεναν μη-κριτικοί ως προς τα συνδικάτα και συνδύαζαν τον παλιομοδίτικο Μαρξισμό με έναν ασαφή ρεπουμπλικανισμό. Εσείς αρνηθήκατε να υπογράψετε και τις δύο δηλώσεις αλλά, την ίδια στιγμή, δεν υπήρχε «τρίτο στρατόπεδο» που να συμμετάσχει στο δημόσιο διάλογο. Ποιον περιμένετε τότε να συμμετέχει σε ένα τέτοιο σχέδιο από τους γνωστούς Γάλλους διανοούμενους του σήμερα;



ΚΚ: Το σχέδιο, προφανώς, δε θα ελκύει αυτούς που βρίσκονται γύρω από τον Bourdieu ή το Esprit. Όσο για τον Lefort, δεν έχω δουλέψει ξανά μαζί του από το 58’.



MB: Ωστόσο, αφού έφυγε ο Lefort από το SouB, συνεργαστήκατε πάλι μαζί στα τέλη του 70’.



ΚΚ: Μα, αυτό έγινε σε ένα εντελώς διανοητικό επίπεδο, επειδή τίποτε άλλο δεν μπορούσε να γίνει τότε! Εκδώσαμε δύο περιοδικά, όπως θα γνωρίζετε, το Textures και μετά το Libre, τα οποία ήταν πολύ θεωρητικά. Αυτά τα περιοδικά δεν είχαν καμιά σύνδεση με οποιαδήποτε πρακτική δραστηριότητα. Ήταν, βέβαια, ενάντια στο κατεστημένο αλλά αυτό είναι το περισσότερο που θα μπορούσε να ειπωθεί γι’ αυτά.



MB: Και, ακόμη πιο συγκεκριμένα, αυτά τα περιοδικά έδωσαν όντως φωνή σε μια θεωρία της πολιτικής αυτονομίας και σε μια ελευθεριακή κριτική του Κράτους, που αντλούσε από το ανθρωπολογικό έργο του Pierre Clastres, ο οποίος ανήκε στην εκδοτική επιτροπή του Libre. Τώρα που ο Clastres πέθανε κι ο Lefort επιδοκιμάζει πλήρως την πολιτική του Κοινοβουλίου, υπάρχει ένα διανοητικό περιβάλλον ή έστω κάποιος διανοητικός χώρος, ο οποίος μπορεί να δεσμευθεί σε μια τέτοια θεωρητική περιπέτεια σήμερα;



ΚΚ: Ίσως υπάρχει, αλλά αυτό που έχουμε στο μυαλό μας δεν είναι καθόλου ένα θεωρητικό σχέδιο. Αυτό που λείπει σήμερα δεν είναι η θεωρητική δουλειά αλλά η ικανότητα των διανοουμένων να βρίσκονται σε επαφή με αυτό που πραγματικά συμβαίνει σε ένα βαθύτερο επίπεδο της κοινωνίας, και αυτό είναι που θα προσπαθήσουμε να παλέψουμε.



MB: Υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αυτές τις δύο πλευρές;



ΚΚ: Για μένα, ναι…υπάρχουν



MB: Επομένως δε βρίσκετε σοβαρό λόγο να ασκήσετε κριτική στις επικρίσεις του Habermas όσον αφορά την άμεση δημοκρατία, ή να δημιουργήσετε μια θεωρητική γέφυρα μεταξύ του δικού σας ιδανικού μιας δημοκρατικής π ό λ ε ω ς και της Arendt, αλλά θέλετε το περιοδικό να λειτουργεί αποκλειστικά ως ένα φόρουμ «της βάσης»;



ΚΚ: Δεν υπάρχει κάποιος που να ενδιαφέρεται για τις ιδέες του Habermas πάνω στη δημοκρατία. Πραγματικά, δεν υπάρχουν πρακτικά ζητήματα στη δική του πολιτική φιλοσοφία[8]. Με τη Hannah Arendt είναι διαφορετική η κατάσταση, και έχουμε πολύ κοινό έδαφος από αυτή την άποψη, αλλά γνωρίζετε ότι υπάρχει μια διαφορά μεταξύ της δικής της σκέψης (εκείνη την εποχή) και εκείνων που πάντοτε έλεγε το SouB[9]. Ο αληθινός σκοπός του περιοδικού θα ήταν να αναφέρεται στις δυσκολίες που το ριζοσπαστικό κίνημα αντιμετωπίζει σήμερα και στο πως θα καλλιεργηθεί το έδαφος για την ανάπτυξη του[10]. Θέλουμε να απορρίψουμε τις προσεγγίσεις του Bourdieu και του Esprit και να προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε προτάσεις που μπορούν να πετύχουν κάτι διαφορετικό. Το θέμα δεν είναι να δημιουργήσουμε μια νέα θεωρητική κατεύθυνση. Ίσως είμαι πολύ αλαζόνας, αλλά θα μπορούσα να κάνω μια θεωρητική μελέτη όποια στιγμή θελήσω. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι να προσπαθήσουμε να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ όλων των εξελίξεων και των ιδεών που έχουμε επεξεργαστεί στα τελευταία 40 χρόνια, από τη μια, και της αίσθησης των ανθρώπων, από την άλλη, ότι όλα αυτά είναι πολύ μακρινά και άσχετα με τις υποθέσεις τους. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα.






Σχόλια: Το «Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία» αποφάσισε να αναδημοσιεύσει αυτή τη συνέντευξη του Καστοριάδη, με μια νέα και καλύτερη επιμέλεια και κάποια συμπληρωματικά σχόλια, στις αρχές του 2006. Οι λόγοι της αναδημοσίευσης είναι αρκετοί. Σε αυτό το, φαινομενικά δευτερεύον, κείμενο του Καστοριάδη, μας ενδιαφέρει ότι ο εν λόγω πολιτικός στοχαστής τοποθετείται, μεταξύ άλλων, ρητά για συγκεκριμένους κοινωνικούς αγώνες που έλαβαν χώρα το 1995 στη Γαλλία, συγκεκριμένα τη δίμηνη απεργία του δημόσιου τομέα που ακολούθησε και μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού.



Ο Καστοριάδης φανερώνει τη διαύγεια του πνεύματός του με τις κρίσιμες κριτικές που απευθύνει στο κίνημα, νιώθοντας βέβαια και ο ίδιος πως αποτελεί κομμάτι αυτού και όχι απλώς ως ένας «εξωτερικός επικριτής». Θέτει και πάλι, μετά από πολλά χρόνια είναι η αλήθεια, το ζήτημα της μορφής της οργάνωσης μιας απεργιακής κινητοποίησης. Επιβεβαιώνει το πρόβλημα της εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά συνδικάτα, ακόμη και σε αυτά που έχουν μια ελευθεριακή πολιτική, και τονίζει πως τα ζητήματα μορφής του αγώνα, πχ το πώς θα επιλεγεί να υπάρξει συντονισμός σε εθνικό επίπεδο, είναι θέματα πρωτεύουσας σημασίας στα οποία δεν έχει υπάρξει απάντηση από το αντι-καπιταλιστικό κίνημα. Το αδιέξοδο του να δημιουργηθεί μετά την οποιαδήποτε και, βέβαια, επιθυμητή άγρια απεργία ένα συνδικάτο, που κατά πάσα πιθανότητα θα γραφειοκρατικοποιηθεί και ξεπέσει στην αντιπροσώπευση, ή μια συντονιστική επιτροπή, που θα έχει βραχύβια πορεία μιας και οι άνθρωποι θα κουραστούν – αργά ή γρήγορα – να την υποστηρίζουν με ενθουσιασμό, βάζει ξανά το ζήτημα ενός κινήματος που θα εισάγει άμεσα μια σειρά πολιτικών θεσμών. Όχι θεσμών πολιτικής πρωτοπορίας που θα καθοδηγεί το λαό, αλλά θεσμών ενός πολιτικού κινήματος που θα πρέπει να οργανώνεται, να θεσμίζει και να παραμένει οξύ στην κριτική του, δίπλα στα όποια κοινωνικά κινήματα και στο βαθμό που μένει διακριτό από αυτά τα τελευταία. Ο συνδικαλισμός είναι κάτι παραπάνω, λοιπόν, από μια μορφή του αγώνα. Αποτελεί και μια απάντηση, απάντηση που πιθανόν να την έχει υπερβεί η ιστορία των κοινωνικών αγώνων. Το να λέει, από την άλλη, κάποιος/-α ότι τα συνδικάτα είναι ξεπερασμένα και να μην προτείνει και συμμετέχει στη δημιουργία ενός πολιτικού κινήματος, είναι σα να αφήνει τη λογική της πρωτοπορίας να επιβληθεί στους αγώνες. Γιατί εκεί όπου δε θα υπάρξει μια οργανωμένη αμεσοδημοκρατική αντιπρόταση, είναι εμφανές ότι οι καιροσκόποι θα αναλάβουν δράση για να καθοδηγήσουν, να διαστρεβλώσουν και να καναλιζάρουν τις όποιες διαθέσεις του κόσμου μετά από μια άγρια απεργία ή μια παράλυση του κρατικού μηχανισμού αρκετών μηνών, όπως έγινε για παράδειγμα και στην Αργεντινή πριν από πέντε χρόνια. Οι εξεγερμένες και οι εξεγερμένοι εκεί επέβαλαν γενικές συνελεύσεις, άμεση δημοκρατία και αυτό-οργάνωση για δύο μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών ο κόσμος ξύλιαζε στο κρύο για ολόκληρα 24ωρα και καταπονούταν από την υπερ-προσπάθεια να δοκιμάζει τους καινούργιους τρόπους διαχείρισης της καθημερινότητας. Όπως είχε πει σωστά ο Καστοριάδης σε άλλο κείμενό του, οι άνθρωποι που επιτελούν μια επανάσταση – παρά το θαυμάσιο ενθουσιασμό και αυτοθυσία που δείχνουν – είναι άνθρωποι που πρέπει να κοιμούνται και να τρώνε κάθε μέρα. Είναι κανονικοί άνθρωποι. Αν αυτό αγνοηθεί, είναι προφανές ότι οι καθημερινές πολύωρες γενικές συνελεύσεις στο κρύο και στην ορθοστασία, θα «ξεφουσκώσουν» το κίνημα. Οι 5,000 συμμετέχοντες, για παράδειγμα, μετά από έναν, δύο, τρεις μήνες θα γίνουν 1,000. Αντίθετα, τη στιγμή που το κίνημα βρίσκεται σε κορύφωση, θα έπρεπε να επιλέγεται η δημιουργία θεσμών, κοινωνικών ή πολιτικών, που θα μπορούσαν να επιβιώσουν και μετά το ξέσπασμα μιας εξέγερσης. Θεσμών που δε θα ζητούσαν μια τεράστια αυτοθυσία από όλους τους ανθρώπους αλλά μια μίνιμουμ στράτευση, βασισμένη στο συνεχές του ενδιαφέροντός τους για ρήξη. Αυτοί οι θεσμοί, βέβαια, είναι ζήτημα κοινωνικής δημιουργίας να υπάρξουν και όχι επιβολής. Ο ίδιος ο Καστοριάδης, όπως λέει στη συνέντευξη, σκεφτόταν να δημιουργήσει μάλιστα ένα χρόνο μόλις πριν πεθάνει (1997) ένα πολιτικό περιοδικό που να θέτει αυτά τα ζητήματα όλο και πιο άμεσα. Και υποψιαζόμαστε ότι επ’ αφορμή των Ζαπατίστας, του κινήματος του Σιάτλ και των ανακατατάξεων στη Λατινική Αμερική, θα είχε πολλά να πει. Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί και ο David Ames Curtis, ο Edgar Moren είχε ήδη προτείνει στον Καστοριάδη να επισκεφτούν και να συζητήσουν με μέλη του ζαπατίστικου κινήματος, κάτι το οποίο βρισκόταν υπό συζήτηση.



Φαίνεται ότι ο «στοχαστής των φαντασιακών» μέχρι να πεθάνει, είχε διατηρήσει ακέραιο το ριζοσπαστισμό του λέγοντας πως πρέπει να επιλεγεί στη Γαλλία (και όχι μόνο εκεί) μια τρίτη οδός ανάμεσα στους κομφορμιστές του Esprit και τους ρεφορμιστές της τάσης του Pierre Bourdieu. Φαίνεται ότι, φυσικά, ακόμη τον απασχολούσαν (και πως θα γινόταν διαφορετικά;) τα ζητήματα μορφής και περιεχομένου των κοινωνικών αγώνων. Όλο αυτό το ζήτημα έχει μεγάλη σχέση – πιστεύουμε – με το σήμερα. Αυτό θα έπρεπε να προβληματίσει και εμάς – και με αφορμή τα νέα γεγονότα του γαλλικού Νοέμβρη του 2005 στα προάστια του Παρισιού – για το τι θέσεις παίρνουμε ως πολιτικά υποκείμενα, πότε θεοποιώντας τον αρχικό ενθουσιασμό μιας κοινωνικής εξέγερσης και παραβλέποντας το πολιτικό της περιεχόμενο και πότε αδιαφορώντας για το καθημερινό μας χρέος – ως υποκειμένων, ατομικών και συλλογικών – να συμμετάσχουμε στη διαδικασία της δημιουργίας ερωτημάτων στο ανοιχτό κοινωνικό γύρω από τη σημερινή κατεστημένη θέσμιση, γύρω από το σημερινό ακραιφνή ατομικισμό.



'Ολα αυτά που γράψαμε ως τώρα αποσκοπούν στο να πουν ότι οι συνειδήσεις που χτίζονται στους δρόμους και στα μεγάλα κοινωνικά ξεσπάσματα δεν είναι αρκετές για να στηρίξουν ένα αμεσοδημοκρατικό πρόταγμα μέχρι τέλους. Και νομίζουμε ότι οι γραμμές που γράφει ο Καστοριάδης βρίσκονται προς αυτή την κατεύθυνση. Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι, αφενός, οι συνειδήσεις πρέπει να εξασφαλίσουμε να μη μας πεθάνουν στα χέρια, μόλις απομακρυνθούμε λιγάκι από το δρόμο... και ότι, αφετέρου, αν θέλουμε να μιλάμε για ένα κίνημα Αυτονομίας, κοινωνικής και ατομικής, αυτές οι συνειδήσεις πρέπει να έχουν μια ανάπτυξη και πέρα από το δρόμο: στο σπίτι, στη δουλειά, στο κρεβάτι και στις καθημερινές μας σχέσεις.



Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία



[1] “Les intellos entre l’ archaisme et la fuite”, συνέντευξη που παραχωρήθηκε στον Philippe Petit στο L’ Evenement du Jeudi, το Δεκέμβρη του 1995, σελ. 32: «Αλλά είναι φανερό όταν κάποιος σκεφτεί τις αντιδράσεις των απεργών καθώς και τη συμπεριφορά της πλειοψηφίας του πληθυσμού, ότι στην καρδιά του αγώνα υπάρχει κάτι διαφορετικό: μια προφανής και γενικευμένη απόρριψη των πραγμάτων».

[2] Δες πχ τον Bernard Cassen “Quand la societe dit non”, Le Monde Diplomatique τον Ιανουάριο του 1996, σελ. 8: «Ποτέ, από το 1968 ως σήμερα, δεν έχει προκαλέσει ένα κίνημα… ένα τέτοιο κυνήγι νοήματος».

[3] Στις 15 Νοέμβρη 1995 – μια περίοδος όπου οι απεργίες και οι καταλήψεις των μαθητών, φανερά για βελτιωμένες συνθήκες εκπαίδευσης, κέρδιζαν έδαφος σε (παν)εθνικό επίπεδο – ο πρωθυπουργός Αλέν Ζιπέ έκανε μια σειρά προτάσεων για να μειώσει τα έξοδα από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, για να ιδιωτικοποιήσει τα νοσοκομεία και την τηλεπικοινωνιακή εταιρία, και για να αυξήσει το όριο συνταξιοδότησης σε όλο το δημόσιο τομέα, εμπνέοντας το δημόσιο τομέα να συμμετάσχει στην εξέγερση των σπουδαστών».

[4] Αυτή η τελευταία πρόταση προστέθηκε στο τέλος από τον ίδιο τον Καστοριάδη κατά τη διόρθωση και απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης. [Σημείωση του Άγγλου Εκδότη-Μεταφραστή.]

[5] Για να εξηγήσουμε κάπως τι εννοούμε, προσέξτε τη δήλωση που ακολουθεί από έναν αντιπρόσωπο της FO (Force Ouvriere) που έγινε στη Le Monde στις 18 Δεκέμβρη του 1995: «Είμαι πεπεισμένος ότι οι διευθύνοντες τις συνομοσπονδίες της CGT και της FO ποτέ δε θέλησαν μια γενική απεργία. Ο Viannet και ο Blondel (πρόεδροι της CGT και της FO αντίστοιχα) τα κάνουν πάνω τους και μόνο με μια τέτοια ιδέα. Το κίνημα παραήταν αυθόρμητο, παραήταν αυτόνομο… έβαζαν τροχοπέδη στο να οργανώσουμε επιτροπές απεργών σε κάθε γειτονιά»

[6] Το SUD δημιουργήθηκε το 1988 με το ρητό στόχο να αμφισβητήσει τον κορπορατισμό του συνδικαλισμού και να αντισταθεί στην ιδιωτικοποίηση της γαλλικής κρατικής οικονομίας. Σύμφωνα με τη Le Monde (στις 6 Ιανουαρίου του 1996), «οι ιδρυτές του εμπνέονται από τον αναρχο-συνδικαλισμό των αρχών αυτού του αιώνα… ενός συνδικαλιστικού κινήματος που θα πετύχαινε το σχέδιο της κοινωνικής χειραφέτησης».

[7] Ενώ το ίδιο το κίνημα προχωρούσε, ο Lefort εξέφρασε το θαυμασμό του για τη Nicole Notat (την πρόεδρο της CFDT που υποστήριξε τις μεταρρυθμίσεις του Ζιπέ, καταφέρνοντας μια διάσπαση στο ίδιο της το συνδικάτο) στο άρθρο του «Les dogmes sont finis» στη Le Monde της 4ης Ιανουαρίου του 1996.

[8] Η σχέση μεταξύ της σκέψης του Καστοριάδη και αυτής του Habermas έχει υπάρξει το αντικείμενο ενός μεγάλου αριθμού μελετών από το 1985, οπότε και ο Habermas έγραψε για τον Καστοριάδη ένα κείμενο, που μεταφράστηκε ως «Excursus on Cornelius Castoriadis: the imaginary institution» και δημοσιεύθηκε μέσα στο «The Philosophical Discourse on Modernity: 12 Lectures», μτφ Frederick Lawrence (Cambridge, MA: MIT PRESS, 1987), σελ. 327-335 και 419nn 1-3. Βλέπε επίσης: 318-326. Για τις διαφορές μεταξύ της αντίληψης του Καστοριάδη για τη δημοκρατία και αυτής του Habermas, δες το κείμενο του Κωνσταντίνου Καβουλάκου «Η σχέση Ρεαλισμού-Ουτοπισμού στις θεωρίες περί δημοκρατίας του Jurgen Habermas και του Κορνηλίου Καστοριάδη», Κοινωνία και Φύση, 2:3 (1994): 69-97 και του Andreas Kalyvas «The Politics of Autonomy and the Challenge of Deliberation: Castoriadis contra Habermas» στο Thesis Eleven (64) του Φεβρουάριου του 2001: 1-19. Ο Καστοριάδης ασκεί κριτική στην ανάλυση του Habermas για τη δημοκρατία στο «Η Δημοκρατία ως διαδικασία και ως πολίτευμα» στο Κοινωνία και Φύση, τεύχος , σελ.19-39.

[9] Η ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική του Καστοριάδη και η σύνδεσή της με τον πολιτικό Ελληνισμό της Hannah Arendt υπήρξε ένα θέμα που μελετήθηκε από το αυστραλιανό περιοδικό Thesis Eleven. Για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του «ρομαντικού ελληνισμού» που λέγεται ότι βρίσκεται στη βάση της σκέψης του Καστοριάδη, βλέπε το κείμενο του Peter Murphy «Romantic Modernism and the Greek Polis» στο τεύχος 34 του Thesis Eleven (1993): 42-66. Για μια συγκριτική ανάλυση της Hannah Arendt και του Κορνηλίου Καστοριάδη, κάποιος μπορεί να συμβουλευτεί το «The Greek Polis and the Democratic Imaginary» του Gillian Robinson στο τεύχος 40 του Thesis Eleven (1995): 25-43. Ο Καστοριάδης ασκεί κριτική στην Arendt το 1989 στη συνέντευξή του «Η ιδέα της επανάστασης», η οποία εκδόθηκε στα ελληνικά το 1992 από τις εκδόσεις Ύψιλον και ενσωματώθηκε στο βιβλίο «Ο Θρυμματισμένος Κόσμος» (σελ. 125-142), και το 1992 στη διάλεξή του «Αθηναϊκή Δημοκρατία: Βάσιμα και Αβάσιμα Ερωτήματα», η οποία εκδόθηκε το 2000 και πάλι από τις εκδόσεις Ύψιλον και ενσωματώθηκε στο βιβλίο «Η Άνοδος της Ασημαντότητας» (σελ. 225-239).

[10] Ο Καστοριάδης πέθανε στις 27 Δεκεμβρίου του 1997 προτού αναπτύξει την ιδέα «ενός περιοδικού ή μιας εφημερίδας» περαιτέρω.

Συνέχεια...

back to top