0

η χρήση του φαντασιακού ως μέσο αυτόνομης αυτοθέσμισης και όχι ξένωσης, δεν ειναι ακόμα ένα φαντασιακό, είναι επιλογή

Για να δούμε πως πρέπει να κινηθούμε σαν κοινωνία, πρέπει να δούμε κάποια πράγματα στην ιστορική τους και όχι στην υποκειμενική τους διάσταση. Αυτό συμβαίνει επειδή, μπορεί να επηρεάζουμε εμείς την Ιστορία, σίγουρα όμως μας επηρεάζει και αυτή, είτε το καταλαβαίνουμε ή όχι -είμαστε ιστορικά όντα. Η κοινωνία είναι κάτι παραπάνω από ένα άθροισμα διαπροσωπικών σχέσεων. Υπάρχει κάτι παραπάνω σε αυτήν, ένα είδος “συλλογικού ασυνείδητου”, πιο πολύ με την διαισθητική, παρά με την αυστηρά ψυχολογική έννοια. Φυσικά υπάρχει και με την ψυχολογική έννοια, γεγονός το οποίο κάνει ξεκάθαρες κάποιες πτυχές των διαφορών μεταξύ ατομικής και μαζικής ψυχολογίας.
Αυτό το παραπάνω που υπάρχει, είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των ανθρώπων και κάποιων απλά έξυπνων όντων. Είναι αυτό που κάνει την κοινωνία να μπορεί να θεσμίζει. Η κοινωνία μπορεί και πρέπει να φτιάχνει θεσμούς. Χωρίς αυτούς, δεν μπορεί να υπάρξει. Για να είναι αυτοί οι θεσμοί αποδοτικοί πρέπει να εξυπηρετούν όλους. Μπορεί κάποιος να πει ότι ξέρει τι είναι καλύτερο για όλους; Μπορεί να πει κάποιος ότι ξέρει τους “αντικειμενικούς νόμους κίνησης της Ιστορίας”; Σίγουρα όχι. Και αυτό γιατί οι νόμοι της Ιστορίας δεν είναι αντικειμενικοί. Αυτό που ισχύει τώρα, δεν ίσχυε χθες ή δεν θα ισχύει στο μέλλον. Αυτό που ισχύει εδώ, δεν ισχύει αλλού, τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο.


Επίσης, με όποιον τρόπο και να φτιαχτούν οι θεσμοί, σίγουρα θα βρίσκονται ένα βήμα πίσω από την “πραγματική πραγματικότητα”. Αυτό είναι αναπόφευκτο σε ένα κόσμο σαν τον δικό μας, που αλλάζει συνεχώς, με συμπεριφορά αρκετά συχνά χαοτική. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να ελαχιστοποιηθεί η απόσταση ανάμεσα από τη ζωή και τους θεσμούς.
Ζωή, όμως, νοείται μόνο μέσα σε μια κοινωνία. Άρα πρέπει οι θεσμοί να είναι όσο πιο κοντά στην κοινωνία γίνεται. Αφού, όμως, η κοινωνία έχει την ικανότητα να θεσμίζει, δεν θα ήταν ιδανικό το θεσμίζον (αυτό που φτιάχνει τους θεσμούς) να είναι ταυτόχρονα ένας εξελικτικός θεσμός; Όλη η κοινωνία να θέτει αυτά που την αφορούν, θεσμίζοντας δυναμικά τρόπους επίλυσης προβλημάτων και λήψης αποφάσεων. Φυσικά, πάλι δεν θα υπάρχει απόλυτη ταύτιση θεσμού και θεσμίζοντος, θα έχει όμως ελαχιστοποιηθεί η μεταξύ τους απόσταση.
Μικρή διαφωνία υπάρχει ως προς την ιδανικότητα αυτής της κατάστασης στους ανθρώπους. Υπάρχει, όμως, μεγάλη αμφιβολία για το εφικτό της. Είναι φυσικό, αφού ο κόσμος που ζούμε είναι ένας κόσμος ξένωσης. Ο λόγος του Άλλου, παραμένει κάτι ξένο προς εμένα, κάτι που το ακούω, ενδεχομένως και το καταλαβαίνω, αλλά δεν το επεξεργάζομαι. Όχι λεκτικά, αλλά σαν νόημα. Μια επεξεργασία που θα επιτρέψει τον Λόγο του συνομιλητή μου, κατόπιν ελεύθερης κρίσης, να τον κάνω κτήμα μου, κομμάτι του εαυτού μου. Όχι αυτούσιο, αλλά επεξεργασμένο.
“Η αυτονομία δεν είναι λοιπόν [...] ολοκληρωτική εξάλειψη του λόγου του Άλλου, λόγου που αγνοείται ως λόγος του Άλλου. Είναι εγκαθίδρυση μιας άλλης σχέσης ανάμεσα στον λόγο του Άλλου και του υποκειμένου. [...] Γι’αυτόν επίσης τον λόγο, δεν μπορεί ούτε μία “ιδία αλήθεια” του υποκειμένου, με μια απόλυτη έννοια, να υπάρξει. Η ίδια η αλήθεια του υποκειμένου είναι πάντα μέθεξη σε μια αλήθεια που το υπερβαίνει, η οποία τελικά ριζώνει, και ριζώνει το υποκείμενο, μέσα στην κοινωνία και μέσα στην ιστορία, τη στιγμή ακριβώς που αυτό πραγματοποιεί την αυτονομία του. [...] Γι’ αυτό ακριβώς μπορεί να υπάρξει μια πολιτική της ελευθερίας, και γι’ αυτό τον λόγο δεν είμαστε αναγκασμένοι να διαλέξουμε ανάμεσα στη σιωπή και στη χειραγώγηση, αλλ’ ούτε και να παρηγορούμαστε λέγοντας: “τελικά, ο άλλος θα κάνει αυτό που θέλει”. Γι’ αυτό ακριβώς και είμαι τελικά υπεύθυνος γι’ αυτό που λέω (και γι’ αυτό που αποσιωπώ). Τέλος, διότι η αυτονομία, όπως την ορίσαμε, οδηγεί άμεσα στο πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα. Η αντίληψη που αναπτύξαμε δείχνει ότι δεν μπορούμε να θέλουμε την αυτονομία χωρίς να την θέλουμε για όλους, και ταυτόχρονα ότι η πραγματοποίησή της δεν μπορεί να γίνει πλήρως νοητή παρά ως έργο συλλογικό.” [Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση Της Κοινωνίας, σελ. 150 - 174]
Όπως βλέπουμε και στο παραπάνω απόσπασμα, η ατομική με την κοινωνική αυτονομία είναι συνυφασμένες, από την στιγμή που ο άνθρωπος είναι αναπόφευκτα κοινωνικό ον. Την ευθύνη, όμως, για την κοινωνική ξένωση την έχουν εξ ολοκλήρου τα μέλη της κοινωνίας; Όχι.
“Κι αυτό, διότι η ξένωση, η κοινωνική ετερονομία, δεν εμφανίζεται απλώς ως “λόγος του άλλου” - [...] ο άλλος εξαφανίζεται μέσα στο συλλογικό ανώνυμο, το απρόσωπο των “οικονομικών μηχανισμών της αγοράς”, [...] του νόμου μερικών που παρουσιάζεται ως ο νόμος. [...] Η ξένωση λοιπόν εμφανίζεται ως θεσμισμένη, εν πάση περιπτώσει ως έντονα προσδιορισμένη από τους θεσμούς. Και η σχέση της με τους θεσμούς εμφανίζεται διττή.
Πρώτον. οι θεσμοί μπορούν να είναι, και είναι πράγματι, ξενωτικοί στο ιδιαίτερό τους περιεχόμενο. Είναι ξενωτικοί, στον βαθμό που αποτελούν έκφραση και κύρωση μιας ταξικής δομής, γενικότερα μιας ανταγωνιστικής διαίρεσης της κοινωνίας, και, κατα συρροήν, της εξουσίας μιας ορισμένης κοινωνικής κατηγορίας πάνω στο σύνολο. [...]
Πέρα όμως από αυτή την όψη, και γενικότερα - διότι αυτό ισχύει και για τις κοινωνίες που δεν εμφανίζουν ανταγωνιστική διαίρεση, όπως πολλές αρχαϊκές κοινωνίες - υπάρχει ξένωση της κοινωνίας ανεξαρτήτως τάξεων, στους θεσμούς της. [...] ο θεσμός, μόλις τεθεί, φαίνεται να αυτονομείται, διαθέτει δική του αδράνεια και λογική, [...] αυτό που “στην αρχή” μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα σύνολο θεσμών στην υπηρεσία της κοινωνίας, γίνεται μια κοινωνία στην υπηρεσία των θεσμών.” [όπως πριν, οι εμφάσεις είναι του συγγραφέα]
Συνεπώς, μια κοινωνία που θα δεχόταν τον λόγο ενάντια στην θεσμισμένη κοινωνική ξένωση, θα μπορούσε να ξεπεράσει και τα εμπόδια που βάζουν οι θεσμοί για να εμποδίσει την ξένωση. “Αν όλος ο πληθυσμός ήξερε, το καπιταλιστικό καθεστώς δεν θα κρατούσε 24 ώρες”, έλεγε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, συνδέοντας το “ήξερε” με το “ήθελε”.
Ο πληθυσμός μπορεί να θέλει, πώς θα κινηθεί όμως; Πώς θα ξέρει ότι θα αποφασίσει τα σωστά πράγματα ώστε να πετύχει αυτά που θέλει; Χρειάζεται ένα συγκεκριμένο επαναστατικό πρόταγμα. Το πράττειν γενικά δεν αρκεί, αφού το περιεχόμενό του, οι πράξεις δηλαδή, μπορεί να μην είναι ουσιαστικές, μπορεί να είναι ένας ακτιβισμός με δράση μόνο για την δράση. Ενώ το πρόταγμα είναι συγκεκριμένο, όπως επίσης και το πρόγραμμά του. Ένα πρόταγμα μπορεί να είναι η αυτοθέσμιση της κοινωνίας, και πρόγραμμά του π.χ. οι συνελεύσεις, η κολλεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής κλπ. Μια πράξη, λοιπόν, που γίνεται πλέον σ’ αυτό το πλαίσιο αποκτά κάποιο νόημα. Σημαίνει κάτι, χωρίς αυτό να την κάνει αυτομάτως και ωφέλιμη.
Μια πράξη που θεσμίζει με βάση τις κοινωνικές ανάγκες, έχει σίγουρα κάποιο νόημα. Αν το νόημα αυτό είναι επιφανειακό ή ουσιαστικό, εξαρτάται από την φύση της ανάγκης που ικανοποιείται. Αν η ανάγκη είναι πραγματική, τότε είναι ουσιαστικό. Αν είναι πλασματική, τότε είναι επιφανειακό. Πλασματικές ανάγκες καλλιεργούνται στους ανθρώπους σχεδόν σε όλους τους τομείς της ζωής τους. Οι θεσμοί, όντας θεσμοί ξένωσης, δεν θεσμίζουν πάνω στο πραγματικό, αλλά πάνω στο φαντασιακό.
Η απόδοση φαντασιακών ιδιοτήτων σε κάτι, δεν πρέπει να συνδέεται με το φανταστικό. Φαντασιακές ιδιότητες αποδίδονται σε κάτι που υπάρχει, ενώ κάτι το φανταστικό δεν υπάρχει, αλλά το εφευρίσκουμε. Έτσι, φαντασιακές ιδιότητες έχουν τα μαγικά αντικείμενα, δηλαδή σημασίες μη προσπελάσιμες ορθολογικά. Οποιοδήποτε δόγμα βασίζεται στο φαντασιακό, όπως και πολλές έννοιες στην εποχή μας - οι θρησκείες, το πνεύμα, ο πολίτης, το κράτος, το κόμμα, το έθνος, το χρήμα, το παιδί κλπ.
Το φαντασιακό, εκτός από ατομικό, μπορεί να είναι και κοινωνικό. Είναι το “κάτι παραπάνω” που υπάρχει στην κοινωνία και την διαφοροποιεί από ένα άθροισμα ατόμων. Όταν αυτό δεν ταυτίζεται με το θεσμισμένο φαντασιακό της ξένωσης, μπορεί να θέσει όρους κοινωνικής αυτονομίας, δηλαδή η κοινωνία μπορεί να αυτοθεσμιθεί.
Ο Μαρξ είπε ότι “πρέπει να σταματήσουμε να ερμηνεύουμε τον κόσμο, καιρός να τον αλλάξουμε”. Σίγουρα πρέπει να σταματήσουμε να τον ερμηνεύουμε σαν σύνολο φαινομένων, αλλά πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να τον κατανοήσουμε, αφού ζούμε σε έναν κόσμο νοημάτων, σε έναν κόσμο σημασιών. Και, όταν ο κόσμος αλλάζει - και αλλάζει συνέχεια - “χρειάζεται να αλλάξουμε την σκέψη μας για να τον κατανοήσουμε” όχι να προσκολλούμαστε σε δόγματα.


Ένα κείμενο των συντρόφων/-ισσων από τη Σάμο, Rebeldes Titeres
Πηγή: www.terminal119.gr

0 σχόλια:


back to top