Άκου εργάτη της El Dorado Gold!

Posted: by παντιγέρα in
0
Ο δικός μου θάνατος δεν έχει όνομα. Δε θα φτιάξουν για μένα εκπομπές και ντοκιμαντέρ με τις τελευταίες μου λέξεις πριν πεθάνω, δε θα γίνει μνημείο το σημείο που σκοτώθηκα, όπου συγκινημένοι άνθρωποι θα έρχονται να μου αφήνουν κεριά και μηνύματα, δε θα ρωτήσουν τους φίλους και τους συγγενείς μου τι είπα και τι σκέφτηκα εκείνη την τελευταία μέρα. Κάθε μου μέρα και ώρα είναι ίδια. Οι σκλάβοι δεν πρέπει να έχουν σκέψεις και επιθυμίες. Βαθιά μέσα στη γη, όχι για να φτιάξω βραχογραφίες, αλλά για να φέρω μέσα από τα σπλάχνα της τα χρυσά κοσμήματα και τα ελάσματα, που επικυρώνουν την αξία των πραγμάτων και των στιγμών. Για να φτιαχτούν οι χρυσοί κρίκοι, που βάζουν κάποιοι στα χέρια τους, για να εγγυηθούν αιώνια αγάπη, οι χρυσοί σταυροί που εγγυώνται την ακλόνητη πίστη στο θεό, οι χρυσές πλάκες, που φυλάνε οι τράπεζες και τα χρηματοκιβώτια, για να ανεβάσουν και να κατεβάσουν κυβερνήσεις και πρόσωπα από τον θρόνο τους. Όλα αυτά που τα φυλάνε τέλος πάντων κάποιοι καλύτερα και από την καρδιά τους.

Είμαι ένας εργάτης δολοφονημένος στο μεταλλείο χρυσού του Σουδάν. Παράνομο λέει ήταν το μεταλλείο που εργαζόμουν… λες και ο νόμος είναι ποτέ ικανός να ξεπλένει τους θανάτους και τον βιασμό της φύσης. Το όνομά μου –και να στο έλεγα– θα το ξεχνούσες την επόμενη στιγμή, αν μπορούσες κιόλας να το προφέρεις. Δε θα το βάλουν ούτως ή άλλως και σε καμιά πλάκα μαζί με τα ονόματα των άλλων νεκρών. Τα δικά μας ονόματα είναι γραμμένα με «ψιλά γράμματα». Άλλωστε, δεν έχει και καμία σημασία τελικά αν θα γραφτεί κάπου. Ίσως να νομίζεις ότι με σένα είναι διαφορετικά, εσύ έχεις καλύτερες συνθήκες σκλαβιάς και ίσως να έχεις και δίκιο από τη μεριά σου. Μπορεί να είσαι και από αυτούς που πιστεύουν ότι «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» ή ότι μόνο το δικό σου μέρος αξίζει να μείνει ανέπαφο από την καταστροφή. Μπορεί. Μα εγώ λέω ότι η σκλαβιά είναι σκλαβιά. Δεν έχει καλύτερους και χειρότερους όρους. Ο πολιτισμός ο ίδιος, αυτό το αχόρταγο κτήνος που θέλει τις ίδιες μας τις ψυχές για να τραφεί, είναι ο απόλυτος τρόμος και όχι τα ζώα που κυνηγούσα, όσο ήμουν ελεύθερος. Μας καταπίνει ολόκληρους, μαζί με τις στιγμές μας. Και μη νομίζεις∙ οι στιγμές δε διαφέρουν, όπου κι αν είσαι. Όλοι κατά βάθος τα ίδια αναζητάμε, απλά διαφέρουμε στην απόσταση που μας χωρίζει από αυτά.

Δεν έχει καμία σημασία ποιος είμαι και ποιος είσαι. Μπορεί και για σένα κάποτε να πουν «ένας νεκρός εργάτης στην Χαλκιδική» και να μην προλάβεις να πεθάνεις από τη μόλυνση, όπως οι συνάδελφοι και οι συγχωριανοί σου, ούτε από καρκίνο, από καρδιά, θανατηφόρο άγχος ή εκβιασμούς. Και τότε δε θα σε σώσει ούτε το συνδικάτο ή το σωματείο ούτε ο καλός επιστάτης και το καλό αφεντικό, που θα σε χτυπήσει φιλικά στην πλάτη σε μια εκδήλωση της εταιρείας. Ούτε θα μπορέσεις να βοηθήσεις τα αγαπημένα σου πρόσωπα, που θα τους λείπεις και θα προσπαθούν να επιβιώσουν, ανώνυμοι κι αυτοί ανάμεσα σε ανώνυμους. Γιατί, όσο υπάρχουν κράτη και πολιτική, όσο ο πολιτισμός πριονίζει τις ρίζες της γης, κανείς μας δε θα είναι ελεύθερος αληθινά.

Όταν, λοιπόν, οι άνθρωποι καταφέρουν να ζήσουν αληθινά ελεύθεροι, τότε πάλι τα ονόματα δεν θα έχουν σημασία, γιατί δε θα μας καταγράφουν σε κανένα μητρώο, δε θα έχουμε αριθμούς και κωδικούς, για να συνεννοηθούμε, να φάμε και να ντυθούμε, να φτάσουμε από το ένα σημείο στο άλλο, δε θα είναι οι κινήσεις μας καταγεγραμμένες. Δε θα έχουν σημασία τα ονόματα, γιατί στους ελεύθερους ανθρώπους δεν υπάρχουν διαχωρισμοί και διακρίσεις, όλα είναι μία ενότητα: οι άνθρωποι, τα ζώα, όλη η φύση. Η ίδια η ύπαρξη είναι μία ενότητα κι αυτό είναι η ελευθερία. Μπορείς να το ονομάσεις κι Αναρχία. Το ίδιο κάνει. Αρκεί το όνομα να μην χάνει τη σημασία του αυτή τη φορά.

σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση

πηγή: anarchypress.wordpress.com

Συνέχεια...

Αντιρατσιστικός νόμος: Μια σύντομη κριτική

Posted: by παντιγέρα in
0
Στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για όσους συμμετέχουν σε ναζιστικές και ρατσιστικές οργανώσεις ή αρνούνται τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τις γενοκτονίες, φυλάκιση από τρεις μήνες ως και έξι χρόνια και πρόστιμο ως και 20.000 ευρώ προβλέπει νέο νομοσχέδιο που καταθέτει το υπουργείο Δικαιοσύνης στη Βουλή. Το σύνολο όλων των πολιτικών δυνάμεων, με εξαίρεση του ΚΚΕ και της Χρυσής Αυγής (και ίσως των Ανεξάρτητων Ελλήνων) φαίνεται πως θα υπερασπιστούν τις νέες ρυθμίσεις. Αυτή είναι η απάντηση της κυβέρνησης στην έξαρση του ρατσισμού, μια παράδοξη κίνηση αν συνυπολογίσει κανείς πως το συγκεκριμένο κόμμα κρύβει μέσα στους κύκλους του ανθρώπους οι οποίοι με ευχαρίστηση δήλωναν ότι η ΝΔ με τη Χρυσή Αυγή είναι αδελφές παρατάξεις, ή αν κρίνουμε τα γεγονότα με βάση τις μέχρι τώρα ενέργειές της, όπως το φιάσκο του Ξένιου Δία, την άρνηση απόδοσης ιθαγένειας σε παιδιά μεταναστών αλλά και την κάλυψη των ρατσιστικών επιθέσεων που συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας.

Είναι φανερό ότι, πλέον, η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να υιοθετήσει ένα περισσότερο Ευρωπαϊκό προφίλ επιχειρεί, κατά κάποιον τρόπο, να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί εναντίον της σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς τα δημοσιεύματα μεγάλων εφημερίδων συνεχώς κάνουν λόγο για εγκληματικές συμμορίες που δρουν στο κέντρο της πρωτεύουσας και επιτίθενται σε αλλοδαπούς αδιακρίτως, είτε πρόκειται για τουρίστες είτε μετανάστες. (Μάλιστα, μόλις πριν από μερικούς μήνες τον γύρο του κόσμου έκανε η είδηση Νοτιοκορεάτη που ξυλοκοπήθηκε από αστυνομικούς, οι βασανισμοί αντιφασιστών σε αστυνομικά τμήματα και, τέλος, οι κατηγορίες του Βρετανικού BBC σχετικά με τη συνεργασία Χρυσής Αυγής και Ελληνικής Αστυνομίας). Άλλωστε, το Ελληνικό κράτος δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ του ένας φορέας εξυπηρέτησης πολιτών και εφαρμογής του νόμου στο ακέραιο κατά πρότυπο των εξορθολογισμένων αστικο«δημοκρατικών» Ευρωπαϊκών δεδομένων. Απεναντίας, από τις πρώτες ημέρες της ίδρυσής του λειτουργούσε κυρίως σαν ένα σύστημα διεκπεραίωσης πελατειακών σχέσεων και συμφερόντων της ντόπιας ολιγαρχίας ενώ, τουλάχιστον, δεν φαίνεται να πραγματοποιεί κάποια ουσιαστική στροφή. Κάτι τέτοιο πρακτικά σημαίνει ότι ο αντιρατσιστικός νόμος θα αποτελεί την βιτρίνα μιας τρισάθλιας πραγματικότητας, κυρίως αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι πολλές φορές οι νόμοι δεν εφαρμόζονται, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με περιπτώσεις ακροδεξιάς βίας. Ακόμη, όμως, και αν πιστέψουμε πως η κυβέρνηση πραγματοποιεί στροφή, βάζοντας ένα τέλος στο μίζερο παρελθόν (πράγμα που δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί εντός λίγων μηνών) κατά πόσο ένα τέτοιο νομοσχέδιο πραγματικά θα μπορούσε να συνεισφέρει κάτι στην αντιμετώπιση του ρατσισμού; Μπορεί η ρατσιστική βία να ελεγχθεί μέσα από αστικές νομοθεσίες ή παρόμοιες κινήσεις ή μήπως ένα τέτοιο πρόβλημα έχει βαθιές ρίζες, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες;

Είναι γνωστό ότι η ΕΛ.ΑΣ αποτελεί μια φωλιά ακροδεξιών με τη Χ.Α να λειτουργεί ως το δεξί τους χέρι και πως ο πολιτικός κόσμος εδώ και πολλά χρόνια αντί να προτείνει κάποια λύση, ή, έστω να λάβει κάποιο δραστικό μέτρο σιωπούσε συνεχώς όταν το πρόβλημα ήταν ήδη στις αρχές του, συγκαλύπτοντάς το και αγνοώντας τις διαστάσεις που θα μπορούσε να πάρει. Κάτι τέτοιο που λίγο πολύ σημαίνει πως είναι πλέον πολύ αργά για να περιμένουμε αποτελέσματα από αιφνίδιες νομοθετικές διατάξεις, τη στιγμή που όχι μόνο τα σώματα ασφαλείας αλλά και κομμάτι της κοινωνίας έχει διαβρωθεί από τις ιδέες της Χ.Α. (κάτι που μερικά χρόνια πριν θα φάνταζε αδιανόητο). Έτσι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο (ή ακόμη και κάποιο παρόμοιο λιγότερο αυστηρό) βρει σύμφωνη την πλειοψηφία των βουλευτών, κανείς δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί, ότι οι ρατσιστές θα καθίσουν στο ειδώλιο και θα πληρώσουν το τίμημα των πράξεών τους. Η ατιμωρησία των ναζιστών θα είναι κατά πάσα πιθανότητα εγγυημένη, όταν πλέον έχουν γίνει γνωστές σε όλους οι κομματικές προτιμήσεις μεγάλου αριθμού αστυνομικών. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικές συνθήκες από μόνες τους εξεγείρουν την ξενοφοβία, δεδομένου ότι η διάλυση του κοινωνικού ιστού σε μια περίοδο οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής κατάρρευσης, καλλιεργεί τάσεις εσωστρέφειας και απομονωτισμού. Από την άλλη ο διασυρμός και η ταπείνωση μιας ολόκληρης χώρας από τα διεθνή Μ.Μ.Ε., ενθαρρύνουν όλο και περισσότερο τις πιο ακραίες εθνικιστικές φωνές. Όλα αυτά δεν μπορούν να διορθωθούν ούτε με νόμους ούτε με κοινοβουλευτικές ρυθμίσεις. Η λουμπενοποίηση της ‘δημόσιας σφαίρας’ και η έντονη στροφή προς την επιθετική ξενοφοβία είναι αδύνατο να κρυφτούν κάτω από το χαλί της πολιτικής ορθότητας, καθώς όπως έχει δείξει η εν γένει πραγματικότητα, οι αντιρατσιστικοί κώδικες στην αστική και ποινική νομοθεσία πολλών φιλελεύθερων Δυτικών κρατών που χρίζουν ιδιαίτερα καλής φήμης για τον σεβασμό τους στα δικαιώματα των μεταναστών, έχει επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα.

Στην «ανεκτική» Ολλανδία, στην πολυπολιτισμική Βρετανία όπου ο ρατσισμός (στα χαρτιά τουλάχιστον) είναι ανεπιθύμητος, στην προοδευτική Σουηδία, σε όλες αυτές οι χώρες που στην νομοθεσία τους έχουν εισάγει αυστηρούς νόμους για την πάταξη κάθε ρατσιστικής συμπεριφοράς, υπερσυντηρητικά κόμματα με ακραίες αντιμεταναστευτικές πολιτικές πλατφόρμες, όπως το Κόμμα της Ελευθερίας του Βίλντερς, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας (UKIP) του Φαράτζ, και οι Αντίστοιχοι Σουηδοί Δημοκράτες βρίσκονται πλέον επίσημα στο κοινοβούλιο. Αυτό επί της ουσίας μας δείχνει ότι ο ρατσισμός, το φαντασιακό της φυλετικής ανωτερότητας και κάθε είδους μισανθρωπική ιδέα δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με την καταστολή, αλλά μόνο με την εντόπιση της ρίζας που τις γεννά, που δεν είναι άλλο παρά το ίδιο το σύστημα του ανταγωνισμού (όπου η ανισότητα εκφράζεται και ως φυλετική, ή με βάση την εθνικότητα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και το φύλο), η απομόνωση, οι ελλείψεις στο εκπαιδευτικό σύστημα και πολλοί άλλοι παράγοντες που δεν μπορούν να εξαλειφθούν μέσα από κυβερνητικές υπογραφές και νόμους. Πού είναι, λοιπόν, τώρα ο αντιρατσιστικός νόμος στην Βρετανία να σταματήσει την συντηρητικοποίηση και την ραγδαία άνοδο του κόμματος του Φαράτζ; Αυτή την στιγμή το UKIP που επιθυμεί περιορισμό των μεταναστών (ακόμη και για αυτούς που είναι πολίτες της Ε.Ε.), ζητά επαναφορά της θανατικής ποινής, της στρατιωτικής θητείας και της βέργας στα σχολεία, στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές άγγιξε το 23%, ενώ στη Γαλλία το ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν βρίσκεται πλέον την δεύτερη θέση στις σφυγμομετρήσεις.

Το δίδαγμα είναι σκληρό: η κοινωνία αν θέλει να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, όποιο μέτρο και αν παρθεί, τον δρόμο που διάλεξε να βαδίσει θα τον διαβεί. Και αν κάτι τέτοιο δεν γίνει εφικτό με τις γνωστές αστικού τύπου γραφειοκρατικές διαδικασίες, τότε ίσως μιλήσουν τα όπλα και οι βόμβες. Συνεπώς ήρθε η στιγμή να τελειώνουμε με τις αυταπάτες. Ας αναγνωρίσουμε ότι μια κοινωνία μπορεί να εσωτερικεύσει ρατσιστικές αντιλήψεις με το χρόνο και δεν είναι μόνο η Daily Mail, η Bild, το Channel 4, το Πρώτο Θέμα, τα φασιστολόγια και η δημοσιογραφική ελίτ που μας χειραγωγούν, όπως λένε οι διάφορες λαϊκιστικές φωνές εξ αριστερών, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας προκειμένου να πετύχουμε κάτι ουσιαστικό (κοινώς, ριζωμένες ετερόνομες αντιλήψεις πρέπει να μετασχηματιστούν). Ας αποδεχτούμε, επίσης, ότι το δόγμα της πολυπολιτισμικότητας έχει και αυτό τις ενδογενείς του αδυναμίες, μια εκ των οποίων είναι η έλλειψη επαναστατικών στοιχείων εντός του, κάτι που, άλλωστε, είναι λογικό μιας και αποτελεί φιλελεύθερο πρόταγμα και όχι κληρονομιά των Μαρξιστών/αναρχικών. Άλλωστε, ο λόγος που οι τελευταίοι υπερασπίστηκαν (κι εξακολουθούν να υποστηρίζουν) τους μετανάστες οφείλεται στο ότι αναζητούσαν εργατική ενότητα προκειμένου να εναντιωθούν στον διαχωρισμό των φτωχών στρωμάτων σε γηγενείς και αλλοδαπούς. Αυτό προϋπέθετε την ανάδειξη πάνω απ’ όλα μιας άλλης ταυτότητας έναντι της εθνικής, αυτής του οικουμενικού εργάτη που υποφέρει από τους καπιταλιστές ανεξαρτήτως χρώματος και φυλής. Οι σημερινοί Ευρωπαίοι αριστεροί, όμως, έχοντας παρεκκλίνει από αυτές τις θέσεις, αγνοούν το γεγονός ότι οι περισσότεροι μετανάστες δεν έρχονται στην Ευρώπη με σκοπό να ανατρέψουν το σύστημα, αλλά απεναντίας για να εργαστούν μέσα σε αυτό, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης ή, και σε πολλές περιπτώσεις, επιβίωσης. Κάτω από το διευρυμένο κλίμα εσωστρέφειας που καλλιέργησε η κρίση, είναι λογικό πως το πολυπολιτισμικό μοντέλο δεν θα μπορέσει να επιβιώσει καθώς η τάση κάθε εθνικής ομάδας να κλείνεται στον εαυτό της λόγω της σκλήρυνσης των ανταγωνιστικών σχέσεων και της γενικευμένης ανασφάλειας που αυτός δημιουργεί, επιφέρει συγκρούσεις, ενώ την ίδια στιγμή απουσιάζουν βασικές γέφυρες επικοινωνίας (και είναι λογικό να απουσιάζουν εφόσον η πολυπολιτισμικότητα δεν χτίστηκε πάνω σε επαναστατικές βάσεις – δεν πατά, δηλαδή, πάνω στην δημόσια σφαίρα, στην ανθρώπινη επαφή – αλλά σε καπιταλιστικές/οικονομικές). Αυτό σημαίνει ότι εφόσον ένα μοντέλο δεν καθίσταται βιώσιμο τότε κάποιο άλλο θα πρέπει να βρεθεί. Διαφορετικά, την έλλειψη αντι-προταγμάτων θα εκμεταλλευτούν άμεσα οι συντηρητικές δυνάμεις, οι οποίες με άμεση ευκολία θα επενδύσουν στον απομονωτισμό και την ξενοφοβία, προκειμένου να αναρριχηθούν στην εξουσία μια χούφτα δημαγωγοί. Ένα νέο μοντέλο θα μπορούσε να είναι η κοινωνία των διαπολιτισμικών σχέσεων: η φιλία μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής εθνικότητας και πολιτισμικού υπόβαθρου χτίζεται μονάχα μέσω της φυσικής επαφής των ανθρώπων (που, φυσικά, προαπαιτεί την επαναδραστηριοποίηση της δημόσιας σφαίρας), κάτι που στις σύγχρονες ανταγωνιστικές κοινωνίες-φυλακές έχει αντικατασταθεί από την ιδιώτευση, την κουλτούρα των TV και PC politics και την αποθέωση του ατομικιστικού φαντασιακού.

Για να επανέλθω στο βασικό ζήτημα: η ξενοφοβία είναι μια ανοιχτή πληγή η οποία δεν θεραπεύεται κάτω από το χαλί της καλογυαλισμένης κοινοβουλευτικής υποκρισίας. Γιατρεύεται μόνο όταν χορηγείται το κατάλληλο αντίδοτο, και αυτό δεν είναι άλλο παρά η άρνηση του συμβιβασμού με την Χομπσιανή πραγματικότητα, η σταδιακή αποδόμηση των ανταγωνιστικών αξιών, η περαιτέρω εξάπλωση της πραγματικής πολιτικής δράσης μέσα από οριζόντιες κοινωνικές αντιδομές και η εγκαθίδρυση διαπολιτισμικών σχέσεων. Με λίγα λόγια, ο θάνατος του ρατσισμού ή θα αποτελέσει κοινωνικό δημιούργημα ή δεν θα υπάρξει ποτέ, κάτι που μπορεί και να σηματοδοτεί το ξεκίνημα ενός τρομακτικότατου εφιάλτη. Οι εικόνες της TV, οι βαρύγδουπες δηλώσεις και οι εντυπωσιασμοί της πολιτικής ελίτ δεν θα πρέπει να καθησυχάζουν κανέναν, ακόμη και αν στην τελική αυτός είναι ο στόχος τους.

πηγή: eagainst.com


Συνέχεια...

Προελαύνει ο σύγχρονος σκοταδισμός

Posted: by παντιγέρα in
0
Η πολυεπίπεδη και παρατεταμένη κρίση κλονίζει την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στις απελευθερωτικές δυνατότητες της επιστήμης και μαζικά πλέον οι εργαζόμενοι και ειδικότερα τα χαμηλά μορφωτικά στρώματα στρέφονται στη θρησκεία και τις εύκολες απαντήσεις που προσφέρει ο ανορθολογισμός. Η παγκοσμιοποίηση ενισχύει το θρησκευτικό φαινόμενο παράγοντας νέες υβριδιακές μορφές πίστης.


Θρησκευτικός ιδεαλισμός

Η θρησκεία είναι μορφή πνευματικής οικειοποίησης της φύσης και της κοινωνίας, ιδεαλιστικού χαρακτήρα. Ο ιδεαλισμός, σε αντιδιαστολή με τον υλισμό, στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, θεωρεί ότι η συνείδηση καθορίζει το είναι και όχι το αντίστροφο. Η θρησκεία είναι μια ιδιόμορφη έκφραση του ανορθόλογου υποκειμενικού ιδεαλισμού. Ακόμη κι όταν αναγνωρίζει την ανεξάρτητη από το πνεύμα ύπαρξη της πραγματικότητας αυτή η παραδοχή ισχύει ως προς τον άνθρωπο. Αντίθετα, ως προς το θεό θεωρεί ότι η πραγματικότητα δεν είναι ανεξάρτητη, αλλά αποτελεί δημιούργημα του θείου πνεύματος στο οποίο μάλιστα παρεμβαίνει και στο διηνεκές κατά το δοκούν. Αλλά και του ανθρώπου η σχέση με το είναι (φύση – ιστορία) καθορίζεται θεία χάριτι με την παρέμβασή του στη φύση και την ιστορία, όχι με βάση τους νόμους τους, αλλά κατά το δικούν και τη βούληση του θείου. Αλλά και στη γνωστική διαδικασία η θρησκεία χαρακτηρίζεται από τον ανορθολογισμό. Δεν θεωρεί ότι η γνώση είναι προϊόν της εμπειρίας, της επιστήμης, της αποδεικτικής λογικής (τυπικής και διαλεκτικής) αλλά ανορθολογικής κατά κανόνα διαδικασίας που βασίζεται στη διαίσθηση το βίωμα, την αποκάλυψη, το όραμα, το θαύμα. Ο θεός, αφού έχει δημιουργήσει τον κόσμο και τον δημιουργεί, τον γνωρίζει και τον αποκαλύπτει στους εκλεκτούς του (το παρόν αλλά και το μέλλον) με εντολή να μεταφέροουν την θεία αποκάλυψη και εντολή του στους ανθρώπους και να τους πείσουν να ενεργήσουν σύμφωνα με τη θεία βούληση. Άρα, η θρησκεία έχει ανορθολογικό χαρακτήρα ουσιαστικά και είναι ασύμβατη με την επιστήμη.

Χαρακτηριστική έκφραση του γνωστικού ανορθολογισμού αποτελούν οι φράσεις «πίστευε και μη ερεύνα», «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» και που αναγορεύουν τον ορθολογισμό σε ελάττωμα, αν όχι σε αμάρτημα.

Ο θρησκευτικός ιδεαλισμός έχει πνευματικές και κοινωνικές ρίζες. Στο ανθρώπινο πνεύμα ενυπάρχουν ψυχολογικά χαρακτηριστικά, όπως η πίστη, η βούληση, το συναίσθημα αλλά και διανοητικά στοιχεία, όπως οι αντιλήψεις, οι έννοιες κ.ά. Με γνώμονα τον ψυχονοητικό οπλισμό του ανθρώπου ο Φόυερμπαχ όρισε ότι ο άνθρωπος δημιουργεί το θεό, προβάλλοντας τις πνευματικές του ιδιότητες σ’ ένα πλασματικό ον, και όχι ο θεός τον άνθρωπο. Οι κοινωνικές ρίζες του θρησκευτικού ιδεαλισμοόυ ανάγονται κυρίως στην ταξική διαίρεση της κοινωνίας. Οι κυρίαρχες τάξεις έχουν την τάση και το συμφέρον να αποκρύπτουν τις αντιθέσεις, να τις νάγουν στη θεία θέληση, στη δημιουργία της κοινωνίας με τις αντιθέσεις της, σύμφωνα με τη θέληση του θείου στην οποία πρέπει να συμμορφώνονται οι άνθρωποι και να μη διανοούνται καν ότι μπορούν να παραβιάσουν την κοινωνική τάξη, που έχει ορίσει ο θεός. Σύμφωνα με τις ταξικές αυτές αντιλήψεις η θέση και η πορεία του ανθρώπου στην επίγεια ζωή καθορίζονται από τη θεία μοίρα ενώ η τύχη, στη μετά θάνατον ζωή καθορίζεται από τη συμπεριφορά του απέναντι στους ηθικούς νόμους που έχει ορίσει το υπέρτατο πνεύμα και που αφορούν βέβαια και την κοινωνική και πολιτική τάξη. Η ιστορική αδυναμία του ανθρώπου που να ερμηνεύσει επαρκώς τη φύση και την κοινωνία και να ρυθμίσει με συνειδητό και επωφελή τρόπο τη σχέση του με αυτές τον ωθεί στην επινόηση της θρησκείας και του υποκειμένου της, του θεού, στον οποίο προβάλλει και αναθέτει αυτό το έργο, τη γνώση δηλαδή της φύσης και της κοινωνίας και τη ρύθμιση της σχέσης του με τη φύση και την κοινωνία.


Σταθεροποιητικός παράγοντας του συστήματος

Το θρησκευτικό φαινόμενο στις πολυποίκιλες μορφές του, έχει παγιωθεί στις ταξικές κοινωνίες, αποτελεί κυρίαρχη μορφή της κρατούσας ιδεολογίας. Το θρησκευτικό φαινόμενο λόγω του κοινωνικόυ χαρακτήρα του γνωρίζει έξαρση σε περιόδους κρίσης και όξυνσης των αντιθέσεων. Απεναντίας, σε περιόδους σχετικά ομαλής ανάπτυξης, προοδευτικών και δημοκρατικών κατακτήσεων, πολιτιστικής ανόδου, παρουσιάζεται πτώση του φανατισμού και του θρησκευτικού ζήλου. Στα χρόνια του Μεσαίωνα κυριαρχεί άγριος σκοταδισμός, θρησκοληψία, φανατισμός, δεισιδαιμονίες και προλήψεις. Η Ιερή Εξέταση τρομοκρατεί τους κριτικά σκεπτόμενους. Η μισαλλοδοξία βασιλεύει. Στο όνομα της χριστιανικής πίστης άγριοι πόλεμοι ξεσπάνε (Νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου – Σταυροφορίες). Στην Αναγέννηση απεναντίας, η ανάδυση της προοδευτικής τότε αστικής τάξης, οδηγεί σε μια εκκοσμίκευση, σε μια στροφή στα εγκόσμια, στην ανοχή και προστασία της αντίθετης γνώμης και στάσης, σε εξανθρωπισμό του δικαίου (Βολταίρος – Μπεκαρία), σε άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών με εστίαση στο νατουραλισμό και τη χαρά της ζωής, και αποστασιοποίηση, σχετική από τη μεταφυσική.

Τηρουμένων των αναλογιών, παρόμοια αντιστροφή παρατηρείται στον καπιταλισμό τις τελευταίες δεκαετίες σε αντίθετη κατεύθυνση. Στην περίφημη τριακονταετία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε επέλθει κατίσχυση του ορθολογικού επί του ανορθολογικού, που εδραζόταν σε τρεις καίριους πυλώνες: Στην εκρηκτική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής που αντικειμενικά περιόριζε τον ζωτικό χώρο της μεταφυσικής και του υπερβατισμού. Στην ακμή του αριστερού οράματος, που παρά τις εκφυλιστικές ασθένειες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την ενσωματωτική πορεία της δυτικής Αριστεράς, απέπνεε για τις μάζες το άρωμα μιας εναλλακτικής επίγειας κοινωνίας. Ακόμη, στον μετανεωτερικό, υπαρξιακό, πολιτικό και πολιτιστικό ριζοσπαστισμό της νεολαίας, που αμφισβητούσε τη συμβατικότητα του κατεστημένου και αναζήτησε με εξεγέρσεις έναν αντικομφορμιστικό τρόπο ζωής. Από τη δεκαετία όμως του ’80 και εφεξής εκδηλώνεται μια κατά κύματα καπιταλιστική κρίση σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, κοινωνικό, εργασιακό, περιβαλλοντικό, πολιτικό, εθνικό, ιδεολογικό, ηθικό.

Η πολυεπίπεδη και παρατεταμένη κρίση κλονίζει την εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές δυνατότητες της επιστήμης, στη δύναμη των ρυθμιστικών κοινωνικών κανόνων, στην οικονομία της αγοράς και τις καταναλωτικές δυνατότητες. Η Αριστερά σε μια καθοδική πορεία, χάνει την αίγλη και την ελπίδα της εναλλακτικής δυνατότητας. Η νεολαία παθητικοποιείται, βυθίζεται στην ανεργία, ένα τμήμα της με ανώτερες ικανότητες έλκεται από το οικονομικό και κοινωνικό status των γιάπηδων. Το έδαφος κλονίζεται, καταρρέει. Οι βεβαιότητες κλονίζονται. Ο εργαζόμενος καταφεύγει στη σταθερότητα, όπως βαυκαλίζεται, της θρησκείας. Τη στροφή προς τη θρησκεία ενθαρρύνει και η αλλαγή πολιτικής της θρησκευτικής ηγεσίας, όπως και η παγκοσμιοποίηση και μετανάστευση. Η εκκλησιαστική ηγεσία υιοθετεί μια πολιτική στροφή προς τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Η παραδοσιακή άποψη ότι η Εκκλησία πρέπει να ασχολείται με τη σωτηρία της ψυχής και όχι με τα εγκόσμια, εγκαταλείπεται. Επικρατεί πλέον η άποψη ότι η Εκκλησία πρέπει να παρεμβαίνει στα προβλήματα της φτώχειας και της περιθωριοποίησης. Η εγκατάλειψη του κράτους πρόνοιας από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό επιφορτίζει την Εκκλησία με ένα ευρύ φάσμα καθηκόντων, που ανυψώνει το κύρος και την επιρροή της στις μάζες των εξαθλιωμένων. Η θρησκευτικότητα στην Ευρώπη ενισχύεται εμμέσως και από τη μετανάστευση, τεράστιων μαζών από την Ασία και την Αφρική, με ισχυρή θρησκευτική συνείδηση λόγω παράδοσης και αντίξοης διαβίωσης.

Τη θρησκευτικότητα ενισχύει και η παγκοσμιοποίηση, δημιουργώντας υβρίδια. Αναπτύσσεται μια τάση συγκρητισμού της χριστιανικής πίστης με ιδέες και πρακτικές δάνειες από το βουδισμό, τον ταοϊσμό, τον ινδοϊσμό. Αυτά τα υβρίδια απλουστεύουν τη θρησκευτική διαδικασία, ενισχύουν τον προσωπικό χαρακτήρα της, προσδίδουν σε αυτήν νέο ενδιαφέρον.

Στην εποχή της συσσώρευσης προβλημάτων και ερωτημάτων, αβεβαιότητας και φόβου, δεν αναγεννάται απλώς η θρησκευτικότητα, το κοινό δεν αναζητά απλώς θρησκευτικές απαντήσεις στα προβλήματά του, δεν προτιμά απλώς, όπως έλεγε ο Καστοριάδης, την πίστη από τη γνώση. Αναπτύσσεται και ένας ισχυρός ανορθολογισμός που απορρίπτει τις λογικές ερμηνείες, οδηγηεί σ’ ένα στρουθοκαμηλισμό μη αποδοχής της αλήθειας, δημιουργώντες αυταπάττες και αβάσιμες ελπίδες. Ακραία έκφραση ανορθολογισμού και θεσμικής εχθρότητας προς την επιστήμη και την αλήθεια η άρνηση αρκετών πολιτειών των ΗΠΑ, να συμπεριλάβουν στο εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα την επιστημονική ερμηνεία της εξέλιξης των ειδών από τον Δαρβίνο. Απόφαση, που δεν εκφράζει την αυθαιρεσία των αρχών, αλλά τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών που ακόμη και με δημοψηφίσματα επιβεβαίωσαν την προτίμησή τους στη βιβλική περιγραφή της κοσμογένεσης και όχι στην επιστημονική ερμηνεία της. Όταν η επιστήμη και η εφαρμογή της εξοβελίζουν την υπερβατικότητα από το χώρο της πραγματικότητας, οι πιο αδύναμοι ή πιο ευαίσθητοι δεν στρέφονται απλώς στη θαλπωρή της θρησκείας και του μετά θάνατον παραδείσου. Αναζητούν έναν θρησκευτικό Μεσσία, πέφτοντας θύματα της ικανότητάς του να εξαπατά ή έναν πολιτικό Μεσσία, που τους υποβάλλει εξωπραγματικές ή και επικίνδυνες ουτοπίες. Τέτοια φαινόμενα ενδημούν στις ΗΠΑ με αιρέσεις, προφήτες, μεσσίες (στη θρησκευτική μορφή) ρατσιστές, εγκληματικές οργανώσεις, τρομοκράτες (στην πολιτική μορφή). Μάλιστα, αυτές οι συλλογικότητες, ακόμη και οι πολιτικές, δημιουργούν μια τελετουργική διαδικασία, για να υποβάλουν, να υπνωτίσουν τη σκέψη και τη βούληση των μελών τους. Και σήμερα, εξάλλου, θρησκευτικού τύπου τελετουργία υιοθετούν κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις, για να εντυπωσιάζουν και να παγιδεύουν τα μέλη τους (μασόνοι, ακροδεξιές οργανώσεις κ.ά.).

Τον ανορθολογισμό ευνοεί το ότι η επανεμφάνιση της θρησκευτικότητας γίνεται, σε μεγάλο βαθμό με τη φονταμενταλιστική ανανέωση της θρησκείας ή πτέρυγάς της. Δηλαδή με την τυφλή και φανατική πίστη και προσήλωση σε μια θρησκεία ή ιδεολογία, την άρνηση οποιασδήποτε κριτικής και αυτοκριτικής, τη συναισθηματική και βιωματική σχέση με αυτήν, το μίσος για τους ετερόδοξους (μισαλλοδοξία).

Ο σύγχρονος καπιταλιστικός κόσμος απειλεί με υποβάθμιση εθνικές, κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές ομάδες. Έτσι, στην απόγνωσή τους, τις ωθεί στην αναζήτηση ή δημιουργία θρησκευτικού ή πολιτικού ερείσματος ριζοσπαστικού και δυναμικού. Αφοσιώνονται απόλυτα σε αυτό και είναι πρόθυμοι να καταφύγουν και σε ακραίες δράσεις κατά της απειλής υποβάθμισής τους. Ο φονταμενταλισμός, θρησκευτικός και πολιτικός, έχει αντιδραστικό χαρακτήρα: Δεν αναζητά λύσεις, απορρίπτει τις διαπραγματεύσεις, επιδιώκει την παραδειγματική καταστροφή, χαρακτηρίζεται από αδιαλλαξία, μισαλλοδοξία, ωμότητα. Μορφή πολιτικού και θρησκευτικού φονταμενταλισμου αποτελούν στις ΗΠΑ οι συντηρητικοί Ευαγγελιστές. Υποστηρίζουν τη βία, χωρίς να την ασκούν οι ίδιοι. Υποστήριζαν την εισβολή στο Ιράκ και τους πολύνεκρους βομβαρδισμούς. Από την ανάλυση της κατάστασης αρκέστηκαν στις διαβεβαιώσεις του Μπους ότι το Ιράκ έχει μεγάλο αριθμό όπλων μαζικής καταστροφής. Διαθέτουν ισχυρό λόμπι στο Κογκρέσο και στο Προεδρικό επιτελείο, ελέγχουν ένα σημαντικό μέρος των ΜΜΕ. Οι συντηρητικοί Ευαγγελιστές (και άλλες παρόμοιες θρησκευτικές οργανώσεις στις ΗΠΑ) έχουν διαμορφώσει μια θρησκευτικο-πολιτική κουλτούρα, που εκφράζεται και επικεντρώνεται σ’ ένα πατριωτικό αμερικάνικο μεσσιανισμό. Οι ΗΠΑ οφείλουν και δικαιούνται να επεμβαίνουν σε αντιδραστικά καθεστώτα και να εγκαθιστούν μιαν αμερικανικού τύπου δημοκρατία. Σύμφωνα με τις αναλύσεις τους είναι αδιανόητο αυτοί οι λαοί να προβάλλουν αντιστάσεις στους Αμερικάνους εισβολείς. Πρέπει να δέχονται με ευγνωμοσύνη την επέμβαση των ΗΠΑ, που έχει ως αποστολή τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας τους. Το λόμπι των Ευαγγελιστών έχει υποστηρίξει και παροτρύνει την εισβολή στη Χιλή, τη Βενεζουέλα, το Ιράκ, κ.ά. Παράλληλα, η αμερικάνικη κρατική πολιτική, υποστηρίζει προτεσταντικά λόμπι για τη διείσδυσή τους στην Ανατολική κυρίως Ευρώπη, όπου υπάρχει ισχυρό ιδεολογικό και θρησκευτικό κενό. Τον τόνο του θρησκευτικού και πολιτικού ανορθολογισμού και μεσσιανισμού τον δίνει η ίδια η ηγεσία των ΗΠΑ. Ο Ρήγκαν χαρακτήριζε τη Σοβιετική Ένωση «αυτοκρατορία του κακού», ενώ ο Τζ. Μπους μιλούσε για το «θεόσταλτο» καθήκον της Αμερικής και χαρακτήριζε τους εχθρούς των ΗΠΑ «άξονα του κακού». Από την άλλη μεριά, στον μουσουλμανικό κόσμο παρατηρείται άνοδος του φονταμενταλισμού. Ο ισλαμικός αντιιμπεριαλισμός που χρησιμοποιήθηκε για τη συγκρότηση πατριωτικής ισλαμικής ταυτότητας, σαφώς βρίσκεται σε υποχώρηση, ενώ σταδιακά κυριαρχεί ο ακραίος φονταμενταλισμός στη ρητορική και την πολιτική τους. Οι ΗΠΑ χαρακτηρίζονται ως ο «Μεγάλος Σατανάς», ενώ το εθνικοθρησκευτικό συναίσθημα διεγείρεται με την αναφορά στις Σταυροφορίες του Μεσαίωνα και την ανάγκη εκδίκησης. Παράλληλα, αυξάνονται οι επιθέσεις στους οπαδούς άλλων δογμάτων (επιθέσεις ενάντια στους κόπτες Χριστιανούς στην Αίγυπτο).

Οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές, όπου έχουν δύναμη, επιβάλλουν το ισλαμικό δίκαιο (σαρία). το κοσμικό δίκαιο εκτοπίζεται, η θέση των γυναικών με την επιβολή της σαρία επιδεινώνεται στο έπακρο. Η τρομοκρατία με τον θρησκευτικό μανδύα του πολέμου κατά των απίστων (Τζιχάντ) διογκώνεται με τυφλές επιθέσεις ακόμη και κατά αμάχων. Η ανοχή σε άλλα θρησκευτικά και πολιτικά δόγματα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Η παιδεία και ο πολιτισμός υποτάσσονται όλο και πιο ασφυκτικά στον θρησκευτικό φανατισμό. Τα παιδιά σε ορισμένες περιπτώσεις φοιτούν σε ιεροδιδασκαλεία, έχουν ως μοναδικό βιβλίο το Κοράνι, ενώ η φοίτηση των κοριτσιών σε μικτά σχολεία (ακόμη και δημοτικά) απαγορεύεται. Ακόμη και οι αντιθέσεις δεν προσδιορίζονται με τον πολιτικό, αλλά με τον θρησκευτικό χαρακτήρα τους (για παράδειγμα Σουνίτες, Σιίτες). Η θρησκεία δεν είναι απλώς στοιχείο προσδιοριστικό της εθνικής συνείδησης, αλλά αρχή και βάση της οργάνωσης της κοινωνίας στο σύνολό της.



Θρησκεία και πολιτική

Oι φονταμενταλιστές κάθε δόγματος ενισχύονται και επιδιώκουν τη θρησκευτικοποίηση της κοινωνίας, την επιβολή, δηλαδή, της θρησκείας ως καθοριστικού παράγοντα της κοινωνικής ζωής. Αυτή η τάση παρατηρείται στο λόμπι των ευαγγελιστών στις ΗΠΑ, που είναι πανίσχυρο και σαφώς επηρεάζει τις αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας, ακόμη και στα πιο σημαντικά ζητήματα. Στο Ισραήλ καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν τα κόμματα του ορθόδοξου Ιουδαισμού, τα οποία θρησκειοποιούν την κοινωνία και τις κυβερνήσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο θρησκευτικός φανατισμός και η εμπάθεια να κυριαρχεί στην πολιτική και κοινωνική ζωή και, να οδηγεί στην παραβίαση, με ευρεία λαϊκή συναίνεση, των στοιχειωδών εθνικών και ατομικών δικαιωμάτων. Το Ιρανικό καθεστώς έχει εγκαθιδρύσει δύο παράλληλες εξουσίες, την κρατική-πολιτική και την ισλαμική-θρησκευτική, με σαφή υπεροχή της δεύτερης έναντι της πρώτης όπως ρητά δηλώνεται στον τίτλο του κράτους «Ισλαμική Δημικρατία του Ιράν». Άγριος σκοταδισμός κυριαρχεί στα αυστηρά Ισλαμικά καθεστώτα, με προεξέχουσα τη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη, τα Εμιράτα κ.α. Ακραία θρησκευτικοποίηση παρατηρείται και σε καθεστώτα με εθνικοαπελευθερωτικές παραδόσεις ή και «σοσιαλιστική» ρητορική, όπως οι «Αδελφοί μουσουλμάνοι» της Αιγύπτου, το Ισλαμικό κόμμα στην Τυνησία, που υλοποίησαν τις μαγαλειώδεις λαϊκές εξεργέσεις, για να επιβάλουν την ισλαμική ιδεολογία τους στην κοινωνία πραγματοποιώντας πολιτικά κομπρεμί με τα δικτατορικά καθεστώτα Μουμπάρακ και Μπεν Αλί, καταστέλλοντας με άγρια βία τις νέες εξεργέσεις, υποκινώντας επιθέσεις στους Χριστιανούς κόπτες, ενισχύοντας τη σαρία και την μπούρκα. Άγριος σκοταδισμός επικρατεί στο Αφγανιστάν, όπου η πολεμική αντιπαράθεση, έχει και σαφές θρησκευτικό χρώμα, ενώ τα μόνα σχολεία είναι τα ιεροδιδασκαλεία στα οποία μόνο το Κοράνι διδάσκονται, ενώ δεν επιτρέπεται η φοίτηση κοριτσιών. Η μπούρκα είναι αυστηρά υποχρεωτική. Στο κοσμικό καθεστώς της Κεμαλικής Τουρκίας, ισχυρή είναι πλέον η παρουσία του Ισλαμισμού στο κομματικό σύστημα, ενώ εντείνονται οι περιορισμοί στην εμφάνιση και δημόσια παρουσία και δράση των γυναικών. Σε δολοφονικές και τρομοκρατικές ενέργειες σε αυξανόμενο βαθμό προβαίνουν και οι σιχ της Ινδίας.

Ένα πολιτικό και ηθικό αντιμοντερνισμό (όπως η απαγόρευση χρήσης προφυλακτικών, αν και στην Αφρική το AIDS έχει προσλάβει μορφή επιδημίας) προβάλλει η Καθολική Εκκλησία ενώ στην ανατολική Ευρώπη προωθεί τον καθολικισμό ως κοσμοθεωρία και τρόπο αντιμετώπισης των αντιξοοτήτων, με όχημα την ψευδο-ορθόδοξη Ουνία. Στην Ελλάδα και στις σλαβικές χώρες η ορθοδοξία συναιρώντας την ηττημένη σοσιαλιστική ιδεολογία αλλά και τον παραδοσιακό εθνικισμό και την εχθρότητα προς τη Δύση αναπτύσει τον αντδυτικισμό όπου γνωρίζει έξαρση στα πλάισια του γερμανικού επεκτατισμού.



Αντιδραστικός εθνικο-θρησκευτισμός

Στην Ελλάδα την παραδοσιακή μορφή φανατισμού εκπροσωπούν οι παραθρησκευτικές οργανώσεις (με ισχυρότερη τη Ζωή). Παρά την οργανωτική τους ισχύ, τον πουριτανισμό τους, τις διασυνδέσεις με τα κρατικοπολιτικά κέντρα (ισχυρός ήταν ο ομφάλιος λώρος με το καθεστώς της 21 Απριλίου) δεν απέκτησαν ισχυρή λαϊκή επιρροή και βρίσκονται σε σαφή κατιούσα πορεία.

Ο τυπολατρικός ευσεβισμός των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων αν και εξακολουθεί να επηρεάζει την ιεραρχία της Εκκλησίας, σαφώς υποχωρεί, ενώ ενισχύεται η νεοορθοδοξία ως «θεολογία του προσώπου» με μια μυστικιστική αντίληψη προσωπικής επικοινωνίας και σχέσης με το θείο. Ενισχύεται ως εθνικοθρησκευτική αντίληψη, γιατί ώς συγκροτημένη κίνηση έχει αποδυναμωθεί, και κυρίως πλέον ως αντιδυτικισμός, στον οποίο αντιπαραθέτει την εξιδανικευμένη «καθ’ ημάς Ανατολή». Η ορθοδοξία αποτελεί απ’ την εποχή του ελληνικού διαφωτισμού βασικό συστατικό της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Αυτή η σύνθεση δημιουργεί τον συντηρητικό, αμυντικό, εσωστρεφή χαρακτήρα της εθνικοθρησκευτικής ιδεολογίας του ελληνικού κράτους και της ιδεολογίας. Η οποιαδήποτε απόπειρα εκσυγχρονισμού και εμπλουτισμού αυτής της εθνικοθρησκευτικής συνείδησης με νεωτερικές προοδευτικές αντιλήψεις, με κριτήριο τον πολιτισμό έναντι της καταγωγής (Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας – Ισοκράτης) αντιμετωπίζεται ως διασάλευση και υπονόμευση της εθνικής συνείδησης, ως προδοσία που οδήγησε χιλιάδες αγωνιστές στα στρατοδικεία…

Αυτός ο αντιδραστικός εθνικο-θρησκευτισμός διαπερνά το κράτος και το συνδέει με την εκκλησία. Άλλο ζήτημα: Η σύμπλεξη θρησκευτικής-ανορθολογικής διδασκαλίας με την ορθολογική-επιστημονική παιδεία δημιουργούν άλυτα οξύμωρα που υπονομεύουν την πνευματική συγκρότηση του νέου. Απ’ τη μία, ο νέος γίνεται δέκτης επιστημονικών γνώσεων σ’ όλα τα πεδία του επιστητού. Απ’ την άλλη, γίνεται δέκτης μεταφυσικών και ανορθολογικών αντιλήψεων για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου απ’ τον θεό. Αυτές οι αντιλήψεις είναι διαμετρικά αντίθετες και ασύμβατες, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες σύγκλισης πίστης και επιστήμης.

Γενικότερα το πρόβλημα σύμπλεξης κράτους-εκκλησίας αποστερεί απ’ το άτομο το δικαίωμα της ελευθερίας συνείδησης. Ο αμυντικός και ανορθολογικός χαρακτήρας της εθνικοθρησκευτικής συνείδησης «άστραψε και βρόντηξε» υπό τη σκέπη του λάβαρου της Επανάστασης, όταν ο εκσυγχρονιστής Σημίτης (για τους δικούς του λόγους) επιχείρησε να διαγράψει το θρήσκευμα απ’ την αστυνομική ταυτότητα και επίσης λόγω της άμβλυνσης όντως των εθνικών, κοινωνικών, πολιτικών αντιθέσεων στο βιβλίο της Ρεπούση. Ο εθνικοθρησκευτικός συντηρητισμός δίνει λαβή στην Χρυσή Αυγή να εμφανίζεται ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, των ιερών και οσίων του έθνους. Γι’ αυτό, πρωταγωνίστησε στα επεισόδια στο θέατρο που παιζόταν το θεατρικό έργο Corpus Christi, επιχειρώντας να ματαιώσει τις παραστάσεις. Αρχικά, κέρδισε την επιδοκιμασία ορισμένων, ακροδεξιών κυρίως, ιεραρχών. Ο απροκάλυπτος όμως παγανισμός της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής και ο κτηνιώδης ρατσισμός της, που είναι διαμετρικά αντίθετος με το ανθρωπιστικό κήρυγμα του Χριστού, μετέστρεψαν το κλίμα και ώθησαν τους περισσότερους ιεράρχες στην αποδοκιμασία των απόψεων της Χ. Αυγής. (Καταδίκασε τις απόψεις τους ακόμη και ο υπερσυντηρητικός Σεραφείμ Πειραιώς, που φωτογραφιζόταν μαζί τους).

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στο φάσμα μιας επαναθρησκειοποίησης, μιας «επαναμάγευσης» του κόσμου, που είχε σε μεγάλο βαθμό «απομαγευθεί» απ’ την εκρηκτική ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνικής, απ’ το αριστερό όραμα μιας δίκαιης, ορθολογικής κοινωνίας των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Το ζήτημα δεν είναι απλώς η επάνοδος του θεού στην κορυφή της ιδεολογικής πυραμίδας του καπιταλισμού. Είναι η επέλαση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού που κουβαλάει στα κιτάπια του τα ιδεολογικά όπλα της απάτης και αυταπάτης, της υποβολής και της μαγείας, του φόβου και της απειλής, του μυστικισμού, του ανορθολογισμού, του σκοταδισμού…


του Δημήτρη Γρηγορόπουλου

πηγή: ΠΡΙΝ

Συνέχεια...

Η πολιτική απάθεια ως σύμπτωμα

Posted: by παντιγέρα in
0
Η πολιτική απάθεια είναι ένα φαινόμενο που απασχόλησε και απασχολεί πολλούς διανοούμενους και κοινωνικούς επιστήμονες. Αποτελεί παθολογικό σύμπτωμα μιας κοινωνίας που χάνει την δημιουργικότητα της και σκάβει βαθειά τα θεμέλια του μαρασμού της. Αν προσπαθούσαμε να δώσουμε ένα ορισμό της πολιτική απάθειας, θα λέγαμε ότι είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία οι άνθρωποι ως σύνολο παύουν να λειτουργούν ως ενεργά πολιτικά υποκείμενα, παύουν να θεωρούν εαυτούς ικανούς να αναλάβουν την ευθύνη της λήψης αποφάσεων που καθορίζουν την ζωή τους, τέλος, παύουν να γίνονται δημιουργοί νέων αξιών, εκφραστές μιας διαφορετικής κοινωνικής θέσμισης ή οραματιστές μιας ουτοπίας του «μη-είναι-ακόμη», αγνοώντας κάθε έννοια αυτονομίας. Αντίθετα ακολουθούν μια στάση η οποία είναι παθητική, εσωστρεφής, ατομικιστική ή όπως λέει και ο Κ. Καστοριάδης προτιμούν την «ησυχία από την ελευθερία».

Το φαινόμενο της πολιτικής απάθειας δεν εξηγείται μόνο με οικονομικούς και πολιτικούς όρους, αλλά έχει κυρίως ψυχολογική βάση . Όπως φαίνεται και από την ίδια την ρίζα της λέξης, η «απάθεια» προέρχεται από το στερητικό α και το ουσιαστικό Πάθος. Η λέξη Πάθος, από το ρήμα πάσχω, στη φιλοσοφία έχει νόημα αρνητικό, δηλώνει την συναισθηματική προσκόλληση σε ένα αντικείμενο σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να χάνεται η κυριαρχία την λογικής σκέψης, κάτι που φυσικά οδηγεί στην ψυχική αδυναμία και στην εξάρτηση. Ειδικά οι θετικιστικές φιλοσοφίες και η θρησκευτική μεταφυσική θεωρούν τα πάθη ως ελαττώματα που πρέπει εξαλειφθούν προκειμένου να κυριαρχήσουμε στον εαυτό μας. Αντίθετα στην ποίηση, στην λογοτεχνία, στην τέχνη, το πάθος έχει συνδεθεί με τον άκρατο ενθουσιασμό, την επιμονή στην επίτευξη ενός υψηλού στόχου, την ψυχική εκείνη διάθεση που οδηγεί στην υπέρβαση του εαυτού. Το πάσχειν έχει τραγική υπόσταση και προκαλεί στο κοινό δέος και σεβασμό για τον ήρωα που θυσιάζει και θυσιάζεται προκειμένου να πετύχει το στόχο του, ο οποίος δεν είναι στόχος εγωιστικός αλλά έχει μια κοινωνική και κοσμική διάσταση. Επομένως, η διαλεκτική του πάθους αναδύει νέες μορφές• ενώ καταστρέφει το παλιό, δημιουργεί καινούργιες αξίες και νοηματοδοτεί εξ’ αρχής τον κόσμο. Το πεδίο όμως όπου το πάθος αναδεικνύει θετικά την δημιουργικότητα του είναι η Πολιτική. Η πολιτική ως η δημιουργία νέων θεσμών και όχι ως μικροκομματικό συμφέρον. Το πάθος στην πολιτική λοιπόν όταν εκφράζει καταστροφικότητα συνδέεται με την ανατροπή μιας κατεστημένης συνθήκης. Ακυρώνει την υπάρχουσα δομή μιας κοινωνίας και αμφισβητεί την κυρίαρχη εξουσία, συνάδει με το πρόταγμα της ελευθερίας και θέτει τα θεμέλια της επαναστατικής συνείδησης. Όταν οι αρχαίοι Αθηναίοι ανέφεραν το «Αστυνόμους Οργάς» (το αστυνόμους εδώ δεν έχει καμία σχέση με τα γουρούνια, αλλά με τους νόμους του Άστεως και το Οργάς σημαίνει το πάθος, την έντονη θέληση για κάτι) εννοούσαν ακριβώς αυτό: την ενθουσιώδη ορμή για την θέσμιση των νόμων της πόλεως, ή πιο απλά την παθιασμένη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Δυστυχώς το συλλογικό «πολιτικό πάθος» δεν εκφράστηκε παρά σε ελάχιστες στιγμές της ιστορίας. Το βλέπουμε να κυριαρχεί στην δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνος, στις απαρχές της Γαλλικής επανάστασης, στις εργατικές εξεγέρσεις του 1848, στην Παρισινή κομμούνα του 1871, στη μεγάλη απεργία του 1905 στην Πετρούπολη της Ρωσίας, στα σοβιέτ του 1917 της επίσης αντιτσαρικής Ρωσίας, στην Ισπανικό εμφύλιο του 1936, το Μάη του 1968 και φυσικά σπέρματα του υπάρχουν σε πολλά αυτόνομα και αντι-εξουσιαστικά κινήματα της σημερινής εποχής.

Το ερώτημα όμως που αναδύεται είναι, γιατί το πάθος για το πολιτικό-κοινωνικό γίγνεσθαι να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα; Γιατί οι άνθρωποι αποτραβιούνται στην ιδιωτική τους ζωή και αφήνουν το κάθε τυχάρπαστο/ους να κατευθύνει/ουν τη μοίρα του; Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να μην αγωνίζονται για την χειραφέτηση τους, όταν απειλούνται τα πιο απλά, αλλά ζωτικά, συμφέροντα τους και το χειρότερο να επιδοκιμάζουν και να συναινούν στους αυταρχικούς κανόνες που τους επιβάλλονται. Τι οδηγεί τον Βίλχελμ Ράϊχ να γράφει ..«ότι εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί δεν είναι γιατί κλέβει ο πεινασμένος ή γιατί απεργεί το θύμα της εκμετάλλευσης, ο εργάτης, αλλά γιατί δεν κλέβει και δεν απεργεί;» που φυσικά παραπέμπει στο συμπέρασμα: «Το κύριο ζήτημα δεν είναι να αποκτήσει ο πολίτης συνείδηση της κοινωνικής του ευθύνης – αυτό εξυπακούεται. Το ζήτημα είναι τι αναστέλλει, τι αναχαιτίζει τη συνειδητοποίηση της κοινωνικής του ευθύνης». Και για να μιλήσουμε για το σήμερα, τι είναι αυτό που οδηγεί εκατομμύρια ανθρώπους να θεωρούν παράφρονες και κομπλεξικούς αρχηγίσκους σαν τους μόνους ικανούς για την λύση των προβλημάτων τους και το ξεπέρασμα της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης;

Παραφράζοντας τον Νίτσε που λέει ότι πρέπει να γραφτεί μια ιστορία της «Φυσιολογίας της ηθικής», έτσι και εμείς σήμερα πρέπει να γράψουμε μια Φυσιολογία της Απάθειας. Ο Γάλλος Εtienne de la Βoetie (1530-1563), από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό στο έργο του «Πραγματεία περί εθελοδουλείας» (εκδ. Πανοπτικόν – 2002), αδυνατεί να κατανοήσει αυτό το φαινόμενο. Περιγράφει με γλαφυρό και κοροϊδευτικό τρόπο το πώς οι λαοί επιτρέπουν στον εαυτό τους να κυβερνώνται από ένα βασιλιά, ενώ θα μπορούσαν έτσι απλά, με το να μην θέλουν, να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση, χωρίς καν να χυθεί μια σταγόνα αίματος. Αναφέρει επίσης ότι οι άνθρωποι επιλέγοντας να ζουν σε αυταρχικές δομές δεν είναι ούτε άνθρωποι – καθώς η ελευθερία αποτελεί φυσική κατάσταση του είδους – αλλά ούτε και ζώα, γιατί ακόμα και τα ζώα όταν περιοριστεί η ελευθερία τους ή όταν βρίσκονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας αντιστέκονται τόσο έντονα που φτάνουν στο σημείο να αυτοτραυματίζονται.

Επομένως η απουσία πάθους για τη πολιτική ή αλλιώς, η διαστροφή του πάθους, με την αρνητική του σημασία, ως αδυναμία ελέγχου του εαυτού μας αλλά και ως ασυνείδητη επιθυμία που πάση θυσία πρέπει να ικανοποιηθεί, βασιλεύει στις εξουσιαστικές με καπιταλιστικό προσανατολισμό κοινωνίες. Στρέφεται σε υποκατάστατα και τρέφεται από αυτά, η δε δυναμική του είναι τέτοια που εύκολα αποκτά δομικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα ο υπερβολικός καταναλωτισμός, η θρησκεία (ειδικά εδώ διαπιστώνουμε ένα παράλογο πάθος πολύ έντονο και διαδεδομένο που ξεπερνάει κάθε φαντασία), η προσήλωση στα κόμματα, το lifestyle και ο εμπορικός αθλητισμός (ποδόσφαιρο κλπ.). Δεν θα ήταν παράλογο αν λέγαμε ότι ολόκληρη η οικονομία και η θέσμιση της βασίζεται σε αυτού του είδους τα αρνητικά πάθη. Το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας με όλες τις αλλοτριωτικές της συνέπειες αναλίσκεται ακριβώς πάνω στην παράλογη ικανοποίηση των παραπάνω ψευδο-αναγκών. Φαίνεται ότι το πάθος του οικονομισμού σκοτώνει το πάθος για ελευθερία. Δεν είναι δύσκολο επομένως να καταλάβουμε ότι αυτά τα πάθη καλλιεργούνται από την ίδια την κοινωνία που αναπόφευκτα δημιουργούν και τις αντίστοιχες δομές, την ιεραρχία, τις σχέσεις ανταγωνισμού και εξουσίας, για χάρη των οποίων οι άνθρωποι αναγκάζονται να θυσιάσουν κάθε έννοια πολιτικής χειραφέτησης και προτάγματος της αυτονομίας. Την ίδια στιγμή, η κυρίαρχη εξουσία εκμεταλλευόμενη αυτή τη κατάσταση καλλιεργεί μέσα από την εκπαίδευση, την οικογένεια, τη θρησκεία και τα ΜΜΕ τα ατομικά υπερ-εγώ, τις ασυνείδητες δηλαδή παραστάσεις που έχουν υφή καταναγκασμού και που ταυτίζονται με τα παραπάνω πρότυπα ώστε να τα αναπαράγουν.

Οι Μαρξιστές δεν έδωσαν ποτέ σημασία στη κοινωνιολογία της απάθειας. Δεν αναγνώρισαν ποτέ αυτό το φαινόμενο, αν και υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να διαπιστώσουν ότι η απάθεια ως ένα βαθμό απορρέει από την αλλοτρίωση που γεννούν οι παραγωγικές σχέσεις. Μάλλον οι μαρξιστές ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για την κυριαρχία της πρωτοπορίας του κόμματος παρά για το πώς σκέφτονταν και αισθάνονταν οι μάζες ώστε να οδηγηθούν γρηγορότερα στην επανάσταση. Θεώρησαν την επανάσταση ως μια κοινωνική πρακτική που θα την έφερνε το πλήρωμα του χρόνου με γραμμικό και αιτιοκρατικό τρόπο.

Από την άλλη ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αν και γενικά θεωρεί ότι δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη φύση στο άνθρωπο, με την έννοια της αναλλοίωτης ουσίας, στα ώριμα έργα του πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι κατά βάση οκνηρός, ότι από τη φύση του ρέπει σε συμπεριφορές που τον καθιστούν παθητικό και αδιάφορο. Προφανώς ο μεγάλος διανοητής της αυτονομίας κουράστηκε να αντικρίζει τους ανθρώπους να προτιμούν τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες και τα φανταχτερά αμάξια από τον αγώνα για την ελευθερία, που θα τους εξασφάλιζε όχι καλύτερα μεροκάματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά την ίδια τη συμμετοχή τους στην διαμόρφωση των θεσμών, κάτι που αυτή τη στιγμή που μιλάμε γίνεται από μια ομάδα αμόρφωτων, κερδοσκόπων και πολιτικά ανίκανων εξουσιαστών. Κατέληξε δε σε αυτό το συμπέρασμα ύστερα από δεκαετίες αγώνων σε όλα τα επίπεδα.

Το ερώτημα λοιπόν τη πολιτικής απάθειας παραμένει ανοικτό και θα πρέπει να απασχολήσει όλους όσους θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά με το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Οφείλουμε να δούμε την κοινωνική επανάσταση όχι σαν μια αναλαμπή της ιστορίας που πραγματοποιείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά ως διαδικασία θεσμική, ως πραγματικότητα της καθημερινής ζωής που συντελείται με αστείρευτη ενέργεια, δημιουργικότητα, φαντασία και φυσικά πάθος για ζωή και ελευθερία.

πηγή: eagainst.com

Συνέχεια...

ΜΗ ΔΟΥΛΕΥΕΤΕ ΠΟΤΕ «ΓΚΥ ΝΤΕΜΠΟΡ»

Posted: by παντιγέρα in
0
Κείμενο της Συντακτικής Ομάδας του ZERO GEOGRAPHIC για την Πρωτομαγιά.

Οι επαναστάτες πάντα ζητούσαν την κατάργηση της εργασίας στο καπιταλιστικό σύστημα και την αντικατάστασή της με τη δημιουργική εργασία και το παιχνίδι σε μια μετάεπαναστατική κοινωνία. Ο Σταύρος Καλλέργης ζητά 2 ώρες εργασία μάξιμουμ και ο Όσκαρ Ουάιλντ την αντικατάσταση των εργατών από μηχανές. Ο Πωλ Λαφάργκ υμνεί το δικαίωμα στην τεμπελιά. Σε μια φυσιολογική κοινωνία χρειάζεται ελάχιστη εργασία για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του ατόμου. Ο καπιταλισμός δημιουργεί την υπεραξία και την εκμετάλλευση του εργάτη. Η εργασία της καπιταλιστικής παραγωγής (π.χ. 8ωρο-12ωρο) φαίνεται ότι δεν είναι παρά η διεστραμμένη τάση του εργοδότη να παραποιήσει την ανθρώπινη φύση προς όφελός του (υπεραξία της εργασίας και καπιταλιστικό κέρδος).

Οι σοσιαλδημοκράτες παίξανε ιστορικά το βρώμικο ρόλο της αποδοχής από την εξουσία της αρρωστημένης αυτής εργατικής εκμετάλλευσης. Τελικά το 8ωρο, που καθιερώθηκε επίσημα, παρουσιάστηκε σαν κάτι φυσιολογικό, οι καπιταλιστές σαν συνάνθρωποί μας και η καταναλωτική κοινωνία σαν η ουτοπία που πήρε τη θέση του κουμμουνισμού. Σαν απάντηση στη σοσιαλδημοκρατική και νεοφιλελεύθερη συμμαχία ο Γκυ Ντεμπόρ δηλώνει τη δεκαετία του ’60 το αυτονόητο «Μη δουλεύετε ποτέ».

Κάθε φορά που ο καπιταλισμός περνάει κρίση, οι καπιταλιστές δείχνουν στους εργάτες πόσο σέβονται την εργατική συνθήκη του 8ώρου. Η αποχαύνωση των μικροαστών εργατών τελείωσε πρόσφατα. Ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός επέστρεψε τον εργάτη από τη θαλπωρή του 8ωρου στην πραγματική του θέση εντός καπιταλισμού: αυτή της Δουλείας.

Έχεις δει εργοδότη καλό; Η μοίρα του εργαζόμενου και του ανέργου σε όλο τον κόσμο είναι κοινή: εκμετάλλευση, εκπόρνευση, ρατσισμός…. Η μόνη λύση είναι το ξεπέρασμα της εργασίας και όχι η επιστροφή στη «χρυσή» εποχή της ΠΑΣΟΚίλας. Η εργασία πρέπει να καταργηθεί. Οι σοσιαλιστές και κομμουνιστές που ζητάνε την επιστροφή στην προηγούμενη χρυσή εποχή δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά μια τρύπα στο νερό.

Σήμερα 1η Μάη θυμόμαστε τους «ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟ». Είναι τουλάχιστον ιεροσυλία να μη δηλώνεται πουθενά ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν αγωνίστηκαν για το 8ωρο αλλά για την κατάργηση της εργασίας και του καπιταλισμού και για το πέρασμα σε μια αντιεξουσιαστική κοινωνία. Το 8ωρο ήταν αυτό που προσέφεραν οι εργοδότες και η εξουσία για να ηρεμήσουν τα εξεγερμένα πλήθη και να προσεταιριστούν τους ρεφορμιστές στην πάλη ενάντια στους εργαζομένους.



ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΚΑΡΒΟΥΝΟ. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ



Συντακτική ομάδα ZeroGeographic


Συνέχεια...

back to top