Επιζήν επικινδύνως
Posted: by παντιγέρα inΤα χαράματα της περασμένης Κυριακής, ένα απορριμματοφόρο του δήμου ρούφηξε και τεμάχισε έναν άστεγο που κοιμόταν μέσα σε έναν κάδο σκουπιδιών, κάπου ανάμεσα στον Ταύρο και στα Κάτω Πετράλωνα. Αγνωστο το όνομά του. Οι ειδήσεις μιλούν απλώς για έναν «πενηντάχρονο» Ελληνα, ένα από τα κινούμενα ερείπια με τα οποία διασταυρωνόμαστε όλο και πιο συχνά στην πόλη.
Αν ένας ή περισσότεροι άστεγοι πέθαιναν από το κρύο, το σοκ θα ήταν μικρότερο, όπως μικρότερη, ξεθυμασμένη είναι πια η έκπληξή μας όταν μαθαίνουμε για πνιγμένους Ασιάτες στον Εβρο ή στο Αιγαίο, αφού εδώ το «λαθρομετανάστης» βαραίνει πιο πολύ από το «νεκρός». Ομως ο 50χρονος πέθανε στην Αθήνα, ανήμερα μιας λαμπρής γιορτής, του Μαραθώνιου Δρόμου, στην επέτειο των 2.500 χρόνων από τη μεγάλη μάχη, μια εβδομάδα πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Ο θάνατός του έφερε στην επικαιρότητα έναν νεόκοπο όρο, τον «νεοάστεγο», μια υποκατηγορία του «νεόπτωχου». Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της μη κυβερνητικής οργάνωσης «Κλίμακα», τα τελευταία χρόνια αυξάνεται ραγδαία ο αριθμός των αστέγων και ταυτόχρονα αλλάζει η κοινωνική τους σύνθεση, καθώς στις γραμμές τους διαρκώς προστίθενται νέοι 18 – 25 ετών, υγιείς και μορφωμένοι, που περιθωριοποιούνται γιατί δεν βρίσκουν δουλειά και δεν έχουν μια οικογένεια να τους στηρίζει. Φέτος το Ιούλιο, ένα ζευγάρι Ρουμάνων βρήκε έναν παρόμοιο θάνατο, ξανά χαράματα, στην παραλία του Φλοίσβου, όταν τους παρέσυρε ένα φορτηγό που καθάριζε την αμμουδιά. Μες στο μισοσκόταδο, ο οδηγός πέρασε τα σλίπινγκ μπανγκ των κοιμισμένων Ρουμάνων για σκουπίδια. Και πάλι δεν μάθαμε τα ονόματά τους, παρά μόνο ότι και οι δύο ήταν γύρω στα 30. Εκείνη την καυτή καλοκαιρινή νύχτα, δύο 30χρονοι ξένοι, που γύρευαν λίγη δροσιά, είχαν στέγη τον ουρανό, όμως ο δικός μας 50χρονος είχε στέγη το καπάκι του κάδου μες στον οποίο κατέφυγε για να αποφύγει το κρύο του δρόμου.
Τρία είναι, μέχρι στιγμής, τα ορατά σημάδια της κρίσης στο αστικό περιβάλλον: τα ξενοίκιαστα καταστήματα, η ευκολία στο να βρεις ταξί και η δυσκολία στο να βρεις παγκάκι, αφού τα περισσότερα, στο κέντρο της πόλης, είναι μέρα νύχτα κατειλημμένα από αστέγους – και μάλιστα, η διεκδίκησή τους μπορεί να οδηγήσει μέχρι τον φόνο, όπως συνέβη πριν από λίγες εβδομάδες με φόντο το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.
Η αυλή των δραμάτων και όχι των θαυμάτων είναι πια η Αθήνα, όμως η πόλη είναι ο μόνος τόπος όπου οι ανέστιοι μπορούν, κουτσά στραβά, να επιβιώσουν. Η πόλη τούς ανοίγει τη σκελετωμένη, γεμάτη σκόνη και ποντίκια αγκαλιά της, η πόλη τούς χαμογελά με τα σάπια δόντια της: με τα συσσίτια, με τα ληγμένα τρόφιμα των σούπερ μάρκετ που αραδιάζονται στο πεζοδρόμιο, με τα μισοσαπισμένα λαχανικά στις λαϊκές αγορές, με ό, τι ανασύρεται από τους κάδους. Δεν έχει σημασία αν οι άστεγοι είναι ξένοι ή Ελληνες, αν η εξαθλίωσή τους οφείλεται στην «άδικη κοινωνία», στην οικονομική κρίση ή σε δικές τους ολέθριες (και ίσως αναπόφευκτες) επιλογές. Η πόλη γίνεται ο τάφος τους, όμως δεν προβλέπεται η ανέγερση κάποιου μνημείου γι’ αυτούς που βούλιαξαν και θα βουλιάξουν. Το ερώτημα δεν είναι «τι» έκαναν αυτοί για να αξίζουν μνημείο, αλλά τι «δεν» έκανε η οργανωμένη κοινωνία ώστε οι άνθρωποι, σε καιρό ειρήνης, να μην πεθαίνουν χειρότερα από τα σκυλιά.
«Είναι πιο δύσκολο να τιμήσουμε τη μνήμη των ανωνύμων παρά των επιφανών». Αυτό το επίγραμμα, το χαραγμένο στο μνημείο για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, στην ακτή της μικρής καταλανικής πόλης Πορτμπού, θα ταίριαζε για όλους τους ανώνυμους νεκρούς, τους 30άρηδες, τους 50άρηδες, που η ταυτότητά τους είναι η ηλικία τους – κι αυτή κατά προσέγγιση.
Πηγή: Καθημερινή